Ρεαλισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός στο παπαδιαμαντικό διήγημα
Η άντληση του περιεχομένου των
διηγημάτων του Παπαδιαμάντη από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή
της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις – σκηνές
από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του «ένας λαός από δουλευτάδες
και χασομέρηδες» με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους
–υπόστρωμα πλούσιο λαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας- όλα αυτά συνέβαλαν,
ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του
«ηθογράφος» και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα
«κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος». Ήδη όμως από το 1898 ο
Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από
τον Παπαδιαμάντη «για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της
ανθρώπινης ασχήμιας», διακρίνοντας έτσι εγκαίρως τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής
διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την
οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση
της εθνικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά
του παπαδιαμαντικού έργου του προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίον υπερβαίνει και
την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο το Ρεαλισμό,
ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία
μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά.
Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη
είναι πράγματι εύκολο να ανιχνευτεί ένας Νατουραλισμός, ο οποίος αφορά στο
περιεχόμενό τους , όπως δείχτηκε πρόσφατα. Είναι ο Νεοέλληνας πεζογράφος που
εισάγει στο έργο του ως κεντρικούς ήρωες ανθρώπους όχι απλά κοινούς και
καθημερινούς –αυτό έχει γίνει και με το Ρεαλισμό- αλλά, σαν γνήσιος
νατουραλιστής, τύπους περιθωριακούς, ναυάγια της ζωής στη Σκιάθο («Ο Έρωτας στα
χιόνια») ή ναυάγια ηθικά στις αθηναϊκές
φτωχογειτονιές («Το τυφλό σοκάκι», «Κοινωνική αρμονία»). Υπάρχουν διηγήματά
του, κορυφαία μάλιστα, στα οποία οι ήρωες και οι ηρωίδες λειτουργούν ως
δείγματα μιας «κοινωνικής παθολογίας του κακού» («Η Φόνισσα», «Πολιτισμός εις
το χωρίον», «Οι Χαλασοχώρηδες») ή αποδεικνύονται αθώα θύματα ενός κενού και αδιάφορου
σύμπαντος, όπου ο θάνατος θερίζει αναίτια, νομοτελειακά και ανενόχλητα και γι’
αυτό τραγικά («Το Μοιρολόγι της φώκιας»). Και, όπως είναι γνωστό, ο
Νατουραλισμός υπήρξε το ρεύμα που εισήγαγε σε παγκόσμιο επίπεδο μια τέτοια θεματολογία και
ασχολήθηκε αποκλειστικά σχεδόν μ’ αυτήν.
Ωστόσο, ο «θεματικός»
νατουραλισμός των παπαδιαμαντικών διηγημάτων αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής
στο να τους προσδώσει καθοριστικό
χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την εντελώς αντινατουραλιστική πρόσληψή τους από τον
αναγνώστη. Η αντίληψη για τον κόσμο και τον άνθρωπο που απομένει σ’ αυτόν ως
ουσία του διηγήματος βρίσκεται στους αντίποδες της ζολαδικής ιδεολογίας. Η
τελική αυτή γεύση είναι αποτέλεσμα των αφηγηματικών τεχνικών και μεθόδων που
επιλέγει ο Παπαδιαμάντης, για να οργανώσει το νατουραλιστικό (ή και απλώς ρεαλιστικό) υλικό του, το οποίο
με τη συγκεκριμένη πλέον δομή και παρουσίαση αποκτά ιδεολογικό περιεχόμενο
αντίθετο μεν προς τον ορθολογισμό και το θετικισμό του Flaubert ή του
Zola, συμβατό όμως προς το
υπαγορευμένο από την ορθόδοξη πίστη προσωπικό του όραμα για τον άνθρωπο και τον
κόσμο. Οι χαρακτηριστικά, λοιπόν, παπαδιαμαντικές αυτές αφηγηματικές τεχνικές
δεν απομακρύνουν απλώς το έργο του από τον Νατουραλισμό, αλλά το αποσπούν
σχεδόν και από το λογοτεχνικό γένος της πεζογραφίας και το φέρνουν κοντά στην
«φιλοσοφικότερη από την ιστορία» λυρική ποίηση. Η ποιητικότητα, επομένως, είναι μετά το
Ρεαλισμό και το Νατουραλισμό το τρίτο και έσχατο γνώρισμα της κατεξοχήν
παπαδιαμαντικής δημιουργίας.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών αντιτιθέμενων
αισθητικών τρόπων (ρεαλισμός – νατουραλισμός/ ποιητικότητα) ερμηνεύει
ικανοποιητικά και τις δύο βασικές και διαμετρικά αντίθετες στάσεις της κριτικής
απέναντι στον Παπαδιαμάντη και το έργο του. Γιατί δεν πρέπει να είναι τυχαίο το
γεγονός ότι το έργο αυτό επικρίθηκε, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ή
επαινέθηκε και δοξολογήθηκε, ανάλογα με το αν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες
που γεννούν οι δύο αντιτιθέμενες λογοτεχνικές κατηγορίες της πεζογραφίας και
της ποίησης. ’Έτσι, το έργο του Παπαδιαμάντη επικρίνεται, κάθε φορά που
κρίνεται φανερά ή έμμεσα, με κριτήρια της πεζογραφίας και μάλιστα της
ρεαλιστικής/νατουραλιστικής, στην οποία βέβαια εγγράφεται από την άποψη της
χρονικής στιγμής της δημιουργίας του. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο συγγραφέας
μας είναι «είναι συντηρητικός», ότι «ζει έξω από τα προβλήματα και τις αγωνίες
που συνείχαν τότε την Ελληνική γενεά», ότι ο κόσμος του, ευχάριστος στην πρώτη
επαφή, «είναι κλειστός και αποπνικτικός στη διάρκειά του». Συνάγεται ακόμα πως
«ο βασικός νόμος που κυβερνά το παπαδιαμαντικό σύμπαν είναι ο νόμος της
αδράνειας, της αμεταβλησίας», αποτέλεσμα και συνάμα θεωρητική δικαίωση της
οποίας είναι «το παπαδιαμαντικό όραμα του κόσμου», το οποίο «διαμορφώθηκε σε
αντίθεση με μιαν εποχή όπου –κυρίως με τις αστικές πρωτοβουλίες του 1880,
οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, γλωσσικές- η μεταβολή αποτελούσε το κύριο
χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας». Σε επίπεδο λογοτεχνικό, άλλωστε,
επισημαίνεται «η ίδια μονοτονία και στατικότητα: «Τα ίδια θέματα και τα ίδια
μοτίβα: ούτε εξέλιξη ούτε καν ανανέωση», «τα πρόσωπά του θαμπά και ουδέτερα»,
«οι τύποι του δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία: τρεις-τέσσερις άνδρες, άλλες
τόσες γυναίκες, και μόνο τα ονόματα αλλάζουν», η τεχνική και η οργάνωση είναι
πράγματα ανύπαρκτα, καθώς το έργο του
«σημαδεύει
απόλυτη ανεμελιά, αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης […], αναφορές σε περιστατικά
που πρόκειται να επακολουθήσουν, πρωθύστερα, παρενθέσεις […] προχειρογραφία». [1]
Εντελώς αναλογικά υπογραμμίζεται επίσης ότι
στο παπαδιαμαντικό διήγημα «ο αφηγητής υποτάσσει το υλικό του στον αυθορμητισμό
του συνειρμού παρά στην οργάνωση του προσχεδίου». Όλα, όμως, τα παραπάνω
υπαρκτά πράγματι γνωρίσματα του έργου και της τέχνης του Παπαδιαμάντη –για την
«ασθενή πλοκή» άλλωστε των διηγημάτων του έχει κάνει λόγο και ο ίδιος- μπορούν
να θεωρηθούν μειονεκτήματα, μόνο αν το έργο και η τέχνη του ιδωθούν και κριθούν
αποκλειστικά από τη σκοπιά της πεζογραφίας και ειδικότερα της ρεαλιστικής –
νατουραλιστικής. Γιατί αυτή μόνο απαιτεί από τα έργα της να έχουν δράση
κλιμακούμενη, χρονικά ομαλή και λογικά αιτιολογημένη, να την τοποθετούν σε
σκηνικό που να την προάγει και να παρουσιάζουν δρώντες, σφαιρικούς και
εξατομικευμένους χαρακτήρες. Και είναι, επιπλέον, γεγονός πως το παπαδιαμαντικό
έργο με κορωνίδα το τυπικό, «στατικό» του διήγημα, δεν καταφέρνει να
ανταποκριθεί και στο ευρύτερο ρεαλιστικό αίτημα, να αναπαραστήσει δηλαδή τη
διαρκώς κινούμενη και εξελισσόμενη σύγχρονή του πραγματικότητα.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που θα αλλάξει κάποιος
την προοπτική θεώρησης αυτού του έργου και θα αποδεσμευτεί από τον
Ρεαλισμό-Νατουραλισμό, ακόμα κι από την πεζογραφία γενικώς, θα διαπιστώσει ότι
όσα με τα προηγούμενα κριτήρια επισημάνθηκαν ως μειονεκτήματα του
παπαδιαμαντικού έργου αποτελούν γνωρίσματα σύμφυτα με ένα κείμενο που
αναγνωρίζουμε ως ποιητικό και συμβατά με τον κόσμο που δημιουργεί, γι’ αυτό και
γίνονται αβίαστα και πλήρως αποδεκτά. Η κριτική, λοιπόν, που δε δέχτηκε το
αυθαίρετο και άδικο συμπέρασμα πως ο Παπαδιαμάντης, αφού δεν είναι καλός
ρεαλιστής πεζογράφος, δεν είναι καν καλός λογοτέχνης, αλλά εντόπισε και πρόβαλε
την ποιητική του φλέβα, υπήρξε πάντα από θετική έως υμνητική για το έργο του.
Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι η θετική αυτή κριτική προέρχεται
κυρίως από ποιητές, οι οποίοι στον Παπαδιαμάντη αναγνώρισαν, προφανώς, έναν
ομότεχνό τους. Έτσι ο Παλαμάς στη θετική αποτίμησή του τον θεωρεί,
επιγραμματικά, «ποιητή με τον πεζό λόγο», ο Καβάφης τον χαρακτηρίζει «κορυφή
των κορυφών», ο Ελύτης αποδίδει την παπαδιαμαντική μαγεία στον
«απροσδιόριστο
παράγοντα που είναι ο ποιητικός και που πολύ σπάνια επιφοιτεί χωρίς να
προδίδεται στις κεφαλές των εξ επαγγέλματος πεζογράφων»[2],
για
να περιοριστούμε στις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις.
Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, προς
απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως
(ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες,
αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος, το σπάνιο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής
και κατόρθωσε, ως δημιουργός, να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!)
πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης.
***
Το τυπικό παπαδιαμαντικό
διήγημα, εξαιτίας ακριβώς της «ασθενούς πλοκής» που και ο συγγραφέας, όπως
είδαμε, επισημαίνει χωρίς, όμως, να τη θεωρεί μειονέκτημα, μέσω της
στατικότητας και της σταδιακής αποδέσμευσής του από την τρέχουσα
πραγματικότητα, «φορτίζεται με ένα ποιητικό δυναμικό» ανάλογο με αυτό του
λυρικού ποιήματος. Το διήγημα, έτσι, αποκτά, πέρα από τη λειτουργία ενός
έγχρονου αναπαραστατικού ρεαλιστικού πεζογραφήματος, και την πρόσθετη
λειτουργία του άχρονου και καθολικευτικού λυρικού ποιήματος. Ο συγγραφέας είναι
τότε σε θέση, όπως γενικά κατορθώνει μόνο ο ποιητής, να φωτίζει σπάνιες ή και
αθέατες πλευρές της πραγματικότητας, να αποκαλύπτει με απροσδόκητους συνδυασμούς
των θραυσμάτων της επιφάνειάς της ό, τι βαθύ και ουσιαστικό τη συνέχεια «εν τω
βάθει» να συμπυκνώνει σε φευγαλέα οράματα τη στιγμιαία συνειδητοποίηση μιας
ολόκληρης ζωής, ακόμα και να ανασύρει, κάποτε, χάριν του ανθρώπου εντεύθεν του
κόσμου τούτου τον πέπλο που κρύβει το μυστήριο του «επέκεινα».
Η ποιητικότητα του
παπαδιαμαντικού διηγήματος εντοπίζεται και στη βαθύτερη δομή του, στην οργάνωση
δηλαδή του περιεχομένου του, αλλά και στη γλωσσική επιφάνεια και είναι
αποτέλεσμα διαφόρων αφηγηματικών τεχνικών, μεθόδων και εκφραστικών τρόπων.
Κάποιες από τις αφηγηματικές αυτές τεχνικές συμβάλλουν στην αποδυνάμωση της
χρονικότητας των διηγημάτων, νοούμενης τόσο ως κατάργηση των δεσμών τους με
συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, όσο και ως εσωκειμενικής οργάνωσής τους σύμφωνα
με μια γραμμική χρονική αλληλουχία, αλλά με μια κίνηση κυκλική, την οποία ο
αναγνώστης βιώνει ως λυτρωτική συναίρεση του παρελθόντος, του παρόντος και του
εσχάτου μέλλοντος. […]
***
Η τέχνη του Παπαδιαμάντη,
λοιπόν, κάνει το έργο του να πλησιάζει προς την ποίηση και, ειδικότερα, προς τη συμβολιστική ποίηση.
