Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Σάλτο Κομανέτσι


"Φέρνω τρία χρυσά μετάλλια που τα αφιερώνω στο Κόμμα, 
στην πατρίδα και στον ρουμανικό λαό". 
Νάντια Κομανέτσι, Μόντρεαλ 1976.

Θα σας σκανδαλίσει, γιατί γνωρίζω τις αντιλήψεις των υποτιθέμενων φιλελεύθερων δημοκρατικών σας πάνω στο θέμα, αλλά υπήρχε επίσης και ένα είδος... χαράς στη δεκαετία του '70 κάτι που εξάλλου δεν αλλάζει τα γεγονότα, προφανώς. Σιχαίνομαι εκείνες τις ταινίες και τα μυθιστορήματα που μιλάνε για την Ανατολική Ευρώπη με όλες τις γνωστές κοινοτοπίες: Οι γκρίζοι δρόμοι. Οι γκρίζοι άνθρωποι. Το κρύο. Όταν λέω στους δυτικούς ότι στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι σκάμε από τη ζέστη, με κοιτάνε σαν να τα 'χω χαμένα, ακόμα και σήμερα! Ας προσπαθήσουμε να μη φτιάξουμε τη ζωή μου μια κακιά, απλοϊκή και αφελή ταινία. 


Μόντρεαλ, Ολυμπιακοί Αγώνες 1976. 

Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι εμφανίζεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες και περνάει κατευθείαν στην Ιστορία. Είκοσι δευτερόλεπτα αρκούν στη Νάντια Κομανέτσι για να εγγραφεί για πάντα στη συλλογική μνήμη. Η Λόλα Λαφόν γράφει τη δική της εκδοχή για τη  Μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ.

Το μικρό κοριτσάκι από το Ονέστι απογειώνει τη Ρουμανία με τα καλτσάκια της. Χαϊδεύει γλυκά τον κομμουνισμό, που με αυτήν έγινε καρτ-ποστάλ, με το κόκκινο αστέρι πάνω το κατάλευκο κορμάκι της, με την αγνότητα της αφοσίωσής της στην εργασία, που τόσο εκτιμά η Δύση η Δύση που δεν διαθέτει τέτοια εγκόσμια αγγελούδια. 

Η Νάντια ολοκληρώνει το νούμερό της. Η εκτέλεσή της δεν περιγράφεται. Το μικροσκοπικό της σώμα αδιαφορεί για τον νόμο της βαρύτητας. Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα και στον φωτεινό πίνακα όπου αναγράφονται οι βαθμολογίες δεν υπάρχει... τίποτα! Η αγωνία των θεατών κορυφώνεται. Η κερκίδα διαμαρτύρεται, πόδια χτυπούν στο έδαφος, το γήπεδο σείεται ολόκληρο και, τέλος, στον πίνακα φαίνεται ο βαθμός 1,0. Ένα κόμμα μηδέν. Η τράπεζα πληροφοριών τα 'παιξε λόγω καταγραφής ασυνήθιστα υψηλών βαθμών. Η πιτσιρίκα με τα κοτσιδάκια τίναξε τους υπολογιστές στον αέρα. Στην ενόργανη γυμναστική δεν υπήρχε πρόβλεψη για το δεκάρι.


Οι κριτές σηκώνονται όρθιοι και προσπαθούν με νοήματα και χειρονομίες να δείξουν στο μικρό κορίτσι τη βαθμολογία της. Το πρώτο δεκάρι στην ιστορία της ενόργανης γυμναστικής. Ο όρος άθλημα δεν κολλά εδώ, λένε. Παραείναι λίγος γι' αυτό που είδαν. Οι άλλες αθλήτριες μοιάζουν τώρα ένα λάθος. Σαν παραμορφώσεις ενός ιδεώδους. 

Όταν τη ρώτησαν τα σχέδιά της για το μέλλον, η Νάντια απάντησε "Μπορώ και καλύτερα", σφίγγοντας στην αγκαλιά της την υφασμάτινη κούκλα της. Όταν την ρώτησαν πώς ένιωσε: "Το ξέρω ότι ήταν τέλειο, αλλά έχω ξαναπάρει δέκα, δεν ήταν κάτι καινούργιο". Στην ερώτηση πώς γιόρτασε τη νίκη της: "Δεν γιόρτασα τίποτε. Ήμουν σίγουρη ότι θα πάρω τουλάχιστον έναν τίτλο. Κοιμήθηκα". 

Κόκαλα από μετάξι. Μορφολογικά ανώτερη. Τόσο ελαστική. 
Μικρή νεραϊδούλα των Καρπαθίων.
Μικρή κομμουνίστρια νεράιδα. 
Η μικρή κομμουνίστρια-νεράιδα που δεν χαμογελά ποτέ.
Οδυνηρά αξιαγάπητη, ανυπόφορα τρισχαριτωμένη. 
Ρουμανικό νυμφίδιο. Κομμουνιστικό ρομπότ. 


Και τι δεν έγραψαν οι εφημερίδες εκείνη τη νύχτα. Εκατομμύρια μητέρες σε ολόκληρο τον κόσμο ονειρεύτηκαν να είχαν κι εκείνες ένα τέτοιο κοριτσάκι: Φρόνιμο, σοβαρό, αποφασισμένο να πετύχει. Χωρίς ναζάκια, χωρίς καμώματα. Εκατομμύρια κορίτσια εκείνο το καλοκαίρι έφαγαν λιγότερα παγωτά, με την ελπίδα να αποκτήσουν το λιλιπούτειο κορμί της Νάντιας. Το επόμενο φθινόπωρο οργανώθηκαν προγράμματα ενόργανης γυμναστικής σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη, σε κάθε δήμο. 

Η Νάντια ξεκίνησε να προπονείται από πολύ μικρή ηλικία. Πλάι στην Μάρτα και τον Μπέλα Καρόλι, με πολύ σκληρό πρόγραμμα και απερίγραπτες θυσίες, κατέκτησε το ακατόρθωτο. Δύο χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κέρδισε το κύπελλο στη Γαλλία. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Πήρε μέρος στου αγώνες της γαλλικής ομοσπονδίας μετά από μια σειρά ευτράπελα και, τελικά, προκειμένου να διακριθεί, ο προπονητής της της ζήτησε να εκτελέσει χωρίς προθέρμανση μια σειρά από επικίνδυνες φιγούρες. Η Λαφόν επιμένει να υπογραμμίζει πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό για ένα μικρό παιδί, πόσο ενδεικτικό της υποταγής κάθε μικρής αθλήτριας στους προπονητές της. Από την άλλη, η Κονανέτσι, εξακολουθεί να υπερασπίζεται το καθεστώς που υπηρέτησε στα εφηβικά της χρόνια. Το "σάλτο Κομανέτσι" επιχειρήθηκε αργότερα από ελάχιστες αθλήτριες.

