Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Η κυρα-Μάρω
Η κυρα-Μάρω. Εδώ κοντεύει ενενήντα χρονώ. Είχε ένα γιο οργανοπαίκτη. Έπαιζε λαούτο στα πανηγύρια. Ο άντρας της την άφησε έγκυο κι έφυγε μετανάστης στην Αμερική. Γύρισε εβδομήντα χρονώ.
"Αμ ετώρα που δε σου κάνει κούκου" του λέει "τι να σε κάμω;"
Έζησε ως τα ενενήντα έξι της και δεν το ΄χε χάσει ακόμη. Κάθε πρωί, προτού πάει στο χωράφι, γέμιζε ένα πιάτο με κρασί κι έκοβε μέσα ένα κρεμμύδι. Γι' αυτό, λένε, έζησε τόσα χρόνια.
Έλεγε και παλιοκουβέντες. Πήγαιναν οι γειτόνοι και την κάνανε χάζι. Αμα χόντραινε τ' αστείο, κάτι γειτόνισσες κάναν τις προσβεβλημένες. "Ωχ, μωρ' Μάρω, πώς τα λες αυτά;" της είπε μια μέρα η θεια-Τασιά, κι η κυρα-Μάρω την έβαλε στη θέση της: "Κι εσύ, μωρή, λίγα ξέρει ο κώλος σου; Γείρε πέρα στα καφέ σαντάν".
Όταν ένας νεαρός γείτονας παντρεύτηκε, είπαν στην κυρα-Μάρω πως οι νεόνυμφοι πήγαν για μήνα του μέλιτος στην κοντινή πόλη. Η κυρα-Μάρω απόρησε: "Και δεν την ανασκέλωνε εδώ από κάτου;"
Άλλες φορές, εκεί που καλαμπούριζε, σηκωνότανε και κατουρούσε όρθια στην αυλή της.
"Νεράκι είναι, παιδάκι μου, νεράκι" έλεγε.
Λίγο πριν πεθάνει, της πήγανε να δει το δισέγγονό της. Δεν έβλεπε καλά, έπιασε το χεράκι του μωρού και ρώτησε "πουτσίτσα είναι;"
Τυχερή ήταν και τη γηροκόμησε η νύφη της.
Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014
Καλώς ήλθατε στην Expo 58!
Βλέπεις, οι Βρετανοί δεν πιστεύουν στην πρόοδο. [...] Στα λόγια είναι μια χαρά, βέβαια, αλλά όταν έρχεται η ώρα της πράξης, δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στη λέξη "πρόοδος" - ούτε και στην ιδέα. Γιατί απειλεί το σύστημα που τους εξυπηρετεί τόσο καλά εδώ και μερικούς αιώνες.
"Ο κόσμος δε θα γίνει από μόνος του καλύτερος" έλεγε ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ. Φαίνεται ότι τα ευρωπαϊκά έθνη και οι κυβερνήσεις τους το ήξεραν αυτό όταν τελείωσε ο αλληλοσφαγιασμός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και για του λόγου το αληθές, οργάνωσαν το 1958 στις Βρυξέλλες, εκεί που και σήμερα χτυπά άρρυθμα η καρδιά της Ευρώπης, την πρώτη Παγκόσμια ΄Εκθεση: Expo 58. Αν επισκεφτεί κανείς το Βέλγιο, μπορεί και σήμερα να δει το Ατόμιουμ, ένα "σιδηρούν κατασκεύασμα" που θύμιζε την κυψελίδα ενός κρυστάλλου σιδήρου, μεγεθυμένου κατά 165 δισεκατομμύρια φορές, και είχε τοποθετηθεί στην καρδιά της έκθεσης.
Παρά το σιδηρούν κατασκεύασμα, όμως, που συμβόλιζε τη γέννηση μιας νέας εποχής, υπήρχε και το σιδηρούν παραπέτασμα: μια νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού από τη μια και του Νατοϊκου συνασπισμού από την άλλη.
Μέσα σ' αυτό το ψυχροπολεμικό κλίμα, σκοπός της έκθεσης ήταν:
να παρουσιαστεί ένα πανόραμα που θα περιλαμβάνει τα επιτεύγματα του παρόντος, πνευματικά και υλικά, καθώς και τις μελλοντικές βλέψεις ενός ταχύτατα μεταβαλλόμενου κόσμου. Ο τελικός στόχος είναι να συνεισφέρει στην ανάπτυξη μιας γνήσιας ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, βασισμένης στον σεβασμό προς την προσωπικότητα.
να παρουσιαστεί ένα πανόραμα που θα περιλαμβάνει τα επιτεύγματα του παρόντος, πνευματικά και υλικά, καθώς και τις μελλοντικές βλέψεις ενός ταχύτατα μεταβαλλόμενου κόσμου. Ο τελικός στόχος είναι να συνεισφέρει στην ανάπτυξη μιας γνήσιας ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, βασισμένης στον σεβασμό προς την προσωπικότητα.
Σ' ένα ελπιδοφόρο περιβάλλον για το μέλλον της Ευρώπης λαμβάνει χώρα το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, το "Εxpo 58". Στην έκθεση παίρνει μέρος και η Βρετανία. Μια Βρετανία που δε διαφέρει σε τίποτα από τη σημερινή:
βαθιά εμποτισμένη στην παράδοση [...] βαλτωμένη στο παρελθόν: φοβική απέναντι στο καινούργιο, κατακερματισμένη από παμπάλαιους ταξικούς διαχωρισμούς, αιχμάλωτη ενός μυστικοπαθούς και απαραβίαστου κατεστημένου.
Η Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών της χώρας στέλνει εκπρόσωπό της έναν "ήσυχο άνθρωπο", τον Τόμας Φόλεϊ, ο οποίος αναλαμβάνει τη λειτουργία της Μπριτάνια, της παμπ που θα πρέσβευε τη βρετανική φιλοξενία στην έκθεση. Στον Τόμας αναθέτουν "τον ρόλο του δολώματος σε μια ρομαντική ποντικοπαγίδα". Η αθωότητά του συνάδει απόλυτα με την αθωότητα -άλλοτε φαινομενική και άλλοτε πραγματική- της εποχής. Οι άνθρωποι δε γνωρίζουν ακόμη τις βλαβερές συνέπειες του καπνού, ούτε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πρόοδο της πυρηνικής τεχνολογίας. Δε γνωρίζουν πως ό,τι πουν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους, πως τα πάντα παρακολουθούνται, κάποτε υποκινούνται και κατευθύνονται από μυστικές υπηρεσίες που λειτουργούν ερήμην τους.
Η ευρωπαϊκή κατασκοπεία μπορεί να λειτουργεί πιο διακριτικά και πιο φινετσάτα από τη σοβιετική, ωστόσο δεν παύει να υπάρχει. H Δύση, τελικά, δε διαφέρει και πολύ από την Ανατολή. Απλά, λειτουργεί με περισσότερο στιλ.
Ο εργόδότης σας, βλέπετε, είναι, αν δεν κάνω λάθος, η Κεντρική Διέυθυνση Πληροφοριών, στο Λονδίνο, κι εμείς στη Ρωσία τον οργανισμό αυτό τον θαυμάζουμε πάρα πολύ. Το είδος της προπαγάνδας με την οποία ασχολείστε είναι κάτι που, για την ώρα, στην πατρίδα μου, μόνο ως φιλοδοξία μπορούμε να το δούμε. Είναι τόσο... κομψή, τόσο διακριτική. Έχουμε πάρα πολλά να μάθουμε από τις δραστηριότητές σας.
Το μυθιστόρημα, όπως και ο πρωταγωνιστής, κινούνται σε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον "πραγματικό" κόσμο της Expo και το μικρόκοσμο του Τόμας -το σπίτι του στο Τούτινγκ, η γυναίκα του και το μωρό τους, η προετοιμασία του δείπνου, οι επισκέψεις της μητέρας του, ο νοικοκυρεμένος λαχανόκηπος, η λιμνούλα με τα ψαράκια που θέλουν να φτιάξουν στον κήπο. Αυτός ο κόσμος μοιάζει ζωγραφιστός, σε σχέση με το τεράστιο φουτουριστικό σκηνικό της Παγκόσμιας Έκθεσης. Εκεί παίζεται το παιχνίδι, εκεί οι άνθρωποι δεν είναι αόρατοι, έχουν ρόλο.
Αυτός ο φαινομενικά πραγματικός κόσμος, όμως, είναι κάλπικος. Η παμπ είναι ψεύτικη, οι άνθρωποι είναι ψεύτικοι, όλοι υποδύονται ένα ρόλο, τα πάντα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σκηνικού, και ο Τόμας, όπως όλοι οι ήρωες του Κόου, είναι μπερδεμένος και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από την αυταπάτη.