Η ροπή προς το Συμβολισμό είναι
ευεξήγητη, αν δεν ήταν και αναμενόμενη. Διότι, όπως επίσης μνημονεύσαμε
παραπάνω, στηριζόμενος ο Παπαδιαμάντης σε ιδεολογία χριστιανική και, επομένως,
αντίθετη προς τον απαισιόδοξο ντετερμινισμό του Νατουραλισμού, ακόμα και προς
τον ορθολογισμό του Ρεαλισμού, ήταν φυσικό να ακολουθήσει δρόμο παράλληλο προς
αυτόν που άνοιξαν οι πρωτοπόροι συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, πράγματι,
υπήρξε πολύ περισσότερο επανάσταση εναντίον της νατουραλιστικής θεωρίας και
πράξης παρά αντίδραση απέναντι στο Ρεαλισμό γενικά. Γι’ αυτό και, θέτοντας ως
σκοπό του όχι την πιστή και συνεκδοχική περιγραφή του κόσμου, αλλά τη
μετατόπιση σε έναν «άλλο κόσμο», μέσω της μεταφοράς και του συμβόλου, προώθησε
έναντι της πεζογραφίας την ποίηση, που ο νατουραλισμός είχε εξοστρακίσει. Οι
συμβολιστές ποιητές φανερώνουν έτσι και τη βεβαιότητά τους στην ύπαρξη μιας
διαφορετικής και ουσιαστικότερης πραγματικότητας πέραν της ορατής και την πίστη
πως μπορούν την ύπαρξη αυτή να την υπαινιχθούν, έστω, μόνο με τη γλώσσα της
ποίησης, ανανεωμένη όμως δραστικά με τη
μεταφορά, το σύμβολο και μια νέα ρυθμικότητα. Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, εισάγει
την ποίηση στη σκηνή του «νατουραλιστικού» έργου του, όπως την είχαν επαναφέρει
οι συμβολιστές στη λογοτεχνική σκηνή γενικά, δίνοντάς της και αυτόν το ρόλο του
πρωταγωνιστή, του ειδοποιού δηλαδή γνωρίσματος της τέχνης του. Με το βήμα αυτό
σώζει τη λογοτεχνία, στο ποσοστό που του αναλογεί και όπως ακριβώς έκαναν οι
συμβολιστές, από το θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονούσε γι’ αυτήν η λογοτεχνική
θεωρία του Ζολά. Γιατί, αν ιδανικό της λογοτεχνίας είναι να μιλήσει για τον
κόσμο, όπως τον γνώρισε στο πειραματικό εργαστήριο (Ζολά: Το ποιητικό μυθιστόρημα), τότε ποιος ο λόγος να εξακολουθεί να
υπάρχει, αφού το ιδανικό αυτό ανταποκρίνεται καλύτερα στην επιστήμη; […]
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η
λογοτεχνική αξία του Παπαδιαμάντη δεν έγκειται στη βαθιά ορθόδοξη πίστη του. Η
όλο και περισσότερο εκτιμώμενη από την κριτική αξία του έργου του συνίσταται
στο γεγονός ότι, προκειμένου να καταθέσει τη συγκεκριμένη πίστη του, βρήκε ως
συγγραφέας τον προσφορότερο τρόπο, πετυχαίνοντας κάτι σπάνιο στην ιστορία της λογοτεχνίας: όχι την ανάμειξη
στοιχείων απλώς «ρεαλιστικών» και απλώς «ποιητικών», αλλά τη συγχώνευση στο
ίδιο κείμενο των ακραίων στο είδος τους αισθητικών δύο αντιτιθέμενων από τη
φύση τους ρευμάτων, του Νατουραλισμού και του Συμβολισμού, και τη λεπτή
εξισορρόπηση τους με τρόπο που μόλις ακυρώνει τον αμοιβαίο αποκλεισμό τους.
Γι’ αυτό και δημιουργεί ένα έργο
μοναδικό, το οποίο, καθώς ο κανόνας του παραμένει σε πολλά ανεξιχνίαστος,
απαιτεί και παράγει ειδικό κώδικα ανάγνωσης. Αυτό, όμως, ως γνωστόν, είναι
ίδιον των μεγάλων μόνο δημιουργών, πράγμα άλλωστε που ερμηνεύει και την αναπάντεχη
από πολλές πλευρές επιβίωση του παπαδιαμαντικού έργου ως τις μέρες μας.
Πολίτου-Μαρμαρινού
Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η
παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,
Αθήνα Σοκόλης, τόμος ΣΤ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου