Η κυρα-Μάρω. Εδώ κοντεύει ενενήντα χρονώ. Είχε ένα γιο οργανοπαίκτη. Έπαιζε λαούτο στα πανηγύρια. Ο άντρας της την άφησε έγκυο κι έφυγε μετανάστης στην Αμερική. Γύρισε εβδομήντα χρονώ.
"Αμ ετώρα που δε σου κάνει κούκου" του λέει "τι να σε κάμω;"
Έζησε ως τα ενενήντα έξι της και δεν το ΄χε χάσει ακόμη. Κάθε πρωί, προτού πάει στο χωράφι, γέμιζε ένα πιάτο με κρασί κι έκοβε μέσα ένα κρεμμύδι. Γι' αυτό, λένε, έζησε τόσα χρόνια.
Έλεγε και παλιοκουβέντες. Πήγαιναν οι γειτόνοι και την κάνανε χάζι. Αμα χόντραινε τ' αστείο, κάτι γειτόνισσες κάναν τις προσβεβλημένες. "Ωχ, μωρ' Μάρω, πώς τα λες αυτά;" της είπε μια μέρα η θεια-Τασιά, κι η κυρα-Μάρω την έβαλε στη θέση της: "Κι εσύ, μωρή, λίγα ξέρει ο κώλος σου; Γείρε πέρα στα καφέ σαντάν".
Όταν ένας νεαρός γείτονας παντρεύτηκε, είπαν στην κυρα-Μάρω πως οι νεόνυμφοι πήγαν για μήνα του μέλιτος στην κοντινή πόλη. Η κυρα-Μάρω απόρησε: "Και δεν την ανασκέλωνε εδώ από κάτου;"
Άλλες φορές, εκεί που καλαμπούριζε, σηκωνότανε και κατουρούσε όρθια στην αυλή της.
"Νεράκι είναι, παιδάκι μου, νεράκι" έλεγε.
Λίγο πριν πεθάνει, της πήγανε να δει το δισέγγονό της. Δεν έβλεπε καλά, έπιασε το χεράκι του μωρού και ρώτησε "πουτσίτσα είναι;"
Τυχερή ήταν και τη γηροκόμησε η νύφη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου