Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Ουτοπίες



Στο θεατρικό έργο της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια "Αγαπητή Ελένα" -γραμμένο στη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές της δεκαετίας του '80- τέσσερις νέοι οραματίζονται μια διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζουν.
 
Eμείς σε τι κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε; Σε μια κοινωνία που μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα, αλλά τίποτα παραπάνω από αυτά, ή σε μια άλλη, όπου μπορούμε να αποκτήσουμε του κόσμου τα καλά, αλλά το πιθανότερο είναι να μην τα δούμε ούτε ζωγραφιστά; Ο Αριστοτέλης οραματιζόμενος τη δική του τέλεια πολιτεία είπε ότι ένα είναι το κύριο συστατικό της: το "ευ ζην" των μελών της. Σε τι συνίσταται άραγε αυτό το ευ; Ιδανική πολιτεία ονειρεύτηκε και ο Πλάτωνας, και ο Τομάζο Καμπανέλλα και ο Τόμας Μορ και πολλοί άλλοι. Στην "Πολιτεία του Ήλιου" του Καμπανέλλα, ο Γενοβέζος ονειρεύεται έναν τόπο όπου οι άνθρωποι θα ζουν "με τρόπο φιλοσοφικό, από κοινού". Και ο έρωτας θα είναι κοινός. Η ιδιοκτησία, ακόμη και στον έρωτα, κάνει τον άνθρωπο άρπαγα.

Άλλοι φιλόσοφοι ή λογοτέχνες είχαν πιο ανήσυχο ύπνο. Το όνειρο έγινε εφιάλτης και στο έργο τους ζωγράφισαν κοινωνίες τρομακτικές και όχι εξιδανικευμένες.

Οι προλετάριοι παρατημένοι στους εαυτούς τους θα συνεχίσουν να δουλεύουν, να γεννούν και να πεθαίνουν, όχι μόνο χωρίς να νιώθουν καμιά διάθεση να επαναστατήσουν, αλλά και χωρίς να έχουν την ικανότητα να καταλάβουν πως ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός απ' ό,τι είναι. Θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι, μόνο αν η εξέλιξη της βιομηχανικής τεχνικής απαιτούσε να τους δοθεί μια καλύτερη μόρφωση. [...] Μπορεί να τους δοθεί ελευθερία σκέψης, γιατί δεν έχουν σκέψη  γράφει ο Τζωρτζ Όργουελ στο "1984".

Στο γαπητή Ελένα" οι τελειόφοιτοι μαθητές επισκέπτονται την καθηγήτριά τους την ημέρα των γενεθλίων της. Έχοντας ως πρόφαση ένα πάρτι-έκπληξη, την κρατούν σε ομηρία με σκοπό να τους δώσει το κλειδί του γραφείου όπου φυλάσσονται τα γραπτά τους, να αλλάξουν τους βαθμούς τους και να εξασφαλίσουν έτσι μια θέση στο πανεπιστήμιο. Η Ελένα, γεροντοκόρη καθηγήτρια, φορέας αξιών μιας εποχής που οι μαθητές της θεωρούν παρωχημένη, αρνείται να ενδώσει στις πιέσεις τους και παραμένει πιστή στα ιδανικά της. Η κριτική τη θεώρησε σύμβολο της  γραφειοκρατίας ενός απαρχαιωμένου συστήματος, κολλημένο υποστηρικτή ενός κόσμου που καταρρέει. Αν το σκεφτεί κανείς, είναι το μόνο πρόσωπο του έργου που χαρακτηρίζεται από ηθική ακεραιότητα.

Οι νέοι μαθητές αναζητούν την ταυτότητά τους μακριά από το σύστημα με τους κανόνες του οποίου γαλουχήθηκαν. Αποστρέφονται το σοβιετικό καθεστώς, μαθαίνουν αγγλικά, διαβάζουν Ναμπόκοφ.  Άλλοτε μοιάζουν φιλόδοξοι φερέλπιδες  και άλλοτε "εξαχρειωμένα μαθητούδια".

Λιάλια: Αχ, πόσο θα ήθελα να ΄χω δικό μου διαμέρισμα! Το πιστεύετε; Ακόμα ζω με τη μάνα μου στην κοινωνική εστία. Τέσσερις οικογένειες στο ίδιο διαμέρισμα. Να μένεις με τη μάνα σου στο ίδιο δωμάτιο δεν είναι κι ό,τι καλύτερο, έτσι δεν είναι; 
Ελένα: Ναι, αυτό το καταλαβαίνω!
Λιάλια: Εγώ είμαι πια ώριμος άνθρωπος... και αυτή μου φέρεται σα να είμαι ακόμα κοριτσάκι!
Ελένα: Ναι!
Λιάλια: Να φανταστείτε, έχω διαβάσει τον Ναμπόκοφ στα αγγλικά,   -το πρωτότυπο, και αυτή ακόμη μου εξηγεί πώς πρέπει να ζω!
Ελένα: Τι ακριβώς έχετε διαβάσει; 
Λιάλια: Τη Λολίτα! Έχετε διαβάσει τη Λολίτα; 
Ελένα: Όχι, δεν την έχω διαβάσει, αλλά την έχω ακούσει. Πολλά... Και τι; Σας φάνηκε ενδιαφέρον; 
Λιάλια: Τι να σας πω; Παντως εδώ ούτε καν θα το εκδίδανε.
Ελένα: Τώρα εκδίδουν διάφορα αλλά, από την άλλη, αν δεν το εκδίδουνε... καλά κάνουνε. Εγώ αυτό το συγκεκριμένο έργο δε θα το εξέδιδα. Ποτέ! Τώρα, όσον αφορά το διαμέρισμα, ξέρετε, κι εγώ ονειρεύομαι δικό μου διαμέρισμα. Αλλά όλη τη ζωή μου μένω με τη μητέρα μου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά πρέπει να έχεις υπομονή...

Αν σ' αυτή την περίπτωση οι νεαροί μαθητές ενσαρκώνουν τους οραματιστές  και η Ελένα έναν κόσμο τελματωμένο, τότε τι είδους κοινωνία οραματίζονται αυτοί οι τέσσερις; Μια κοινωνία αναξιοκρατική, όπου αλλάζοντας κανείς το αποτέλεσμα του απολυτηρίου του, εκβιάζοντας έναν κατώτερό του, ζητώντας τη διαμεσολάβηση των ανωτέρων του -εάν έχει τα μέσα- δωροδοκώντας ή χρηματιζόμενος, πάντως σίγουρα πατώντας επί πτωμάτων, πετυχαίνει; Ο μόνος από τους τέσσερις νέους που θα βγει από την όλη ιστορία αλώβητος είναι αυτός που δε θα αντισταθεί στον εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης του, που δε θα διστάσει να βιάσει τους καλύτερούς του φίλους.

Ελένα: Σας βαρέθηκα τόσο πολύ! Πραγματικά πιστεύετε πως θα με στήσετε στον τοίχο; Μικρά τιποτένια πλασματάκια, που φαντάστηκαν πως είναι άνθρωποι. Που πουλάνε και αγοράζουν ο ένας τον άλλον για το δικό τους συμφέρον. Ικανοί να συνθλίψουν, να αφανίσουν τον οποιονδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους. [...] Με τι έχετε σκοπό να με καταπλήξετε; Πραγματικά πιστεύετε πως έχω δει λιγότερη από σας κακία, υποκρισία, ψέματα; Τι βλέπουν τα μάτια σας εκτός από φανταχτερά αμάξια, χρυσά κοσμήματα και πανάκριβα ρούχα, που σας ζαλίζουν; Ανακατεύομαι και μόνο που το σκέφτομαι. Μοντέρνοι! Εκσυγχρονιστές! Μάθατε κιόλας να δικαιολογείτε την ανηθικότητά σας ρίχνοτας το φταίξιμο στην κοινωνία. Έχω δει πολλά καθάρματα στη ζωή μου. Δεν είστε καθάρματα! Είστε μικροαστοί από βαρεμάρα, από σαχλαμάρα, από την κορυφή ως τα νύχια. Κι ο Θεός σας είναι τα λεφτά.
 
Η Ελένα ζει στο ίδιο διαμέρισμα με τη μάνα της. Το σκηνικό λιτό. Ένα τραπεζάκι, λίγα λουλούδια στο βάζο, ένας παλιομοδίτικος καναπές, λίγα βιβλία στη βιβλιοθήκη, ένα λουτρό, μια κουζινούλα. Ένα σκηνικό που στο σύγχρονο θεατή προκαλεί μάλλον αποστροφή. Μα δεν είναι σκέτη αποστροφή, είναι αποστροφή που εναλλάσσεται και με το αντίθετό της. Είναι αποστροφή μαζί και νοσταλγία.  Εδώ η θεατρική σκηνή δε λειτουργεί ως σύμβαση, αλλά απόλυτα ρεαλιστικά. Αν η Ελένα ήταν πραγματικό πρόσωπο, το πιθανότερο θα ήταν το διαμέρισμα που θα μοιραζόταν με την μητέρα της να μην ξεπερνούσε σε τετραγωνικά μέτρα το σκηνικό του θεάτρου.

Τα παράθυρα καλύπτει μια ταπετσαρία, που απεικονίζει πιστά τη θέα από όλα τα διαμερίσματα της εποχής: τεράστιες πολυκατοικίες -τερατόμορφα δείγματα της αρχιτεκτονικής του σοσιαλισμού ρεαλισμού που μοιάζουν να μη στέγασαν ανθρώπους, αλλά αριθμούς. 

Τους στέγασαν όμως. Αυτοί που κάποτε στοιβάχτηκαν σε μικροσκοπικά δωμάτια, που μοιράστηκαν κοινά μπάνια και κουζίνες, που ξεχώριζαν τα δωμάτιά τους με νοσοκομειακά παραβάν, στη μετα-σοσιαλιστική εποχή της ανταγωνιστικής καπιταλιστικής Ρωσίας δεν είχαν και πολύ καλύτερη τύχη. Οι περισσότεροι παρέμειναν αριθμοί που αύξησαν το ποσοστό των αστέγων και ανέργων της Μόσχας.

Σήμερα ζούμε σε κοινωνίες όπου μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Να τα βρει, αλλά όχι να τα αγοράσει. Μπορεί όμως να δανειστεί για να αγοράσει τα πάντα. Να δανειστεί, αλλά όχι να αποπληρώσει τα χρέη του.

Σύνορα δεν υπάρχουν, αλλά άνθρωποι θαλασσοπνίγονται στην προσπάθειά τους να τα δρασκελίσουν. Και παραμένουμε αριθμοί. Αριθμοί που εμπλουτίζουν τους τίτλους στα δελτία ειδήσεων. 

***


Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία: 

Τζωρτζ Όργουελ, 1984, Κάκτος, Αθήνα 1992.

Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, Αγαπητή Ελένα, Εκδόσεις Σοκόλη - Ομάδα Νάμα (Επί Κολωνώ), Αθήνα 2014.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Μου σερβίρετε μια Κοκκινοσκουφίτσα, παρακαλώ;


Μια Kοκκινοσκουφίτσα, μα ποια Κοκκκινοσκουφίτσα; 

Μια "γκορική" Κοκκινοσκουφίτσα;

Μικροσκοπική κι ανέκφραστη. Μοιράζεται την ίδια ακριβώς φατσούλα με τη γιαγιά της. Δεν ξεχωρίζουν πρόσωπα, δεν ξεχωρίζουν συναισθήματα. Δεν αγωνιά, δεν τρομάζει, δε φοβάται το λύκο. Είναι το ίδιο χάρτινο μουτράκι που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα σχέδια του Γκόρι...


Μια Πορτογαλέζα Κοκκινοσκουφίτσα;

Σαν κι εκείνη του João Vaz de Carvalho, φαλακρή και γουρλομάτα, με δυο τελίτσες για κόρες κι ένα αστείο σκουφί που θυμίζει κάλτσα. Βρίσκει καταφύγιο στο στόμα του λύκου, λες και κρύβεται από τη γιαγιά της και όχι από κείνον. Το σκουφί της έχει γίνει ένα με το λαρύγγι του...


Μια φαγωμένη Κοκκινοσκουφίτσα; 

Χωνεμένη αμάσητη στο στομάχι του σαρκοβόρου ζώου, όπως ο μαστρο-Τσεπέτο, που επιβίωσε μια χαρά στο στομάχι της φάλαινας. Είχε και το γραφείο του, και το φωτιστικό του. Διάβαζε και μαστόρευε στη νερουλή κοιλιά της...


Μια μινιμαλιστική Κοκκινοσκουφίτσα; 

Να μη φαίνεται κανένα χαρακτηριστικό της, παρά μόνο η κόκκινη κάπα της. Μια πορφυρή πινελίτσα, μια σπίθα σ' ένα λιγνό, επικίνδυνο, ασπρόμαυρο δάσος...


Μια Κοκκινοσκουφίτσα για χαρτοκοπτική; 

Να την κόψεις, να τη ράψεις, να τη σώσεις με το ψαλίδι σου από την κοιλιά του λύκου, να της προσαρμόσεις ρουχαλάκια, παπουτσάκια και καπέλο. Να την κάνεις τιρμπουσόν και να ανοίξεις με το σώμα της το κεφάλι του λύκου, που θυμίζει μπουκάλι κρασιού...



Μια ποπ-απ Κοκκινοσκουφίτσα; 

Να ξεπετάγεται από το βιβλίο μαζί με τη γιαγιά, την κάπα, το καλάθι, το λύκο, το κρεβατάκι και το δάσος...


Μια χωριατοπούλα Κοκκινοσκουφίτσα; 

Με λίγα λουλουδάκια στα χέρια και αγροτικό φουστανάκι, έτοιμη να ξεχυθεί στους αγρούς...

 
Ή μια θηλυκή κοκκινοσκουφίτσα εποχής;

Με σαρκώδη χειλάκια και παραξενεμένο βλέμμα...


Εκατοντάδες, χιλιάδες Κοκκινοσκουφίτσες. Εμπνεύσεις εικονογράφων από κάθε γωνιά του κόσμου. Όπου υπάρχουν δάση και λύκοι. Όλες τις τρώει ο λύκος. Για να μάθουν να μη χαζολογάνε σε μέρη επικίνδυνα...

Και να μην πιστεύουν ότι ένα ζώο με χοντρή φωνή, τριχωτά χέρια και σουβλερά δόντια είναι η γιαγιάκα τους... 

Και όλες σώζονται. Όλοι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία...

Την επόμενη φορά όμως, να είναι πιο προσεκτικές.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Στο Σπίτι της Γραφής


"Πόσο σημαντικό είναι το γράψιμο για σας, νεαρέ μου κύριε;" Ένας πιο ανάλαφρος, σχεδόν ειρωνικός τόνος χρωμάτιζε τώρα τη φωνή του συνομιλητή μου. "Πολύ σημαντικό, κύριε..., είναι όλη μου η ζωή". Την ώρα που το ξεστόμιζα, συνειδητοποιούσα ότι αυτή ήταν η αλήθεια: η απόπειρα να γράψω ήταν η απόπειρα να ζήσω ξανά.

Στο έργο του Γιώργου Μητά "Το Σπίτι", ο Νίκος Βελισάρης, μανιώδης αναγνώστης, εκκολαπτόμενος συγγραφέας και λάτρης της τζαζ, κερδίζει μια υποτροφία για μια τρίμηνη παραμονή στο "Σπίτι της Γραφής". Εκεί θα τον υποδεχτεί o ιδιοκτήτης του Σπιτιού Δημήτριος Κάλφογλου, μαζί με τον πιστό υπηρέτη του, τον Συμεών, έναν ιδιόμορφο μπάτλερ, και θα του προσφέρουν ένα περιβάλλον που θα τον βοηθήσει να... δημιουργήσει. Η παραμονή του σε πρώτη φάση θα διαρκέσει έξι μέρες. Δε θα έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, την τηλεόραση, το κινητό του τηλέφωνο. Θα του ζητηθεί να εργαστεί με τους ρυθμούς του "χθεσινού κόσμου". Η διαμονή του στο Σπίτι θα πρέπει να μείνει μυστική, ακόμη και από τα πιο οικεία του πρόσωπα. Μετά το πέρας των έξι ημερών, και αφού θα έχει ολοκληρώσει το έργο του, θα υποστεί μια δοκιμασία. Στο τέλος της θα κριθεί εάν είναι ο εκλεκτός συγγραφέας που θα παραμείνει στο Σπίτι για τους επόμενους τρεις μήνες.

Ο Βελισάρης φτάνει Δευτέρα στο αρχοντικό της Ύδρας και ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σκηνικό: ένας πανύψηλος, λιγνός, αποστεωμένος μακρυμάλλης μπάτλερ που φοράει ναυτική βράκα και χοντροπάπουτσα, "ιδιότυπα ταπεινός, αλλά και αδιόρατα υπεροπτικός", ένας ανάπηρος γέρος οικοδεσπότης με εντυπωσιακά ανέκφραστο πρόσωπο, πίσω από το οποίο διακρίνεται μια υποδόρια λαγνεία, και ένας γάτος ονόματι Μέλκορ, που θυμίζει τον γάτο Μπεεμόθ, το τσιράκι του Διαβόλου από το σουρρεαλιστικό μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ "Μαιτρ και Μαργαρίτα".

Στο Σπίτι η ατμόσφαιρα μοιάζει ειδυλλιακή. Σπάνια χειρόγραφα, μια βιβλιοθήκη αμύθητης αξίας, εκατοντάδες δίσκοι κλασικής και τζαζ μουσικής. 

Αν υπήρχε ένας παράδεισος για βιβλιόφιλους, αυτός βρισκόταν στην Ύδρα, ψηλά πάνω από το λιμάνι, κάτω από τη στέγη ενός ανεμόδαρτου αρχοντικού. 

Ο νεαρός φιλοξενούμενος  χαίρεται τις εικόνες, τις μυρωδιές και τους ήχους της φύσης, τη σκοτεινιά που προκαλούν τα σύννεφα, τον τρόμο που γεννά η καταιγίδα. Το μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς, αφήνει το αρχοντικό να τον εμπνεύσει και πέφτει με τα μούτρα στη συγγραφή.

Χτυπούσα βιαστικά τα πλήκτρα, αψηφώντας τα λάθη, προχωρώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα: πρώτα οι φράσεις που γεννήθηκαν αυθόρμητα και καθόριζαν το ύφος της αφήγησης. Έπειτα οι σκηνές, όπως αυτή του τέλους, που γύρω τους θα πλεκόταν η ιστορία. Και, τέλος, το περίγραμμα, ο σκελετός, με όλα τα κενά του και τις ελλείψεις, που άφηνε όμως ένα πρώτο αδρό αποτύπωμα του διηγήματος στην οθόνη του υπολογιστή.


Σταδιακά όμως το Σπίτι της Γραφής μετατρέπεται σε Ζοφερό Οίκο και πνίγει το νεαρό συγγραφέα. Η κάμαρά του συρρικνώνεται, οι σκιές μεγαλώνουν, αισθάνεται διαρκώς ότι παρακολουθείται, ενώ το σπινθηροβόλο βλέμμα του σατανικού γάτου δεν τον αφήνει να ησυχάσει.

Η ερεβώδης ατμόσφαιρα θυμίζει τις ιστορίες του Πόε, η ταλάντευση ανάμεσα στη αίσθηση και την παραίσθηση, την παρουσία και την απουσία, θυμίζει το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέημς, ενώ το βλέμμα του Κάλφογλου παραμονεύει κρυμμένο πίσω από τη χαραμάδα της πόρτας. 

Και δεν ξέρει κανείς αν κρατά στα χέρια του μια σπουδή-παρωδία πάνω στη φιλοδοξία των νέων συγραφέων, ένα αυτοαναφορικό λογοτέχνημα που επιχειρεί να ψηλαφήσει το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ένα καλογραμμένο θρίλερ. Δεν έχει σημασία... Τα λόγια του Χένρυ Τζέημς, πολλά χρόνια πριν, αποτελούν ιδανικό σχόλιο γι' αυτή τη νουβέλα του Γιώργου Μητά:


Υπάρχουν σκοτεινά σημεία που πρέπει να φωτιστούν. Αλλά είναι ένα ουσιαστικό σκοτεινό σημείο που ανήκει στο έργο καθαυτό. Κι αυτό, χωρίς να καταργείται, πρέπει να το γευτεί ο αναγνώστης με την ανησυχητική γοητεία του. Δεν φωτίζουμε το κιάρο-σκούρο, που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυσή του, πρέπει να αρκεστούμε στην απόλαυση που προσφέρει.

Το σημαντικό είναι να παρουσιάσει κανείς το θαυμαστό και το παράξενο περιοριζόμενος σχεδόν αποκλειστικά στο να δείξει την αντανάκλασή τους πάνω σε μιαν ευαισθησία, αναγνωρίζοντας ότι το κυριότερο στοιχείο συνίσταται σε κάποια δυνατή εντύπωση που προκαλούν και η οποία γίνεται έντονα αισθητή [1].

[1] Πρόλογος στα φανταστικά διηγήματα του Χένρυ Τζέημς. Από το Επίμετρο στο Στρίψιμο της Βίδας, Άγρα, Αθήνα 2005

 

Γιώργος Μητάς, Το Σπίτι, Κίχλη, Αθήνα 2014

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Βασίλισσες του χιονιού



Στη Βασίλισσα του Χιονιού, ένα από τα πιο σκληρά παραμύθια του Άντερσεν, ο διάβολος φτιάχνει έναν καθρέφτη που παραμορφώνει την ομορφιά του κόσμου. Συρρικνώνει την ομορφιά και την καλοσύνη και μεγεθύνει την ασχήμια. Όταν ο διάβολος προσπαθεί να κοροϊδέψει το Θεό, ο καθρέφτης θρυμματίζεται.

Ένα από τα κομμάτια του τρυπώνει στην καρδιά του μικρού Κάι και την παγώνει. Γεμάτος μίσος και περιφρόνηση για τον κόσμο και την αγαπημένη του Γκέρντα, ο Κάι εγκαταλείπει το σπίτι του και βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά της Βασίλισσας του Χιονιού, της βασίλισσας του μίσους. 

Η ομορφιά της παγωμένης γυναίκας θυμίζει σταλακτίτη, και μαγεύγει τον Κάι. Ορθώνεται μπροστά του, πανέμορφη και παγωμένη...


Φοράει την άσπρη γούνα της και αγκαλιάζει σαν  χιονοστιβάδα τον μικρό της αιχμάλωτο...



 Ο Κάι αποκοιμιέται στην αγκαλιά του κακού...


Όλο το  ζωικό βασίλειο υποτάσσεται στην παγωμένη βασίλισσα. Λαγοί, αλεπούδες, πολικές αρκούδες και λευκές κουκουβάγιες την υπηρετούν...




Η βασίλισσα κρατά τον Κάι κοντά της και τον κάνει να ξεχάσει την Γκέρντα και κάθε ανάμνηση που είχε από την προηγούμενη ζωή του. Στο πρώτο της φιλί μαγεύεται, στο δεύτερο ξεχνά, στο τρίτο θα πεθάνει...


Η Γκέρντα  αρχίζει την αναζήτηση του αγαπημένου της φίλου...



Τον βρίσκει ακίνητο και παγωμένο...


Όταν αφήνει τον πόνο της να ξεχειλίσει, τα ζεστά της δάκρυα λιώνουν τον πάγο. Ο Κάι θυμάται την προηγούμενη ζωή του και επιστρέφει ...

Η αγάπη νικά. 



Οι εικόνες είναι των: Dugald Stewart Walker, Errol le Cain, Angela Barrett, Jenny Lumelsky, Maria Menshikova, Tomislav Tomic, Ner Tamin, Elena Ringo και Vania Zouravliov. 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Βασανιστήρια: μια εμπειρία αδελφοσύνης


"Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος σκύβει πάνω από αυτή τη μνήμη-καθρέφτη αναζητώντας το πραγματικό του πρόσωπο, καθαρό και αναλλοίωτο, και νά που άλλα, δεκάδες πρόσωπα συνωθούνται στο πεδίο, τραβώντας τον το ένα απ' τη μια, και το άλλο απ' την άλλη, μέχρι που τον κάνουν να αμφιβάλλει για τον εαυτό του".[1]

Με αφορμή μια έκθεση που πραγματοποιείται στο παρισινό ξενοδοχείο "Λυτεσιά", ο Χόρχε Σεμπρούν αποφασίζει να γράψει τις αναμνήσεις του από την Κατοχή, τη συμμετοχή του στην αντίσταση κατά των ναζί και την κράτησή του στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, εστιάζοντας αυτή τη φορά σ' ένα θέμα που δεν είχε αγγίξει σε προηγούμενα έργα του: τα βασανιστήρια. Κάθεται στο μπαρ του ξενοδοχείου και υποβάλλει σε δοκιμασία την ύπαρξή του. "Σε ένα επίπεδο στοχασμού το οποίο ξεπερνά και υπερβαίνει το επίπεδο της απλής απαρίθμησης γεγονότων και δεινών, ποιο ηθικό δίδαγμα μπορεί να εξαχθεί από την εν λόγω εμπειρία;" αναρωτιέται.

Θυμάται τη συζήτηση που είχε κάνει κάποτε με τον Τρανκέδος, ένα μέλος της Αντίστασης, όταν εκείνος τον ρώτησε αν γνωρίζει τι τον περιμένει σε περίπτωση που πέσει στα χέρια της Γκεστάπο. Και φυσικά ήξερε. Κλομπ, κρέμασμα με σκοινί περασμένο σε χειροπέδες, στέρηση ύπνου, μπανιέρα, ξερίζωμα νυχιών, ηλεκτροσόκ. Κάποια από αυτά τα έζησε.

Χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, περιγράφει με απόλυτη σαφήνεια την υλική πραγματικότητα του πόνου που προκαλεί το χτύπημα με το κλομπ. Το χειρότερο με τα βασανιστήρια είναι ότι έχουν το χαρακτήρα του απρόοπτου. Κανένα σώμα, ακόμη κι αυτό που έχει βιώσει την πείνα και την εξαθλίωση, δεν μπορεί να προβλέψει τον πόνο των βασανιστηρίων. Κατά τη διάρκειά τους, το σώμα ζητά επίμονα από την ψυχή την παράδοση άνευ όρων. Ταπεινωτική, αλλά ανθρώπινη. 

Αυτό που είναι απάνθρωπο, υπεράνθρωπο, είναι να επιβάλλεις στο σώμα σου μια δίχως τέλος αντοχή στον δίχως τέλος πόνο. Να επιβάλλεις στο σώμα σου, που λαχταρά τη ζωή, τίποτ' άλλο, κι ας είναι απαξιωμένη, κι ας είναι άθλια, κι ας τη διαπερνούν ταπεινωτικές αναμνήσεις, τη λεία και παγερή προοπτική του θανάτου.

Η αντοχή στο βασανιστήριο είναι μια υπέρβαση. Για να έχει νόημα, για να είναι γόνιμη, προϋποθέτει, μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά του μαρτυρίου, κάτι πέρα από το ιδεώδες του Εμείς, μια κοινή ιστορία που πρέπει να συνεχίζεται, να ξαναχτίζεται, να επινοείται αδιάκοπα.

Ο αφηγητής συνειδητοποιεί πως τελικά η επιβίωση ενός μέλους της Αντίστασης δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από το ίδιο, αλλά από τους άλλους και τη σιωπή τους. Οι σύντροφοι με τη σιωπή τους προστατεύουν την ελευθερία του. Κατόρθωσε να κρατηθεί στη ζωή χάρη σε όλες εκείνες τις πολλαπλασιασμένες σιωπές. Με την ίδια λογική, κι εκείνος στις στιγμές του βασανισμού του κρατούσε στα χέρια του τις ζωές αμέτρητων συντρόφων, τα ονόματα των οποίων αρνήθηκε να ξεστομίσει.

Η εμπειρία των βασανιστηρίων δεν είναι μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, εμπειρία του πόνου, της αβάσταχτης μοναξιάς του πόνου. Είναι επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία αδελφοσύνης. Σιωπή από την οποία γαντζώνεσαι, κρεμιέσαι σφίγγοντας τα δόντια, προσπαθώντας να δραπετεύσεις μέσω της φαντασίας ή της μνήμης από το ίδιο σου το σώμα, το άθλιο σώμα σου, αυτή η σιωπή είναι πλούσια με όλες τις φωνές, όλες τις ζωές που προστατεύει, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν. 

Διαφωνώντας με τον Ζαν Αμερύ, που υποστηρίζει ότι μετά τα βασανιστήρια ο άνθρωπος χάνει την εμπιστοσύνη του στον κόσμο, ο Χόρχε Σεμπρούν τονίζει ότι ακριβώς μια τέτοια εμπειρία πολλαπλασιάζει τους λόγους που κάνουν τον άνθρωπο να αισθάνεται τον κόσμο οικείο. 

Οι "Ασκήσεις επιβίωσης" είναι μια κατάθεση ψυχής που παλεύει με την αμνησία και την αμνηστία, μια πραγματεία πάνω στο σώμα, το πνεύμα, την περατότητά τους, τη παντοδυναμία και την αδυναμία τους. Χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς, με αναστοχαστική διάθεση που κινείται συνειρμικά σε πολλά χρονικά επίπεδα, ο Σεμπρούν γράφει τον επίλογό του. 

Οι ασκήσεις τελειώνουν με τη μελωδική φωνή του Charles Trenet να τραγουδά το Ménilmontant, και τους κρατούμενους του Μπούχενβαλντ, σκελετωμένους, κουρελήδες, με τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους, να οπλίζονται με μπαζούκας, χειροβομβίδες και πολυβόλα εκείνη τη μέρα του Απρίλη του 1945 που θα κέρδιζαν ξανά τη ζωή.

 

[1] Από την εισαγωγή του Ρεζίς Ντεμπραί

Χορχέ Σεμπρούν, Ασκήσεις επιβίωσης (μτφρ. Έφη Κορομηλά), Πόλις, Αθήνα 2014

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

"Παραλήπτης άγνωστος"



«...Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση όπου μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάποια αλήθεια, και η διάσταση αυτή είναι η παρέα ενός φίλου. Εκεί αποβάλλουμε τις μικροαλαζονείες μας και βρίσκουμε θαλπωρή και κατανόηση, εκεί δεν χωράνε μικροεγωισμοί, και το κρασί, τα βιβλία και η κουβέντα δίνουν διαφορετικό νόημα στην ύπαρξή μας. Εκεί έχουμε δημιουργήσει κάτι που δεν το αγγίζει ο δόλος. Είμαστε ασφαλείς...»

Στην Κυψέλη λειτουργεί εδώ και μερικά χρόνια το "Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων", ένας θεατρικός πολυχώρος που ψάχνεται με πολλά είδη θεάτρου. Θέατρο-ντοκιμαντέρ, θέατρο-περφόρμανς, θέατρο-επιστολικό μυθιστόρημα. 

Αυτές τις μέρες παίζεται, μεταξύ άλλων, η παράσταση "Παραλήπτης  άγνωστος", μια θεατρική μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας της Kathrine Kressmann Taylor, που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1938, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για 19 επιστολές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους δύο αδελφικοί φίλοι, ο Μάρτιν Σουλτς, οικογενειάρχης, πατέρας τριών παιδιών, και ο Μαξ Αϊζενστάιν, εργένης. Οι δύο φίλοι διεύθυναν μαζί μια γκαλερί έργων τέχνης στο Σαν Φρανσίσκο, ώσπου ο Μάρτιν αποφάσισε να επιστρέψει στο Μόναχο και οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Μάρτιν φαίνεται πως για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν από το γάμο του, είχε σχέση με την αδερφή του Μαξ, την Γκριζέλ, που αργότερα έγινε ηθοποιός.

Η αλληλογραφία τους ξεκινά το 1932. Ο Χίτλερ βρίσκεται ένα βήμα πριν την εξουσία. Ο Μαξ μαθαίνει για τα ποκγρόμ και εκφράζει την ανησυχία του στον παλιό φίλο:

Ποιος είναι αυτός ο Αδόλφος Χίτλερ που δείχνει να αναρριχάται στην εξουσία στη Γερμανία; Δεν μου αρέσουν όσα διαβάζω γι' αυτόν.

Ο άλλοτε φιλελεύθερος αστός Μάρτιν εξελίσσεται απόλυτα συνειδητά σε φανατικό οπαδό του Χίτλερ, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τον εθνάρχη, τον σωσία, τον πατέρα των Γερμανών. Τον άνθρωπο που έσωσε το έθνος από τον αφανισμό, που θα εκδικηθεί για τα χρόνια της ταπείνωσης.

Όταν πιστεύαμε πως θα πεθάνουμε, εμφανίστηκε ο Χίτλερ. 

Μετατρέπεται σε υμνητή των κατορθωμάτων του νέου ηγέτη, επαναλαμβάνει ενθουσιασμένος "Μια νέα Γερμανία διαμορφώνεται εδώ! Σύντομα θα δείξουμε σε όλο τον κόσμο μεγαλεία υπό την καθοδήγηση του ένδοξου αρχηγού μας!". Bαφτίζει τον μικρότερο γιο του Αδόλφο, παραθέτει επίσημα γεύματα σε βαρώνους και πρόσωπα της εξουσίας.

Ο Εβραίος Μαξ ανησυχεί. Ανησυχεί για το μέλλον, ανησυχεί για τον φίλο του, που του ζητά αυστηρά και επίμονα να διακόψουν την αλληλογραφία τους. Και η ανησυχία του κορυφώνεται μόλις μαθαίνει ότι η Γκριζέλ κινδυνεύει. 

Εκείνη, που ζει πια στη Βιέννη, αναζητά καταφύγιο στο σπίτι του Μάρτιν. Αυτός, χωρίς κανέναν δισταγμό, την παραδίδει στην Ασφάλεια. Ο ήχος των ουρλιαχτών της φτάνει στο σαλόνι του Μάρτιν, που επιμένει να επαναλαμβάνει "δεν μπορούσα να κάνω τίποτα". Ο Μαξ, όμως, για να εκδικηθεί τον άλλοτε φίλο του, βρίσκει κάτι να κάνει. Και αυτό που κάνει είναι να εξακολουθεί να του γράφει. Έτσι, η φιλία του παρελθόντος μετατρέπεται σε αμφίδρομη προδοσία. Γράφει ακατάπαυστα, γράφει παρά τα απεγνωσμένα παρακάλια τού μέχρι πρότινος αγέρωχου φίλου του να σταματήσει. Γράφει, γράφει ευχές, γράφει τα νέα της οικογένειας, γράφει για τους Εβραίους φίλους τους, γράφει χωρίς μέτρο και σταματημό, και στο τελευταίο του γράμμα τελειώνει με τη φράση:  

Αγαπημένε μου Μάρτιν, είθε ο θεός του Ισραήλ να΄ναι μαζί σου. 

18 Μαρτίου 1934. Μάρτιν Σουλτς: Παραλήπτης άγνωστος.  

Η σκηνοθεσία της παράστασης είναι της Νάντιας Φώσκολου, τα βίντεο είναι της Μικαέλας Λιακατά. Πίσω από τους δύο πρωταγωνιστές (Δημήτρης Αγαρτζίδης, Αλμπέρτο Φάις) ο προτζέκτορας προβάλλει δύο λευκές κόλλες χαρτί. Πάνω τους γραμμένα τα στοιχεία του καθενός. Αποστολέας και παραλήπτης. Μπροστά τους δύο παλιές καρέκλες τραπεζαρίας. Στο πάτωμα λωρίδες χαρτιού που μοιάζει να έχει περάσει από μηχανή του κιμά. Λιτό σκηνικό με έντονη σημειολογία. Τα πρόσωπά των ηθοποιών φωτίζονται ενναλάξ. Κάθεται ο ένας, σηκώνεται ο άλλος. Η βλοσυρότητα εναλλάσσεται με το χαμόγελο. Η ειλικρίνεια με την ειρωνεία. Ο λόγος διακόπτεται και μια σύντομη μηχανική "χορογραφία" τον υποκαθιστά. Οι κινήσεις του Μαξ είναι περισσότερες. Προσπαθεί να επικοινωνήσει. Ο Μάρτιν παραμένει ακίνητος. Δηλαδή ανένδοτος. Σηκώνει ψηλά τα χέρια, "δεν μπορεί να κάνει τίποτα", κρατά το ρυθμό με το πόδι, τα γεγονότα τρέχουν. Στο τέλος του έργου το μελάνι γεμίζει το χαρτί και μοιάζει με αίμα που γεμίζει τους τοίχους.

Για άλλη μια φορά ο θεατής επιβεβαιώνεται. Καλό θέατρο, λίγα μέσα. Το Α και το Ω ο λόγος.




Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Νικηφόρου Πλυτά.


Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Πρώιμα βάσανα




Ξέρετε τώρα πώς είναι με τις αναμνήσεις: ποτέ δεν είσαι εντελώς σίγουρος.

Η παιδική ηλικία είναι μια αρμαθιά από αναμνήσεις. Μπορεί να πλησιάζουν περισσότερο τη φαντασία και λιγότερο την πραγματικότητα, αλλά είναι οι αναμνήσεις που φτιάξαμε και επιλέξαμε να μας συντροφεύουν ως επιβεβαίωση ότι υπήρξαμε. Ότι υπήρξαμε γενικώς, ότι υπήρξαμε και ως παιδιά.

H παιδική ηλικία δεν είναι όμως μόνο οι αναμνήσεις μας. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες, τα πρόσωπα, οι αφηγήσεις τους, οι δικές μας. Είναι και κάτι πολύ πιο χειροπιαστό. Είναι τα αντικείμενα που αγγίξαμε, που αγαπήσαμε, που παίξαμε στα χέρια μας, που σπάσαμε, που καταστρέψαμε, και -πιο συχνά- που χάσαμε. Είναι οι ξύλινοι στρατιώτες, τα αυτοκινητάκια, οι παλιές κούκλες, τα εικονογραφημένα βιβλία, οι μπάμπουσκες, οι συλλογές με τ' αυτοκόλλητα, τα κρυφά ημερολόγια.  

Βελόνες πλεξίματος, πήλινοι και γυάλινοι βόλοι, μια ραπτομηχανή Σίνγκερ, ένα παιδικό βιβλίο, μια άριστη έκθεση, παιδικά παπλώματα, μια παλιά βαλίτσα. Τέτοια αντικείμενα πρωταγωνιστούν στα "Πρώιμα βάσανα" του Ντανίλο Κις.

Ένας ενήλικας αφηγητής δανείζει τη φωνή του στο παιδί που ήταν κάποτε, και αφηγείται το βίαιο τέλος της παιδικής του ηλικίας λίγο πριν από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ή μήπως ένα παιδί δανείζει τη φωνή του στο συγγραφέα που θα γίνει μεγαλώνοντας; Ο Άντι Σαμ ξεκινά αναζητώντας στο δρόμο με τις αγριοκαστανιές το σπίτι που έζησε κάποτε η οικογένειά του. Το σπίτι δεν υπάρχει πια, "τις καστανιές τις έχουν κόψει -ο πόλεμος, οι άνθρωποι ή απλώς ο χρόνος".

Ω, μην ανησυχείτε, κυρία μου, οι αναμνήσεις, βλέπετε. Μετά από τόσα χρόνια όλα χάνονται. Για δέστε: στο μαξιλάρι μου φύτρωσε μια μηλιά, ενώ η ραπτoμηχανή έγινε τριανταφυλλιά. Από τις καστανιές, όμως, καλή μου κυρία, ούτε ίχνος. Είναι επειδή οι καστανιές, κυρία, δεν έχουν δικές τους αναμνήσεις.

Στο πρώτο διήγημα παρουσιάζονται όλα τα πρόσωπα της οικογένειας, αναφέρονται τα βασικά χαρακτηριστικά τους και γύρω από τον πυρήνα της οικογένειας κινούνται ομόκεντρα τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Κυρίαρχο, αλλά τις περισσότερες φορές απόν, είναι το πρόσωπο του πατέρα. Ακόμη πιο κυρίαρχος ο φόβος του αποχωρισμού.

Άκουσα φωνές κάτω απ' το παράθυρο και νόμισα πως είχαν έρθει να σκοτώσουν τον πατέρα μου.

Ο Γιουγκοσλάβος Ντανίλο Κις γεννήθηκε στη Σερβία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ουγγαρία και είχε εβραϊκή καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του. Στο διήγημα "Από το βελούδινο άλμπουμ" ο αφηγητής θυμάται τη θεία Ρεβέκκα να τους διηγείται πώς ο Εβραίος πατέρας βάδιζε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, σ' εκείνη την πομπή των άμοιρων και των αρρώστων, ανάμεσα σε πανικόβλητες γυναικούλες και κατατρομαγμένα παιδιά, προχωρώντας μαζί τους και δίπλα τους, ψηλός και καμπούρης όπως ήταν, χωρίς τα γυαλιά του και το μπαστούνι του, που του τα είχαν πάρει, τρεκλίζοντας με βήμα ασταθές σ' αυτή την πομπή των έτοιμων για θυσία...

Ο Ντανίλο Κις σε κάθε του έργο επιστρέφει σ' αυτό τον κόσμο της πρόωρα χαμένης αθωότητας. Ξαναβρίσκει τον πατέρα του, έναν αλαφροΐσκιωτο, ονειροπαρμένο, διαταραγμένο "ποιητή" που χάθηκε στο Άουσβιτς. Γιατί επιστρέφει σε κάτι τόσο επίπονο; Γιατί κουβαλά παντού μαζί του αυτή τη βαριά κι αβάσταχτη αποσκευή, τη γεμάτη από τα παιδικά του χρόνια; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Άντι, που φυλάει σε μια παλιά βαλίτσα ό,τι έχει μείνει από τον πατέρα του: τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του, τα χαρτιά των διορισμών του, την προαγωγή του σε σταθμάρχη, τα εξιτήρια από το ψυχιατρείο. 

Ἀραγε ποια σκέψη με είχε κάνει να φυλάξω, κρυφά από τη μητέρα μου, αυτό το θαυμάσιο αρχείο στη βαλίτσα μας; Ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πρώιμη συνειδητοποίηση ότι αυτά θα ήταν τα μοναδικά απομεινάρια των παιδικών μου χρόνων, η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη πως κάποτε υπήρξα και πως κάποτε υπήρξε και ο πατέρας μου.

Η φιλία ανάμεσα σε δύο νεαρά αγόρια, ο "αρραβώνας" του αγοριού με ένα όμορφο κορίτσι στον αχυρώνα, η αναζήτηση μιας γκαστρωμένης αγελάδας που χάθηκε, το ξεψείρισμα μετά από τη δουλειά στο κοτέτσι, ο πιστός σκύλος Ντίνγκο, όλα ζωγραφίζουν έναν παράδεισο, που αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο μέσα στην αγριότητα του πολέμου.

Στο διήγημα "Το αγόρι και ο σκύλος" αφηγείται ο Ντίνγκο. Ο πιστός σκύλος της οικογένειας θυμάται τη μητέρα του να ξεψυχά δίπλα του, την οικογένειά του που ξεκληρίστηκε, σαν να ήταν κι εκείνος ένα από τα παιδιά-θύματα του πολέμου.

Ήμουν ξαπλωμένος στη βεράντα του κυρίου Μπέρκι, του καινούργιου αφεντικού μου και σκεφτόμουν τη μοίρα μου, τη δύστυχη μητέρα μου, τους αδερφούς μου και τις αδερφές μου, την κυρία Κνίπερ, τη ζωή γενικώς. Σκεφτόμουν κι έσκουζα, περισσότερο από θλίψη, παρά από το κρύο. 
Τότε εμφανίστηκε ένα αγόρι και άρχισε να με χαϊδεύει και να με ζεσταίνει με τα χέρια του, σαν να ήμουν -ο Θεός να φυλάει- σπουργίτι και όχι σκύλος. Έπειτα με κοίταξε στο πρόσωπο και άρχισε να γελάει. 
"Άννα, Άννα" είπε εκείνος. "Έλα να δεις κάτι. Ένα σπουργιτάκι!"


 
Ντανίλο Κις, Πρώιμα βάσανα (μτφρ. Γκάγκα Ρόσιτς), Καστανιώτης, Αθήνα 2004

Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Πιτσάκη, από τη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντανίλο Κις "Κήπος, στάχτες", που ανέβηκε το χειμώνα του 2012 σε ένα νεοκλασικό σπίτι στον Κολωνό.  Βρέθηκαν στο www.catisart.gr