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίστηκε ως σάτιρα, παρωδία, κωμικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή αναζήτησης ταυτότητας. Πρέπει να ΄ναι κάτι απ' όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί. Βρετανικό χιούμορ και ζωντανοί διάλογοι. Και ένας άντρας, απλός άνθρωπος ή "χρήσιμος ηλίθιος", που βρίσκεται αντιμέτωπος με ιστορικές συνθήκες που τον ξεπερνούν.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Τζόναθαν Κόου, Expo 58 (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013
Η ευρωπαϊκή κατασκοπεία μπορεί να λειτουργεί πιο διακριτικά και πιο φινετσάτα από τη σοβιετική, ωστόσο δεν παύει να υπάρχει. H Δύση, τελικά, δε διαφέρει και πολύ από την Ανατολή. Απλά, λειτουργεί με περισσότερο στιλ.
Ο εργόδότης σας, βλέπετε, είναι, αν δεν κάνω λάθος, η Κεντρική Διέυθυνση Πληροφοριών, στο Λονδίνο, κι εμείς στη Ρωσία τον οργανισμό αυτό τον θαυμάζουμε πάρα πολύ. Το είδος της προπαγάνδας με την οποία ασχολείστε είναι κάτι που, για την ώρα, στην πατρίδα μου, μόνο ως φιλοδοξία μπορούμε να το δούμε. Είναι τόσο... κομψή, τόσο διακριτική. Έχουμε πάρα πολλά να μάθουμε από τις δραστηριότητές σας.
Το μυθιστόρημα, όπως και ο πρωταγωνιστής, κινούνται σε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον "πραγματικό" κόσμο της Expo και το μικρόκοσμο του Τόμας -το σπίτι του στο Τούτινγκ, η γυναίκα του και το μωρό τους, η προετοιμασία του δείπνου, οι επισκέψεις της μητέρας του, ο νοικοκυρεμένος λαχανόκηπος, η λιμνούλα με τα ψαράκια που θέλουν να φτιάξουν στον κήπο. Αυτός ο κόσμος μοιάζει ζωγραφιστός, σε σχέση με το τεράστιο φουτουριστικό σκηνικό της Παγκόσμιας Έκθεσης. Εκεί παίζεται το παιχνίδι, εκεί οι άνθρωποι δεν είναι αόρατοι, έχουν ρόλο.
Αυτός ο φαινομενικά πραγματικός κόσμος, όμως, είναι κάλπικος. Η παμπ είναι ψεύτικη, οι άνθρωποι είναι ψεύτικοι, όλοι υποδύονται ένα ρόλο, τα πάντα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σκηνικού, και ο Τόμας, όπως όλοι οι ήρωες του Κόου, είναι μπερδεμένος και δεν μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια από την αυταπάτη.
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίστηκε ως σάτιρα, παρωδία, κωμικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή αναζήτησης ταυτότητας. Πρέπει να ΄ναι κάτι απ' όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί. Βρετανικό χιούμορ και ζωντανοί διάλογοι. Και ένας άντρας, απλός άνθρωπος ή "χρήσιμος ηλίθιος", που βρίσκεται αντιμέτωπος με ιστορικές συνθήκες που τον ξεπερνούν.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Τζόναθαν Κόου, Expo 58 (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013
Τρίτη 1 Ιουλίου 2014
Μια βιβλιοθήκη πεθαίνει στο Λαύριο
Πάντοτε φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης.
Χόρχε Λουί Μπόρχες
Εν έτει 2000, το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να στηρίξει ένα νέο θεσμό στην εκπαίδευση: τις σχολικές βιβλιοθήκες. Όχι ότι δεν υπήρχαν σχολικές βιβλιοθήκες μέχρι τότε. Υπήρχαν, αλλά υπολειτουργούσαν ή λειτουργούσαν στοιχειωδώς, και πάντοτε εθελοντικά, χάρη σε μεμονωμένες πρωτοβουλίες ρομαντικών εκπαιδευτικών. Τα βιβλία συνήθως τα χάριζαν μαθητές και γονείς στο τέλος της σχολικής χρονιάς και κάπως έτσι κουτσά στραβά εμπλουτιζόταν η βιβλιοθήκη. Σε ελάχιστες περιπτώσεις γίνονταν και δωρεές από Δήμους ή από τράπεζες και άλλους φορείς. Εκπαιδευτικοί που είχαν λίγες γνώσεις βιβλιοθηκονομίας τις οργάνωναν όπως μπορούσαν και οι μαθητές δανείζονταν βιβλία στα διαλείμματα.
Αυτά μέχρι το 2000. Εκείνη τη χρονιά, δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα οι "500 Σχολικές Βιβλιοθήκες ΕΠΕΑΕΚ". Τα κριτήρια ήταν τα εξής: ελεύθερος χώρος συγκεκριμένων τετραγωνικών μέτρων σε κάθε σχολείο -δηλαδή μια ευρύχωρη αίθουσα που θα μπορούσε να στεγάσει τη βιβλιοθήκη-, ένας εκπαιδευτικός, συνήθως φιλόλογος, αλλά όχι απαραίτητα, που θα επιμορφωνόταν κατάλληλα, θα έπαιρνε την αντίστοιχη απόσπαση και θα απασχολούνταν όλο το ωράριό του εκεί, και ένας διευθυντής με όραμα, που θα είχε όλη την καλή διάθεση να στηρίξει την προσπάθεια. Όπου πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές έγινε η βιβλιοθήκη, και το πρόγραμμα δώρισε έναν ικανοποιητικό αριθμό βιβλίων.
Και εδώ υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Τα βιβλία δεν ήταν αυτά που συνήθως έβρισκε κανείς σε μια σχολική βιβλιοθήκη, δηλαδή παιδικά και εφηβικά μυθιστορήματα μόνο. Περιλάμβανε τίτλους σε κατηγορίες όπως: ξενόγλωσση και ελληνική λογοτεχνία (μυθιστόρημα και διήγημα), ξενόγλωσση και ελληνική ποίηση, ιστορία, γλωσσολογία, λαογραφία, ιστορία και θεωρία της λογοτεχνίας, τέχνη κ.ά. Επίσης, τα βιβλία δεν απευθύνονταν μόνο στους μαθητές, αλλά και στους εκπαιδευτικούς.
Ο εκπαιδευτικός που απασχολούνταν στη βιβλιοθήκη δεν ήταν ένας απλός υπάλληλος που συμπλήρωνε το βιβλίο δανεισμού και φρόντιζε ώστε τα παιδιά να επιστρέψουν τα βιβλία μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους. Κάθε άλλο. Σ' αυτές τις βιβλιοθήκες οι εκπαιδευτικοί βοηθούσαν και κατηύθυναν τους μαθητές στις ερευνητικές τους εργασίες, οργάνωναν πολιτιστικά προγράμματα, καλούσαν συγγραφείς να μιλήσουν με τα παιδιά για το έργο τους, έκαναν προβολές για το μάθημα της ιστορίας, παράγγελναν μουσειοκατασκευές και τις παρουσίαζαν, και πολλά πολλά άλλα.
Οι στόχοι του προγράμματος διατυπώθηκαν επίσημα από το Υπουργείο ως εξής:
Το έργο, άμεσα, απευθύνεται σε μαθητές και καθηγητές της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης. Έμμεσα όμως ωφελεί και την ευρύτερη κοινότητα στην οποία
εντάσσεται η σχολική βιβλιοθήκη. Με τον θεσμό των σχολικών βιβλιοθηκών
στηρίζεται η παιδεία και ενισχύεται η εκπαίδευση με καινοτόμο τρόπο για
τα ελληνικά δεδομένα, πέρα από το πλαίσιο της παραδοσιακής διδασκαλίας.
Το άτομο ενθαρρύνεται ώστε να μην μένει μόνο στα παραδοσιακά
εγχειρίδια αλλά να αναζητάει την πληροφορία και σε άλλες πηγές. Είναι ιδιαίτερα
σημαντικό στην σύγχρονη κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας να εξοικειώνονται
οι μαθητές με την πληροφοριακή διαδικασία σε όλες τις φάσεις της καθημερινής
τους ζωής και όχι μόνο στα πλαίσια της εκπαίδευσης.
Προοδευτικά, η σχολική βιβλιοθήκη εξελίσσεται σε σημαντικό κομμάτι
της νέας εκπαιδευτικής πραγματικότητας, ξεφεύγοντας από την παραδοσιακή
λειτουργία της δανειστικής σχολικής βιβλιοθήκης και παίρνοντας έναν νέο,
σημαντικό ρόλο, συμπληρωματικό και ενισχυτικό της διδασκαλίας μέσα στην
τάξη.
Τέτοιες βιβλιοθήκες υπήρχαν διασκορπισμένες σε όλη την Ελλάδα. Από την Ικαρία και την Κρήτη μέχρι τον Έβρο. Όπου υπήρχε μια τέτοια βιβλιοθήκη, διαπιστώθηκε αύξηση της "φιλαναγνωσίας" των μαθητών. Υπήρχαν δε πόλεις όπου, ελλείψει δημοτικής, η σχολική βιβλιοθήκη δάνειζε βιβλία σε δημότες και όχι μόνο στα μέλη της σχολικής κοινότητας. Έτσι, το σχολείο έγινε ένας χώρος ανοιχτός στην τοπική κοινωνία. Τα παιδιά μπορούσαν να αποσχολούνται δημιουργικά κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων ή στα κενά τους, παίζοντας σκάκι, διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, ξεφυλλίζοντας λευκώματα ή σερφάροντας στο διαδίκτυο, πάντοτε με τη βοήθεια και την επίβλεψη του εκπαιδευτικού που κρατούσε τη βιβλιοθήκη. Ο "βιβλιοθηκονόμος" δε, ανέπτυσσε συνήθως με τα παιδιά μια διαφορετική σχέση, καθώς δεν εμπλεκόταν καθόλου στη διδασκαλία ή την αξιολόγησή τους, παρά τα υποδεχόταν σ' ένα χώρο που ήταν αποκλειστικά δικός τους.
Μια τέτοια βιβλιοθήκη, που λειτουργούσε τουλάχιστον υποδειγματικά, ήταν και η σχολική βιβλιοθήκη του 1ου Γυμνασίου Λαυρίου. Σε μια ούτως ή άλλως υποβαθμισμένη μετά την αποβιομηχανοποίησή της πόλη, λειτουργούσαν κάποτε τρεις βιβλιοθήκες: Η Δημοτική, που έκλεισε για να γίνει το ΚΕΠ (τα βιβλία της σήμερα έχουν καταχωνιαστεί σ' ένα υπόγειο και τα τρώει η υγρασία). Η Εφηβική, που έκλεισε κι αυτή, αφήνοντας άνεργους τρεις υπαλλήλους. Και η Σχολική, που έκλεισε επίσης το 2011, στο πλαίσιο μιας πολιτικής "εξορθολογισμού" του ωραρίου των καθηγητών, που ήθελε οι αποσπασμένοι στις βιβλιοθήκες εκπαιδευτικοί να επιστρέψουν στις τάξεις. Ένας χώρος που άλλοτε έσφυζε από ζωή, που ήταν επισκέψιμος πολλές φορές και μετά το πέρας των μαθημάτων, που συχνά τον επισκέπτονταν παλιοί μαθητές, σημερινοί φοιτητές, ή εκπαιδευτικοί από γειτονικά σχολεία, σήμερα ρημάζει.
Τελικά βγήκε μια εγκύκλιος σύμφωνα με την οποία, αν κάποιο σχολείο έχει μια τέτοια βιβλιοθήκη και ένας εκπαιδευτικός πρέπει να συμπληρώσει το ωράριό του, μπορεί να λειτουργεί η βιβλιοθήκη από 2 έως 6 ώρες την εβδομάδα. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις εφαρμόστηκε. Αλλού δεν υπήρχε ο εκπαιδευτικός, αλλού ο διευθυντής δεν ήθελε άλλον έναν μπελά στο κεφάλι του.
Η Σχολική Βιβλιοθήκη του 1ου Γυμνασίου Λαυρίου είναι ένας θησαυρός. Δε θα τον ανακαλύψει κανένας μαθητής. Φέτος βάψανε την πόρτα. Μια βαμμένη πόρτα που δεν ανοίγει ποτέ.
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014
Χαλάσματα
Σάν ἕνα σπίτι ρημάξει καί γκρεμνιστεῖ καί φυτρώσουν χορτάρια στά θεμέλιά του καί δέν μείνει πέτρα πάνω στήν πέτρα, τό λένε χάλασμα. Τότες οἱ γειτόνοι ρίχνουν τά σκουπίδια τους μέσα σ΄αυτό καί μαζεύουνται καί τά μωρά καί παίζουν. Τά θεμέλια δεν λένε τίποτε ποτές κι οὔτε ρωτοῦν τίποτε τά μωρά πού παίζουν μέ δυνατές φωνές καί τό κάνουν τό χάλασμα νά ζωντανεύει κι αὐτό, ὅπως τά μάγουλά τους πού γίνουνται κατακόκκινα, κνικάτα. [...]
Ἔτσι ἔσβησε τό σπίτι τῆς Ματζουράνενας κι ἔγινε ἀλάνι καί χάλασμα. Μάδησε πέτρα προς πέτρα ὥς τά θεμέλια κι ἔγινε ἴσιωμα καί φύτρωσαν χορτάρια ἀπάνω του, κι ἔγινε τόπος γιά νά πετᾶν τά σκουπίδια οἱ γειτόνοι καί νά παίζουν μέσα τ'ς ἀμάδες τά μωρά μέ τά κόκκινα μάγουλα.
Μόνο τή νύχτα τό χάλασμα τῆς Ματσουράνενας ἦταν βουβό.
Σάν περνοῦσαν τότε ἀπό κεῖ τά μωρά κάναν τό σταυρό τους καί λέγανε "Ἰησούς Χριστός νικᾶ", καί τραγουδούσανε φωναχτά γιά νά πιστέψουν πώς δέν φοβᾶνται.
Η επαρχία έχει γεμίσει χαλάσματα. Σπίτια γκρεμισμένα, σωριασμένες πέτρες εδώ κι εκεί θυμίζουν πως κάποτε μέσα τους έζησε μια οικογένεια. Μπορεί να τύχει, ανάμεσα σε κλαδιά, σκουπίδια και περιττώματα, να βρεις μέσα μια παλιά εφημερίδα, ένα σεντούκι, ένα κλειδί, ένα φυτίλι, μια εικόνα. Καλύβια για τα ζώα έχουνε γίνει σωροί από πέτρες, ξυλόφουρνοι χάσκουν μ' ανοιχτό το στόμα κι ένα ξύλινο πορτάκι πεσμένο στο χώμα.
Και δεν υπάρχουν πια μωρά να τα τρομάξει το γκρεμίδι, να τραγουδήσουν δυνατά περνώντας απ' έξω μια σκοτεινή νύχτα. Κανείς δε σταυροκοπιέται έξω απ' τα χαλάσματα. Περαστικοί και τουρίστες τα φωτογραφίζουν.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο:
Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.
Κυριακή 22 Ιουνίου 2014
Πρόσκληση σε "Γκάρντεν πάρτι"
Κάθρην Μάσνφηλντ: Γεννημένη στο Ουέλλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Κατάφερε στη διάρκεια της σύντομης ζωής της (1888-1923) να γράψει διηγήματα που η αρτιότητα, η ευστοχία και η ομορφιά τους θα συγκρίνονταν με εκείνων του Τσέχοφ.
Το σημείωμα βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του "Γκάρντεν πάρτι", συλλογής διηγημάτων της Μάνσφηλντ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη. Και δεν ξέρεις αν ο κόσμος της πράγματι θυμίζει εκείνον του Τσέχοφ...Εδώ δεν υπάρχουν ξεπεσμένοι Ρώσοι ευγενείς, ούτε αστοί, ούτε μουζίκοι της ρωσικής επαρχίας.
Λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην αποικία της Νέας Ζηλανδίας, σ' έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους αδιέξοδα, με παρωχημένους κανόνες ηθικής, με πρότυπα συμπεριφοράς που πασχίζουν να ξεπεράσουν. Το βικτωριανό κατεστημένο μοιάζει παράλογο και ασύμβατο με τη νέα εποχή που αναδύεται. Εγκλωβισμένοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντα, θέλουν διακαώς να ξεφύγουν, και απ' αυτή την άποψη, ναι, εδώ υπάρχει ένα στοιχείο τσεχοφικό. Τα ρετάλια του παρελθόντος είναι πολλά. Νεαρές κοπέλες περιμένουν τον άντρα που θα τις γλιτώσει από την πλήξη. Αλαζονεία, περιφρόνηση και εμπαιγμός, στοιχεία απαραίτητα για να επιτευχθεί η έλξη προς το άλλο φύλο... Μια μητέρα αποστρέφεται τα παιδιά της και ζει με φαντασιώσεις, ένας νεαρός άντρας τσαλαπατά την αξιοπρέπειά του μπροστά στη γυναίκα που αγαπά και δεν εισπράττει παρά ένα κοροϊδευτικό γέλιο.
Ένα όμορφο γκάρντεν πάρτι, κορίτσια με λευκά φουστάνια και ψάθινα καπελάκια, κηπουροί φορτωμένοι με δίσκους γεμάτους κρίνα, δροσερές λεμονάδες, σάντουιτς, μια μεγάλη τέντα, και η ορχήστρα να κάνει πρόβες, τη στιγμή που, λίγα μέτρα παρακάτω, στα λασπωμένα καλυβάκια της εργατικής συνοικίας, "στους τιποτένιους κήπους που δεν έβλεπες παρά κοτσάνια από λάχανο, κάτι αρρωστιάρικες κότες και κονσερβοκούτια ντομάτας", ένας άντρας σκοτώνεται όταν τον πετάει κάτω το άλογό του, τρομαγμένο από τον ήχο της ατμομηχανής. Η ομορφιά βρίσκεται μακριά από πάρτι, καλάθια και δαντελωτά φουστάνια, και η φιλανθρωπία, όταν δε συνοδεύεται από το απαραίτητο αίσθημα αλληλεγγύης, γίνεται προσβλητική.
Πολύ νωρίς το πρωί. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη, και το Κρέσεντ Μπέυ κρύβεται κάτω από μια γαλακτερή ομίχλη. Θαμπωμένοι στο βάθος οι πλατύστερνοι θαμνώδεις λόφοι -αδύνατον να διακρίνεις πού σταματούν αυτοί και πού αρχίζουν τα λιβάδια και τα σπίτια· ο αμμουδερός δρόμος έχει χαθεί, μαζί του σβησμένα κι εκείνα στην πίσω μεριά του. Σβησμένες και οι λευκές θίνες με τις τούφες το κοκκινωπό χορτάρι τους. Τίποτα δε σου δείχνει το όριο μεταξύ ακρογιαλιάς και θάλασσας. Η υγρασία εχει μουσκέψει τα πάντα. Το χορτάρι κυανίζει. Δροστοσταλίδες κρέμονται βαριές πάνω στα φρυγμένα ματόκλαδα και με το ζόρι κρατιούνται να μην γκρεμιστούν.
Στον αντίποδα η φύση, στην οποία αντανακλώνται ψυχικές καταστάσεις. Άλλοτε όμορφη και άλλοτε ζοφερή. Μια νερουλή ακουαρέλα με γραμμές αχνές, θαμπές, όπως και τα νήματα που συγκρατούν τη δομή και την πλοκή των διηγημάτων.
Τα διλήμματα των ηρώων, οι κρυφές επιθυμίες τους, η μοναξιά τους, η απόγνωσή τους ή η περιφρόνηση που υφίστανται από τους άλλους είναι εναρμονισμένα πάντοτε με τον περιβάλλοντα χώρο, ανοιχτό ή κλειστό, και προκύπτουν περισσότερο από τα λόγια ή τις πράξεις τους, χωρίς καμία μορφή μελοδραματισμού. Αυτά που αποσιωπώνται ή που υπονοούνται είναι σαφώς περισσότερα απ' όσα ρητά δηλώνονται, και το τέλος -συνήθως απρόσμενο, αιφνιδιαστικό- μοιάζει ένα εκκρεμές που ο αναγνώστης αναλαμβάνει να σταματήσει την ταλάντωσή του.
Κάθρην Μάνσφιλντ, Το γκάρντεν πάρτι (μτφρ. Μαρία Λαινά), Σμίλη, Αθήνα 2006
Τα έργα που συνοδεύουν την ανάρτηση είναι της Berthe Morisot το πρώτο και του Claude Monet τα δύο επόμενα.
Λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην αποικία της Νέας Ζηλανδίας, σ' έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους αδιέξοδα, με παρωχημένους κανόνες ηθικής, με πρότυπα συμπεριφοράς που πασχίζουν να ξεπεράσουν. Το βικτωριανό κατεστημένο μοιάζει παράλογο και ασύμβατο με τη νέα εποχή που αναδύεται. Εγκλωβισμένοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν πάντα, θέλουν διακαώς να ξεφύγουν, και απ' αυτή την άποψη, ναι, εδώ υπάρχει ένα στοιχείο τσεχοφικό. Τα ρετάλια του παρελθόντος είναι πολλά. Νεαρές κοπέλες περιμένουν τον άντρα που θα τις γλιτώσει από την πλήξη. Αλαζονεία, περιφρόνηση και εμπαιγμός, στοιχεία απαραίτητα για να επιτευχθεί η έλξη προς το άλλο φύλο... Μια μητέρα αποστρέφεται τα παιδιά της και ζει με φαντασιώσεις, ένας νεαρός άντρας τσαλαπατά την αξιοπρέπειά του μπροστά στη γυναίκα που αγαπά και δεν εισπράττει παρά ένα κοροϊδευτικό γέλιο.
Ένα όμορφο γκάρντεν πάρτι, κορίτσια με λευκά φουστάνια και ψάθινα καπελάκια, κηπουροί φορτωμένοι με δίσκους γεμάτους κρίνα, δροσερές λεμονάδες, σάντουιτς, μια μεγάλη τέντα, και η ορχήστρα να κάνει πρόβες, τη στιγμή που, λίγα μέτρα παρακάτω, στα λασπωμένα καλυβάκια της εργατικής συνοικίας, "στους τιποτένιους κήπους που δεν έβλεπες παρά κοτσάνια από λάχανο, κάτι αρρωστιάρικες κότες και κονσερβοκούτια ντομάτας", ένας άντρας σκοτώνεται όταν τον πετάει κάτω το άλογό του, τρομαγμένο από τον ήχο της ατμομηχανής. Η ομορφιά βρίσκεται μακριά από πάρτι, καλάθια και δαντελωτά φουστάνια, και η φιλανθρωπία, όταν δε συνοδεύεται από το απαραίτητο αίσθημα αλληλεγγύης, γίνεται προσβλητική.
Πολύ νωρίς το πρωί. Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη, και το Κρέσεντ Μπέυ κρύβεται κάτω από μια γαλακτερή ομίχλη. Θαμπωμένοι στο βάθος οι πλατύστερνοι θαμνώδεις λόφοι -αδύνατον να διακρίνεις πού σταματούν αυτοί και πού αρχίζουν τα λιβάδια και τα σπίτια· ο αμμουδερός δρόμος έχει χαθεί, μαζί του σβησμένα κι εκείνα στην πίσω μεριά του. Σβησμένες και οι λευκές θίνες με τις τούφες το κοκκινωπό χορτάρι τους. Τίποτα δε σου δείχνει το όριο μεταξύ ακρογιαλιάς και θάλασσας. Η υγρασία εχει μουσκέψει τα πάντα. Το χορτάρι κυανίζει. Δροστοσταλίδες κρέμονται βαριές πάνω στα φρυγμένα ματόκλαδα και με το ζόρι κρατιούνται να μην γκρεμιστούν.
Τα διλήμματα των ηρώων, οι κρυφές επιθυμίες τους, η μοναξιά τους, η απόγνωσή τους ή η περιφρόνηση που υφίστανται από τους άλλους είναι εναρμονισμένα πάντοτε με τον περιβάλλοντα χώρο, ανοιχτό ή κλειστό, και προκύπτουν περισσότερο από τα λόγια ή τις πράξεις τους, χωρίς καμία μορφή μελοδραματισμού. Αυτά που αποσιωπώνται ή που υπονοούνται είναι σαφώς περισσότερα απ' όσα ρητά δηλώνονται, και το τέλος -συνήθως απρόσμενο, αιφνιδιαστικό- μοιάζει ένα εκκρεμές που ο αναγνώστης αναλαμβάνει να σταματήσει την ταλάντωσή του.
Κι όμως, είχε έρθει η ώρα να κλάψει. Πρέπει να κλάψει. Δεν μπορεί άλλο πια να το αναβάλλει·
δεν μπορούσε άλλο πια να περιμένει... Πού να πάει;
"Πέρασε σκληρή ζωή η κυρία Πάρκερ". Ναι, στ' αλήθεια σκληρή. Το πιγούνι της άρχισε να τρέμει·
δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Πού όμως; Πού;
Σπίτι της δεν μπορούσε να πάει·
ήταν η Έθελ. Θα τρόμαζε πολύ η Έθελ. Δεν μπορούσε να κάτσει σ' ένα παγκάκι, κάπου·
θα μαζευόταν ο κόσμος και θ' άρχιζαν οι ερωτήσεις. Ούτε και να επιστρέψει στο διαμέρισμα του λογίου κυρίου ήταν δυνατόν·
δεν είχε δικαίωμα να κλαίει σε ξένα σπίτια. Αν καθόταν σε τίποτα σκαλιά, θα 'ρχόταν να της μιλήσει κάνας πολισμάνος.
Αχ, δεν υπήρχε κάπου που να μπορεί να κρυφτεί και να 'ναι μόνη της, και να μείνει όσο της αρέσει, χωρίς να ενοχλεί κανέναν και κανείς να μην ανησυχεί γι' αυτήν; Δεν υπήρχε μέρος στον κόσμο όπου να μπορεί να κλάψει με την ψυχή της - επιτέλους;
Η γρια κυρία Πάρκερ στάθηκε και κοίταξε κάτω. Ο παγερός αέρας φούσκωνε την ποδιά της σαν μπαλόνι. Και τώρα άρχισε να βρέχει. Δεν υπήρχε μέρος. Πουθενά.
Κάθρην Μάνσφιλντ, Το γκάρντεν πάρτι (μτφρ. Μαρία Λαινά), Σμίλη, Αθήνα 2006
Τα έργα που συνοδεύουν την ανάρτηση είναι της Berthe Morisot το πρώτο και του Claude Monet τα δύο επόμενα.
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)