"Λάτρευα εκείνο το άλμα ακριβώς επειδή ήταν επικίνδυνο, ήθελα συνέχεια να το κάνω. Δεν χρειάστηκε καθόλου να με πείσουν. [...] Για μένα το επεισόδιο δείχνει κυρίως σε ποιο βαθμό η Γαλλία δεν υπολόγιζε τη Ρουμανία. [...] Είναι ένα συμβόλαιο που κάνουμε με τον εαυτό μας. Δεν είναι υποταγή σε έναν προπονητή. Εγώ έβρισκα υποταγμένες τις άλλες κοπέλες, εκείνες που δεν ήταν αθλήτριες. Γιατί εκείνες γινόντουσαν όπως οι μητέρες τους, όπως όλες οι άλλες". 


Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς, και ενώ το καθεστώς Τσαουσέσκου εγκρίνει την έκδοση βίζας για τις μικρές Ρουμάνες αθλήτριες, το πρόγραμμα γίνεται εξαντλητικό: καθημερινή ανάλυση αίματος και ούρων, μέτρηση της αναπνοής, δοκιμασίες και ασκήσεις αντοχής που φτάνουν το σώμα στα όριά του. Επικίνδυνα άλματα δοκιμάζονται με κίνδυνο να σπάσουν κόκαλα, να σκιστούν τένοντες, να θρυμματιστεί η σπονδυλική στήλη στην περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά στην εκτέλεση της αθλήτριας. 

-Μέσα από εσάς, η εξουσία προωθούσε ένα σύστημα, την απόλυτη επιτυχία του κομμουνιστικού καθεστώτος, την αποθέωση της Νέας Παιδούλας, Υπερταλαντούχας, Όμορφης, Φρόνιμης και Αποτελεσματικής. 
- Α ναι, βέβαια! Οι Ρουμάνοι πουλούσαν τον κομμουνισμό. Αντίθετα, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι κι οι Αμερικανοί αθλητές σήμερα, δεν εκπροσωπούν κανένα σύστημα, έτσι δεν είναι; Καμία μάρκα!...


Μετά το Μόντρεαλ η Νάντια αλλάζει. Είναι αδύνατον να παραμείνει δεκατεσσάρων χρονών. Δεν μπορεί να διατηρήσει το βάρος της στα σαράντα κιλά. Παχαίνει, της έρχεται περίοδος, μοιάζει γυναίκα. Στους αγώνες ενόργανης γυμναστικής, όμως, κανείς δεν θέλει να βλέπει γυναίκες και το κοριτσάκι που το ρουμανικό καθεστώς βάφτισε βασίλισσα σύντομα θα αρχίσει να χάνει τη θέση του. Στη Ρουμανία απαγορεύονται οι αμβλώσεις για να ενδυναμωθεί το έθνος με νέους απογόνους του κομμουνιστικού καθεστώτος και η "αστυνομία της εμμηνόρροιας" επιθεωρεί τη Νάντια,  σημειώνει η Λαφόν. Η φωνή της Κομανέτσι του σήμερα επεμβαίνει για να υπενθυμίσει πως οι αθλητές αποτελούσαν πάντοτε πολιτικά σύμβολα που προωθούσαν συστήματα· τον κομμουνισμό τότε, τον καπιταλισμό τώρα. 


Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Ονέστι, την επαρχιακή πόλη που μεγάλωσε και τον προπονητή που την ανέδειξε. Το κράτος αποφασίζει πως στο εξής η Νάντια θα προπονείται στο Βουκουρέστι. Την απομακρύνουν από τον Μπέλα, την παρακολουθούν μέσω της Securitate και εκείνη ξεστρατίζει για να ακολουθήσει το ατίθαση πεπρωμένο της έφηβης: ποτό, ξενύχτι, σεξ. Καταλήγει ένα κουρέλι, την παραδίδουν στο "βασιλόπουλο", μοναχογιό του Τσαουσέσκου και η ζωή ξεφεύγει πια ολότελα από τον έλεγχό της. Το 1984, στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες δεν θα της επιτραπεί να πλησιάσει καν τον Μπέλα. 

Μια δεκαετία αργότερα, θα ζήσει την πτώση του καθεστώτος και, προκειμένου να αποφύγει τη διαπόμπευση, θα αναζητήσει πολιτικό άσυλο στη Δύση. Είναι εντυπωσιακό που σήμερα, παρά την προσωπική της πορεία, παρά το γεγονός πως επιδίωξε  με κίνδυνο της ζωής της να διαφύγει, εξακολουθεί να υπερασπίζεται ένα παρελθόν που όλοι έχουν βαλθεί να απομυθοποιήσουν. 


"Θυσιασμένη παιδική ηλικία;" σάρκασε. "Α... Δηλαδή τι ακριβώς έχασα το τόσο καταπληκτικό; Το να σέρνομαι στα καφενεία; Το να κάνω shopping; Το να βγαίνω με αγόρια προτού είμαι έτοιμη να το κάνω; Τα video games; Το facebook; Τι είναι αυτό που κάνουμε μεταξύ έξι και δεκαέξι χρονών που έχασα; Αν είχα τη δική σας φυσιολογική ζωή, τι θα ήμουν σήμερα;"

Αν θελήσατε να γράψετε την ιστορία μου, πάει να πει ότι θαυμάσατε τη διαδρομή μου. Κι εγώ είμαι προϊόν εκείνου του συστήματος. Αλλιώς, στις δικές σας χώρες, δεν θα είχα γίνει ποτέ πρωταθλήτρια. Οι γονείς μου δεν θα είχαν τα μέσα. Για μένα όλα ήταν δωρεάν. Ο εξοπλισμός, η προπόνηση, οι φροντίδες! [...] Στη δεκαετία του '90 ήταν της μόδας να σιχαινόμαστε το παρελθόν μας, λες και δεν υπήρξε τίποτα καλό στο κομμουνιστικό καθεστώς, λες και δεν είχαμε ποτέ παρελθόν. Όμως υπήρξαμε! Και μάλιστα γελάσαμε, αγαπήσαμε! Δεν είχαμε αλεύρι; Ναι, είναι αλήθεια. Φορούσαμε όλοι στολές; Αλήθεια! Αλήθεια! Αλλά δεν κοροϊδεύαμε τα παιδιά που δεν φορούσαν τα φούτερ "καλής μάρκας" και τα ρούχα μας ήταν ρούχα και όχι σύμβολα. 


Το βιβλίο της Λαφόν είναι ξεχωριστό. Όχι γιατί εξιστορεί τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή μιας γυναίκας που υπήρξε το απόλυτο σύμβολο για μια ολόκληρη δεκαετία, αλλά γιατί ανασυνθέτει μέσα από την αφήγηση τόσο της συγγραφέως όσο και της πρωταγωνίστριάς της τα κομμάτια ενός κόσμου οριστικά χαμένου. Η Λαφόν, ακολουθεί πιστά ημερομηνίες, τόπους, συμβάντα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να υποθέσει ή να αποκαλύψει όσα η Κομανέτσι αποσιωπά. Οι δυο φωνές βρίσκονται σε διαρκή αντίστιξη: η μία υπερασπίζεται αρχές και αξίες της Ανατολικής Ευρώπης που αποδείχθηκαν κίβδηλες. Η άλλη, συγγραφέας του δυτικού κόσμου και φορέας όσων αυτός εκπροσωπεί, προσπαθεί να αποκαλύψει τα μελανά σημεία στην ιστορία της Νάντιας Κομανέτσι· τα μελανά σημεία στην ιστορία της Ρουμανίας, στο καθεστώς του Τσαουσέσκου και συνάμα σε όλο τον κόσμο του ανατολικού μπλοκ. 


***

[1] Λόλα Λαφόν, Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ (μτφρ. Καρολίνα Μέρμηγκα), Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2019. 

[2] Η μοναδική αθλήτρια που κατόρθωσε να "αποκαθηλώσει" προσωρινά τη Νάντια Κομανέτσι ήταν η Ρωσίδα Γελένα Μούχινα. Η Μούχινα πρωτοεμφανίστηκε κερδίζοντας τρία χρυσά μετάλλια στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πράγας το 1978, όπου πραγματικά επισκίασε την Κομανέτσι. Ακολούθησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Τέξας το 1979, στο οποίο η Μούχινα δεν εμφανίστηκε λόγω σπασίματος στο πόδι, και η Ρουμανία κέρδισε ξανά το προβάδισμα. Αθλήτρια του διάσημου Σοβιετικού προπονητή Μιχαήλ Κλιμένκο, η Γελένα άρχισε να ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς της Μόσχας, παρά τον τραυματισμό της. Ο γύψος αφαιρέθηκε από το πόδι της νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε και χωρίς να έχει επουλωθεί το τραύμα, οι Σοβιετικοί την πίεζαν να εκτελεί επανειλημμένα το "Σάλτο Τόμας", ώστε να είναι έτοιμη για τους Ολυμπιακούς. Δυο βδομάδες πριν από τους Αγώνες, εξαντλημένη από τη δίαιτα και τις διαρκείς προπονήσεις και χωρίς να έχει κάνει την απαραίτητη αποθεραπεία, η Γελένα δεν κατάφερε να εκτελέσει σωστά την άσκηση, προσγειώθηκε με το σαγόνι, έσπασε τον αυχένα της και κατέληξε τετραπληγική. Πέθανε το 2006, καθηλωμένη σε αναπηρικό καρότσι από είκοσι χρονών. Σήμερα πολλά από τα άλματα που είχαν εκτελέσει οι δύο αθλήτριες, απαγορεύονται δια ροπάλου από τις επιτροπές των Ολυμπιακών Αγώνων. 

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

David Lynch: "Ο τσάρος του αλλόκοτου"


Οι γονείς του πατέρα μου ζούσαν σ' ένα αγρόκτημα στο Χάιγουντ της Μοντάνας, όπου παρήγαν σιτάρι. Ο παππούς μου ήταν σαν καουμπόι, και μ' άρεσε πολύ να τον χαζεύω να καπνίζει. 


Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι ένα αγόρι από το Μπόισι του Αϊντάχο. Ό,τι έχει αγαπήσει βαθιά στη ζωή του συνδέεται με τις αμερικανικές γειτονιές των παιδικών του χρόνων, της δεκαετίας του '50. "Ο πατέρας μου έτρεφε βαθιά αγάπη και για τους δυο γονείς του, όμως απεχθανόταν όλη αυτή την καλοσύνη, το κλασικό σπίτι με τον λευκό φράχτη, και όλα τα σχετικά. Πλέον αναπολεί με ρομαντική διάθεση εκείνα τα χρόνια, αν και τότε ένιωθε να ασφυκτιά, γιατί εκείνος ήθελε να καπνίζει και να ζει τη ζωή του καλλιτέχνη, ενώ οι δικοί του πήγαιναν στην εκκλησία και όλα ήταν τέλεια και ήσυχα και καλά", λέει γι' αυτόν η κόρη του, Τζένιφερ Λιντς. Παρ' όλα αυτά, ο Ντέιβιντ υπήρξε ενεργό μέλος των προσκόπων (όπως όλα τα αγόρια του τόπου του) και μάλιστα ως ενήλικας συχνά υπερηφανευόταν για τον βαθμό Eagle Scout, τον υψηλότερο που μπορούσε να κερδίσει ένας Αμερικανός πρόσκοπος. 

"Στην ουσία η δεκαετία του '50 δεν τελείωσε ποτέ για τον Λιντς. Μαμάδες με βαμβακερά μεσάτα φορέματα χαμογελούν βγάζοντας αχνιστές πίτες από τον φούρνο· ευρύστερνοι μπαμπάδες ψήνουν κρέας στο μπάρμπεκιου φορώντας άνετα μπλουζάκια ή πηγαίνουν κοστουμαρισμένοι στη δουλειά· τα πανταχού παρόντα τσιγάρα το '50 κάπνιζαν όλοι· το κλασικό ροκ εντ ρολ· σερβιτόρες με χαριτωμένα καπελάκια στο κεφάλι· κοπέλες με χαρακτηριστικά λευκά καλτσάκια και παπούτσια saddle, με πουλόβερ και πλισέ καρό φούστες· όλα αυτά συναποτελούν το αισθητικό λεξιλόγιο του Λιντς. Ωστόσο, το σημαντικότερο στοιχείο που τον σημάδεψε από εκείνη τη δεκαετία ήταν το πνεύμα της εποχής: το ιλουστρασιόν πέπλο αθωότητας και καλοσύνης που σκέπαζε τις σκοτεινές δυνάμεις που πάλλονταν από κάτω και η συγκαλυμμένη σεξουαλικότητα που διαπότιζε εκείνα τα χρόνια αποτελούν κάτι σαν θεμέλια λίθο της τέχνης του". 


"Ατίθαση καρδιά" (1990)

Η ατμόσφαιρα της αμερικανικής επαρχιακής πόλης του '50 είναι κάτι ιδιαίτερο, και πρέπει να την καταλάβει κανείς. Πώς να τη χαρακτηρίσω... Είναι ονειρική. Κι όμως, η ατμόσφαιρα του '50 δεν είχε μόνο θετική όψη
· ανέκαθεν ήμουν βέβαιος ότι κάτι συνέβαινε. Όταν τριγύριζα έξω με το ποδήλατό μου τα βράδια, μερικά σπίτια είχαν μέσα αναμμένα φώτα, που έδιναν μια αίσθηση θαλπωρής, ή ήξερα τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Σε άλλα σπίτια το φως ήταν αμυδρό, ενώ άλλα ήταν κατασκότεινα και δε γνώριζα ποιοι έμεναν. Αυτά τα σπίτια μού άφηναν την εντύπωση ότι έκρυβαν δυστυχία. Δε μου 'χε γίνει έμμονη ιδέα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι εκείνες οι πόρτες και τα παράθυρα έκρυβαν διάφορα. 

"Twin Peaks" (1992)
Παρά την οικουμενική διάσταση των θεματικών του Λιντς, οι ιστορίες διαδραματίζονται πάντοτε στην Αμερική. Εκεί εντυπώθηκαν οι παιδικές αναμνήσεις του, κι εκεί έζησε την έκσταση των ερωτικών σχέσεων της νιότης του, που διαπότισαν τις μεταγενέστερες απεικονίσεις της αγάπης στο έργο του. Η επαρχιακή ζωή, τα θεόρατα δέντρα της βορειοδυτικής ακτής των ΗΠΑ, τα προάστια στις μεσοδυτικές πολιτείες, το μεθυστικό βουητό των εντόμων τα καλοκαιρινά βράδια, η κινηματογραφική βιομηχανία του Λος Άντζελες και η Φιλαδέλφεια της δεκαετίας του '60 σφυρηλάτησαν την κινηματογραφική του αισθητική. 

Στην τρίτη γυμνασίου γνωρίζω τον Τόμπι Κίλερ, εκείνος μού λέει πως ο πατέρας του είναι ζωγράφος –αληθινός ζωγράφος, όχι μπογιατζής– και κυριολεκτικά έσκασε μια βόμβα στο κεφάλι μου. Ήταν λες και τα κομμάτια του παζλ ταίριαξαν ξαφνικά το ένα με το άλλο, κι αυτό ήταν. Αυτό ήθελα να κάνω τη ζωή μου. Έπρεπε όμως να πηγαίνω στο σχολείο, και το σχολείο το μισούσα.

Τα αλλόκοτα, σουρεαλιστικά πορτρέτα του Λιντς –ένας άντρας με ματωμένη μύτη, άλλος που κάνει εμετό, άλλος με λιωμένο κρανίο, οι "μηχανικές γυναίκες" και τα έντονα σεξουαλικά ηλεκτρισμένα σκίτσα του θυμίζουν το έργο του Χανς Μπέλμερ.




Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το The Bride: Η δαντέλα του νυφικού της κοπέλας έπεφτε αέρινα μπροστά από το σκούρο φόντο, ενώ εκείνη φαινόταν να τείνει το σκελετωμένο χέρι της κάτω από το φόρεμα για να κάνει μόνη της έκτρωση. Η αναφορά στο έμβρυο ήταν πολύ έμμεση, διακριτική, χωρίς αίματα. 

"Eraserhead" (1977)
Πολύ νέος ακόμη, και ενώ ζούσε στη Φιλαδέλφεια, ο Λιντς αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για τον κινηματογράφο. "Η Φιλαδέλφεια άφησε το στίγμα της, του φανέρωσε πολλά που πρωτύτερα του ήταν άγνωστα: την αναίτια βία, τις φυλετικές προκαταλήψεις, την αλλόκοτη συμπεριφορά στην οποία μπορεί να οδηγήσει η ανέχεια· όλα αυτά που ο Λιντς είδε με τα μάτια του στους δρόμους της πόλης κλόνισαν συθέμελα την εικόνα του για τη ζωή. Το χάος στη Φιλαδέλφεια ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την αφθονία και την αισιοδοξία του κόσμου στον οποίο μεγάλωσε, και η χρυσή τομή ανάμεσα σ'αυτά τα δύο άκρα θα γινόταν στο μέλλον ένα από τα κυρίαρχα μοτίβα της τέχνης του.

Η μαγική του ευαισθησία φάνηκε ήδη στο The Grandmother, μια ταινία 34 λεπτών για ένα μοναχικό αγόρι που τιμωρείται επανειλημμένα από τους γονείς του επειδή κατουριέται στον ύπνο του. Το φιλμ αφηγείται την επιτυχημένη προσπάθεια του μικρού να αποκτήσει μια στοργική γιαγιά, φυτεύοντας έναν σπόρο στον κήπο του. 
"Eraserhead" (1977)

Μετά τα πρώτα εγχειρήματα ήρθε το Eraserhead: Ο νεαρός Χένρι Σπένσερ ζει σε μια ζοφερή μεταβιομηχανική δυστοπία. Γνωρίζει τη Μέρι, εκείνη μένει έγκυος και, όταν γεννιέται το δύσμορφο μωρό τους, ο Χένρι θέλει να απελευθερωθεί από τη φρίκη. Ζει ένα ερωτικό μυστήριο με τη Μέρι και έπειτα τον θάνατο του παιδιού τους. Πρόκειται για μια ταινία σκοτεινή, κυριολεκτικά και μεταφορικά: Γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου νύχτα και ο φωτισμός διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας. Οι πρωταγωνιστές φαίνεται πως δεν έκαναν και πολλά, ωστόσο χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια για να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα, όπως σε όλες τις ταινίες του Λιντς. 

Η ηχητική επένδυση της ταινίας έχει μια σχεδόν αβάσταχτη ένταση και οι στρώσεις του ήχου –το απειλητικό γάβγισμα ενός σκύλου, ο μακρινός ήχος της σφυρίχτρας ενός τρένου, το βουητό του άδειου δωματίου που δίνει σάρκα και οστά στη μοναξιά των χαρακτήρων– είναι τόσο περίπλοκες και πλούσιες, που μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να βιώσεις την ταινία μόνο ακούγοντάς τη. 

Αργότερα, στο Ronnie Rocket συνυφαίνονται δυο εξίσου πολύπλοκες ιστορίες. Η μία παρακολουθεί έναν ντετέκτιβ που ταξιδεύει στην απαγορευμένη ζώνη ενός γκέτο καταδιώκοντας έναν κακοποιό που έκλεψε όλη την ηλεκτρική ενέργεια και ανέστρεψε τη λειτουργία της ώστε να παράγει σκοτάδι αντί για φως. Η δεύτερη σχετίζεται με τον θάνατο ενός δεκαεξάχρονου αγοριού από σπασμούς που του προκάλεσε ο ηλεκτρισμός. Μέσα σε όλα αυτά εντοπίζει κανείς μοτίβα που επανέρχονται στα έργα του Λιντς: αλλόκοτες σεξουαλικές συνευρέσεις, δυσλειτουργικές οικογένειες, έντονες εκρήξεις βίας. 

"Ο άνθρωπος ελέφαντας" (1980)
Αυτό που ο μέσος άνθρωπος βλέπει ως γκροτέσκο δε μοιάζει γκροτέσκο στα δικά μου μάτια. Έχω εμμονή με την υφή των πραγμάτων. Είμαστε σε τέτοιο βαθμό περικυκλωμένοι από το πλαστικό, που βρίσκομαι σε συνεχή αναζήτηση υφών. 

Λίγα χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε για την Brooksfilms τον Άνθρωπο Ελέφαντα, μια ταινία που δεν ήταν δική του και την οποία οφείλει στην απόλυτη υποστήριξη του καλού του φίλου Μελ Μπρουκς. Η ταινία ήταν υποψήφια για πολλά Όσκαρ και έκανε τον Λιντς ευρύτερα γνωστό, παρόλο που ακολούθησε η παταγώδης αποτυχία του Ντιουν. "Ο Ντέιβιντ είναι ιδιοφυία, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ψυχή, τα ανθρώπινα συναισθήματα και την ανθρώπινη καρδιά. Βέβαια, είναι θεοπάλαβος και προβάλλει τον δικό του συναισθηματικό και σεξουαλικό αναβρασμό στη δουλειά του, κατακλύζοντάς μας με συναισθήματα που κατακλύζουν τον ίδιο. Αυτό το κάνει αριστουργηματικά σε κάθε ταινία του", λέει για εκείνον σε συνέντευξή του ο Μελ Μπρουκς.

Στο Μπλε Βελούδο συναρμολόγησε δύο βασικά υλικά: την εικόνα ενός κομμένου αυτιού σ' ένα χωράφι και το Bue Velvet του Μπόμπι Βίντον. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι γεμάτοι αντιφάσεις· ταλαντεύονται ανάμεσα στην αγνότητα ενός μικρού γαλάζιου πουλιού που συμβολίζει την ευτυχία και στον απόλυτο εξευτελισμό. Ο Φρανκ Μπουθ είναι ένα κτήνος. Κι όμως, κλαίει στο άκουσμα ενός ερωτικού τραγουδιού και ριγεί χαϊδεύοντας ένα απαλό ύφασμα. Ο Τζέφρι είναι γλυκός και καλοσυνάτος, αλλά παραμένει ο ηδονοβλεψίας που κλέβει τη γυναίκα ενός άλλου. Και η Ντόροθι είναι μια εύθραυστη και πονεμένη μητέρα που ηδονίζεται, όμως, όταν την χτυπούν. 

"Μπλε Βελούδο" (1986)
"Μπλε Βελούδο" (1986)


























Πέρα απ' όλα τα άλλα, η ταινία είναι ενδεικτική για τη σχέση του Λιντς με τη μουσική. Μέσα από το "In dreams" του Ρόι Όρμπισον, ένα τραγούδι για τη λαχτάρα και την επιθυμία, αποκαλύπτεται στον θεατή το διαταραγμένο υποσυνείδητο του κακού Φρανκ, ενώ το "Mysteries of love" του Μπανταλαμέντι ταιριάζει απόλυτα στην ευάλωτη Ντόροθι. Το μυστήριο και η παραφροσύνη που κυριαρχούν στο Μπλε Βελούδο έκαναν το κοινό να το αγαπήσει και η επιτυχία έβγαλε τον Λιντς από την κόλαση του Ντιουν

"Μπλε Βελούδο"

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα να μη μ' ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, αλλά είναι κάτι πολύ καλό. Όταν ερωτεύεσαι μια ιδέα, είναι σαν να ερωτεύεσαι ένα κορίτσι. Ακόμα κι αν είναι ένα κορίτσι που θα ντρεπόσουν να το συστήσεις στους γονείς σου, δε σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι, γιατί είσαι ερωτευμένος και νιώθεις υπέροχα. Αυτά είναι πράγματα στα οποία μένουμε πιστοί. 

"Twin Peaks" (1992)

Μετά ήρθε το Twin Peaks ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για τον Λιντς, που δουλεύτηκε σε τρεις εντελώς διαφορετικές περιόδους της ζωής του και λίγο αργότερα η Ατίθαση Καρδιά· ένας ύμνος στην απεραντοσύνη και τον παραλογισμό του νεανικού έρωτα, ένα βίαιο road movie που απογειώνει την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα του Σέιλορ (Νίκολας Κέιτζ) και της Λούλα (Λόρα Ντερν). Οι χαρακτήρες στο έργο είναι ακραίοι και πολλές φορές φλερτάρουν με το κωμικό.

Ωστόσο, η πλειοψηφία των κριτικών θεωρεί ως σημαντικότερη ταινία του Λιντς την Οδό Μαλχόλαντ. Το στόρι είναι περίπλοκο και δεν ξετυλίγεται γραμμικά. Οι ήρωες μπαινοβγαίνουν σε αναμνήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και όνειρα, ενώ παράλληλα ζουν όσα τους συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Ποικίλα θέματα, πολλαπλά επίπεδα και ζώνες συνείδησης μεταγγίζουν η μία στην άλλη το υλικό τους και κάπως έτσι γεννιέται το καλειδοσκοπικό σύμπαν της Οδού Μαλχόλαντ

Η μοναδική ταινία που στάθηκε πολύ μακριά απ' αυτή τη λογική είναι το The Straιght Story. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του 73χρονου Άλβιν Στρέιτ, που, για να επισκεφτεί τον άρρωστο αδερφό του, διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αϊόβα ως το Γουισκόνσιν επάνω σε μια μηχανή του γκαζόν, μιας και η κακή του όραση δεν του επέτρεπε να ανανεώσει το δίπλωμα οδήγησης. Η ξεθωριασμένη κόκκινη μπογιά στους τοίχους ενός επαρχιακού μπαρ, τα αδέσποτα σκυλιά που τρέχουν στον μεγάλο άδειο δρόμο και τα εναέρια πλάνα του νωχελικού Μισισιπή δίνουν γλυκόπικρη γεύση σε μια ταινία με εξαιρετικό ρυθμό, ενώ μεγάλες σιωπές συνυπάρχουν με τις μελαγχολικές πινελιές του Μπανταλαμέντι στην αμερικανική φολκλορική μουσική.


"The Straight Story" (1999)

Ο Άλβιν Στρέιτ ήταν σαν τον Τζέιμς Ντιν, ένας επαναστάτης, απλώς πιο μεγάλος, που τα έκανε όλα με τον δικό του τρόπο, και ο Ρίτσαρντ ήταν κι εκείνος έτσι. Οι άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν ηλικία, επειδή ο εαυτός με τον οποίο συνομιλούμε δε μεγαλώνει, είναι αγέραστος.
[...] 
Η αγαπημένη μου σκηνή στην ταινία είναι το τέλος. Αυτό που κατάφεραν μαζί ο Ρίτσαρντ και ο Χάρι Ντιν είναι απίστευτο. Ο Ρίτσαρντ κατεβαίνει λοιπόν την πλαγιά με τη βαριά καρότσα που έσερνε πίσω του, στρίβει στο σπίτι του Λάιλ και η μηχανή σταματάει. Ο Ρίτσαρντ κατεβαίνει και περπατάει τον υπόλοιπο δρόμο και φωνάζει τον Λάιλ. Το φως ήταν πανέμορφο και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν ακριβώς πάνω στο πρόσωπό του όταν φωνάζει τον Λάιλ, και αμέσως μόλις γυρίσαμε το πλάνο ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ' το βουνό. 


"Mulholland Drive" (2001)
Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι απλός άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης. Ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη ζωγραφική και τη μουσική. Στον "Χώρο Ονείρων", το βιβλίο για το οποίο συνεργάστηκε με την Κρίστιν ΜακΚένα, δεν παρακολουθούμε απλώς ένα χρονικό γεγονότων, αλλά τη συνομιλία ενός μεγάλου καλλιτέχνη με τη βιογραφία του. Ο Λιντς αποκαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του, την καλλιτεχνική του ευαισθησία, την αγάπη του για τον κινηματογράφο, τη φύση, τον διαλογισμό, και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την αγάπη του για τη δουλειά και τους ανθρώπους. 

Υπάρχουν σχέσεις αρμονίας ανάμεσα στα πράγματα και όταν είσαι πιστός, όσο πιο πιστός γίνεται, σε μια ιδέα, οι αρμονίες αυτές θα εξακολουθήσουν να υφίστανται και θα περιέχουν την αλήθεια τους, ακόμα κι αν είναι αφηρημένες. 

Κατάλαβα απ' τη μια στιγμή στην άλλη ότι το ταξίδι που κάνουμε ως ανθρώπινα όντα είναι πανέμορφο κι έχει το πιο ευτυχισμένο τέλος. Όλα πάνε καλά. Δε χρειάζεται να ανησυχούμε για τίποτα. Όλα είναι πανέμορφα. 

***

Ντέιβιντ Λιντς και Κρίστιν ΜακΚένα, Χώρος ονείρων (μετάφραση Αφροδίτη Γεωργαλιού), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2019.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Πίσω από το παιχνίδι


Μήπως έχει να κάνει με τον ρατσισμό; Μήπως δεν είναι τίποτα άλλο παρά απλός καθαρός ρατσισμός; Μήπως, αν είσαι μαύρος μετανάστης, αποκλείεσαι συστηματικά -και συστημικά- από το κυρίαρχο ρεύμα ζωής στην Αμερική;  
 
Ο Μπένετ Ομάλου είναι μαύρος. Γεννήθηκε στη Νιγηρία και ονειρευόταν να γίνει πιλότος. Γρήγορα κατάλαβε πως σ' αυτό τον κόσμο έχει μια αποστολή, και αυτή είναι "να φροντίζει ώστε να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι". Σπούδασε ιατρική και έφυγε από την πατρίδα του, για να  ξεφύγει από τη μικροπρέπεια, τη διαφθορά, τη ροπή των ανθρώπων προς την κακία και την κατάθλιψη, από την οποία υπέφερε ως φοιτητής.

Ήρθα στις ΗΠΑ. Στη χώρα της τελειότητας και της αριστείας. Στη χώρα όπου η ανθρωπότητα είναι στα καλύτερά της. Στη χώρα όπου ρέει το μέλι και το γάλα. Πίστευα πως, αφ' ής στιγμής θα έφτανα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αρρώστια της ψυχής μου θα γιατρευόταν. 

Τελικά, έγινε ιατροδικαστής. Είναι κάπως ειρωνικό που ένας Αφρικανός παθολόγος που ήθελε να κάνει τα πάντα ώστε "να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι" καταλήγει να βγάζει το ψωμί του κάνοντας νεκροψίες. Κι όμως, γι' αυτόν κάθε νεκρός έχει τη δική του ιστορία. Και, κυρίως, το δικό του δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, στην ειλικρινή εξέταση του άψυχου κορμιού του.  

Τον γοήτευε ο θάνατος, ως κοινή ανθρώπινη μοίρα, γιατί σ' αυτόν είμαστε όλοι ίσοι. Ακουμπούσε το νυστέρι του σε ένα ανθρώπινο στέρνο και δεν γνώριζε αν θα έκοβε έναν διευθυντή τραπέζης ή έναν άστεγο, μια διευθύνουσα σύμβουλο ή μια πόρνη. Οι νεκροί αντιμετωπίζονται με σεβασμό ανεξάρτητα από εθνικότητες, φυλές, τάξεις και φύλα, και αυτό τον ανακούφιζε.  

Ο Μπένετ δούλευε πλάι στον διάσημο ιατροδικαστή Σίριλ Γουέκτ, και είχε μελετήσει ιδιαίτερα τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ώσπου έφτασε στα χέρια του ο εγκέφαλος του Μάικ Γκουέμπστερ, του πιο χαρισματικού σέντερ στην ιστορία του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Ο Μπένετ δεν γνωρίζε τίποτα από ποδόσφαιρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το ποδόσφαιρο αρέσει τόσο πολύ στους Αμερικανούς. Καταλαβαίνει, όμως, ότι έχει στο χειρουργικό του τραπέζι ένα θύμα του αθλήματος. Ο Γουέμπστερ έπαιζε χρόνια σε ένα άθλημα όπου οι παίκτες φορούν βαρύ προστατευτικό εξοπλισμό και κράνος, που σημαίνει πως είναι επικίνδυνο. Για την πόλη του Πίτσμπεργκ, όμως, το φούτμπολ ήταν ζήτημα αξιοπρέπειας.

Το φούτμπολ τούς είχε σώσει τις μαύρες ημέρες της δεκαετίας του 1970, όταν η άλλοτε ισχυρή πόλη του χάλυβα καταποντίζονταν από δωδέκατη μεγαλύτερη πόλη του έθνους σε εικοστή τέταρτη. Όλοι έφευγαν. Όλα εκείνα τα γκρίζα πρωινά, με την πόλη να πνίγεται κάτω από βαριά συννεφιά, χωρίς ήλιο, χωρίς δουλειές, χωρίς χαλυβουργία. 

Πώς ένας άνθρωπος-είδωλο κατάντησε τρελός και επαίτης στα πενήντα του; Ο "άιρον Μάικ" είχε σαραβαλιαστεί σωματικά και ψυχικά. Τα πόδια του είχαν γίνει κομμάτια, τα δάχτυλά του ήταν στραβά και σκεβρωμένα, το μυαλό του δεν λειτουργούσε, ξεχνούσε τα πάντα, και όταν άρχισε να χάνει τα δόντια του, τα κολλούσε μόνος του με αυτοσχέδια κόλλα. 

Ο νεαρός ιατροδικαστής γρήγορα υπέθεσε ότι το κράνος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προστατεύσει έναν αθλητή από τις 5.000 συγκρούσεις που έχει κατά μέσο  όρο στο βιογραφικό του προτού αποσυρθεί. Το κράνος προστατεύει το κρανίο από το εξωτερικό χτύπημα, αλλά δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εγκέφαλο από τα χτυπήματα στα τοιχώματα του κρανίου, που είναι πολύ πιο επικίνδυνα. Απ' έξω, δεν φαίνεται τίποτα. Μέσα, ο εγκέφαλος είναι ένας πολτός. 

Μετά από τέσσερις ανεξάρτητες ιατρικές γνωματεύσεις επιβεβαιώθηκε η διάγνωση: ενδοκρανιακή βλάβη ως αποτέλεσμα επανειλημμένων εγκεφαλικών διασείσεων. Γι' αυτό όσο ζούσε, ο Γουέμπστερ είχε αφιερωθεί στη δίκη εναντίον της NFL, μιας βιομηχανίας εκατομμυρίων που τον είχε σακατέψει σωματικά και νοητικά και στο τέλος τον πέταξε σαν σάπιο κρέας. 

Καταστροφικά αρνητική διαφήμιση για το αγαπημένο παιχνίδι της Αμερικής. Φούτμπολ: καλή, καθαρή και αγνή διασκέδαση. Οικογενειακή αναψυχή που άρχιζε από τα πρωταθλήματα παίδων σε κάθε πόλη, χωριό και προάστιο της Αμερικής. Όνειρα εφήβων, τζάκετ με ονόματα παικτών στην πλάτη, τσιρλίντερ να χοροπηδάνε. Δεν ήταν ένα απλό πρωτάθλημα, αλλά μια ολόκληρη βιομηχανία θεάματος. Μεγαλύτερη από κάθε άλλου σπορ. Μακράν η μεγαλύτερη. Μεγαλύτερη από την τηλεοπτική. Μεγαλύτερη από το Χόλιγουντ. Μια καθαρά αμερικανική ιστορία επιτυχίας ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. 

Ακολούθησαν πολλές άλλες νεκροψίες, ώσπου ο Μπένετ Ομάλου ανακάλυψε την "Χρόνια Τραυματική Εγκεφαλοπάθεια", ασθένεια από την οποία έπασχαν δεκάδες παίκτες του φούτμπολ. Η ανακάλυψη της ασθένειας οδήγησε τον ιατροδικαστή σε μια ανακάλυψη πολύ σκληρότερη, που αφορούσε το αληθινό πρόσωπο της Αμερικής. Η χώρα αυτή, που ως τότε τη θεωρούσε χριστιανική και τίμια, είχε αμέτρητους μηχανισμούς στη διάθεσή της για να φιμώσει έναν καλοπροαίρετο επιστήμονα που θα αποκάλυπτε το βρόμικο πρόσωπο της αθλητικής ομοσπονδίας και που, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν ουρανοκατέβατος, και μάλιστα Νιγηριανός. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο το μήνυμα, ήταν και ο αγγελιοφόρος. 

Γρήγορα ο Μπένετ έχασε τον έλεγχο των πληροφοριών της ίδιας του της έρευνας. Αρκετοί Αμερικανοί ιατροδικαστές τον πλησίασαν, κάποιοι οικειοποιήθηκαν τα συμπεράσματα των νεκροψιών του. Ένας ανεξάρτητος και αγνός επιστήμονας δεν μπορεί να συμμετάσχει σε μια τέτοια δίκη. Δεν τον χρηματοδοτούσε κανείς, δεν εκπροσωπούσε καμία κυβέρνηση, δεν τον στήριζε κανένας οργανισμός, ό,τι έκανε το έκανε μόνος του, και γρήγορα βρέθηκε στο περιθώριο. 

Όταν η Ομοσπονδία πρότεινε να τεθούν περιορισμοί στις επιθέσεις που έκαναν οι παίκτες με το κεφάλι -μάλλον για να γλιτώσει τα χειρότερα- οι αντιδράσεις των οπαδών ήταν πρωτοφανείς.

Δεν πάμε καλά. Καθόλου καλά. Η Ομοσπονδία διοικείται από αδερφάρες. Όπως το πάει η NFL, θα καταντήσει μια λίγκα κυριών με ολίγη από φούτμπολ. Αν τα παιδιά σας έχουν ταλέντο, στρέψτε τα προς το μπάσκετ, το μπέιζμπολ ή όποιο άλλο σπορ θα είναι ακόμα αντρικό μετά από κανα δυο χρόνια. Έκαναν το πρωτάθλημα σαν τα μούτρα τους. Σε λίγο θα φοράνε και μίνι φούστες οι παίκτες. 

Ο Μπένετ επιστρέφει στη Νιγηρία για να δει το νεκρό σώμα του πατέρα του και να τον ασπαστεί για τελευταία φορά. Η ζωή στην κοινότητα, οι αρχές και οι αξίες του συνόλου, η ομαδική ζωή των Αφρικανών τού φέρνουν στο νου τα λόγια του Γουέκτ: "Στην Αμερική υπάρχεις μόνο εσύ". Έχει κάνει το χρέος του, μένοντας πιστός στις αρχές της οικογένειάς του. Κανένα δημιουργικό χάρισμα δεν έχει αξία αν δεν το χρησιμοποιείς για να βοηθήσεις ανθρώπους που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Αυτό θα κάνει καιρό να το συνειδητοποιήσει η χριστιανική και τίμια Αμερική.   
                                                                                                                                                                  


Ο Μπένετ Ομάλου γεννήθηκε το 1968 στη Ννοκούα, ανάμεσα σε εφτά εκατομμμύρια πρόσφυγες Ίγκπο. Ένα μωρό εγκλωβισμένο στην αποκλεισμένη Μπιάφρα. Η οικογένειά του έζησε με μαρτυρικό τρόπο το μεγάλο εθνικιστικό κίνημα της δεκαετίας του '60 και υποστήριξε το αίτημα για αυτοδιάθεση που σάρωνε τότε τις χώρες της Δυτικής Αφρικής. Η Νιγηρία, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες της Δυτικής Αφρικής, φιλοξενούσε στα εδάφη της διακριτές εθνότητες και αναρίθμητες πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Η οικογένεια Ομάλου ανήκε στους χριστιανούς Ίγκμπο, που στα τέλη του '60 ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την υπόλοιπη χώρα και επιχείρησαν να σχηματίσουν δικό τους κράτος στον Νότο. Η Δημοκρατία της Μπιάφρας, όμως, υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Ο νιγηριανός στρατός δεν σήκωνε αποσχίσεις και ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος με τους Ίγκμπο κράτησε δύο χρόνια. 

Η οικογένεια του Μπένετ έζησε κυνηγημένη. Μετακινούνταν από πόλη σε πόλη ενώ πλησίαζε ο νιγηριανός στρατός. Οι Ίγκμπο ήταν λιγότεροι αριθμητικά, διέθεταν ελάχιστα όπλα και λιμοκτονούσαν. Πέντε χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν κάθε ημέρα. Η Βρετανία είχε βλέψεις στα κοιτάσματα πετρελαίου της χώρας και βοήθησε, βέβαια, τον στρατό εναντίον των Ίγκμπο, στέλνοντας αεροπλάνα και όπλα. Η Μπιάφρα υπέστη καθαρή γενοκτονία, τεράστιες απώλειες σε άμαχο πληθυσμό. Χιλιάδες φωτογραφίες ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Το νεοσύστατο κράτος παραδόθηκε το 1970 και χάθηκαν τα πάντα. Αργότερα, οι τάφοι των Ίγκμπο σαρώθηκαν από τις μπουλντόζες του νιγηριανού στρατού, που προσπάθησε να σβήσει κάθε ίχνος του εμφυλίου πολέμου. 

Οι Ίγκμπο ήταν καθολικοί και υποστηρικτές του εκδυτικισμού της χώρας και το χάσμα που τους χώριζε με το μουσουλμανικό νιγηριανό στρατό ήταν αγεφύρωτο. Όπως και να'χει, οι φωτογραφίες των διαμελισμένων και κακοποιημένων πτωμάτων των Ίγκμπο που κείτονταν στους δρόμους της Μπιάφρας και η λιμοκτονία χιλιάδων αμάχων είναι μια φρικαλέα σελίδα της ιστορίας. Δύο εκατομμύρια Ίγκμπο έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο της Μπιάφρας. Περίπου το ένα δέκατο ήταν θύματα που σκοτώθηκαν από στρατιωτικά πυρά. Οι υπόλοιποι πέθαναν από την πείνα. 
                                                                                                                                                        

[1] Jeanne Marie Laskas, Πίσω από το παιχνίδι τφρ. Γωγώ Αρβανίτη), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.
[2] Το "Πίσω από το παιχνίδι" είναι ένα μυθιστόρημα που δεν βασίζεται στο μύθο, αλλά στην αλήθεια. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με εκτενή κείμενα προσωπικής ενδοσκόπησης που παραχώρησε ο Μπένετ Ομάλου στη συγγραφέα, αποσπάσματα συνεντεύξεών τους και μαρτυρίες συγγενών των αθλητών που έπασχαν από χρόνια τραυματική εγκεφαλοπάθεια.

***