Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Μια συγγραφέας, μια μπαλάντα, ένα καφενείο


We are torn between nostalgia  for the familiar
and an urge for the foreign and strange.
As often as not, we are homesick most
for the places we have never known.
Carson Mc Cullers
 
Το τζιν, τα τσιγάρα και η απόγνωση ήταν τα τρία συστατικά στα οποία η Κάρσον Μακ Κάλερς απέδιδε τη συγγραφική της επιτυχία. Μπορούσε να ζήσει μόνο με αυτά για ολόκληρες βδομάδες. Αγαπημένοι της συγγραφείς ήταν ο Ντοστογιέφσκι και η Κάθριν Μάνσφηλντ. Στα βιβλία έβρισκε τα πάντα. 'Τα βιβλία είναι νανούρισμα για κάθε αποκαμωμένο, βάλσαμο για κάθε πληγή, προστατευτική πανοπλία για όποιον φοβάται, καταφύγιο για όσους αναζητούν ένα σπίτι". Πρώτο, όμως, ερχόταν το οινόπνευμα. Μια μπύρα το πρωί, λίγο σέρι στο τσάι της το απόγευμα, και ουίσκι για να ζεσταθεί, από τη στιγμή που έπεφτε το σκοτάδι. Όπως και να 'χει, η Κάρσον Μακ Κάλερς υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές συγγραφείς του αμερικανικού Νότου. 

Στο ποίημα που έγραψε γι΄αυτήν ο Μπουκόφσκι, η Μακ Κάλερς πεθαίνει από αλκόολ, ενώ ταξιδεύει στον ωκεανό με ένα ατμόπλοιο, ξαπλωμένη στη σεζ-λονγκ της και τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Όλα της τα βιβλία μιλούσαν για τον τρόμο της μοναξιάς και τον πόνο που προκαλεί η αγάπη όταν δεν βρίσκει ανταπόκριση. "Η καρδιά κυνηγάει μονάχη".  Πάντα.

Η πόλη από μόνη της είναι ανιαρή. Εξόν το βαμβακοκλωστήριο, τα δυάρια όπου κατοικούν οι εργάτες, κάτι λίγες ροδακινιές, μια εκκλησία με δυο χρωματιστά παράθυρα κι έναν κακομοιριασμένο κεντρικό δρόμο καμιά κατοσταριά γυάρδες μακρύ, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο.

Έργα της γυρίστηκαν και στον κινηματογράφο, μεταξύ των οποίων και η "Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου". Η υπόθεση της νουβέλας εκτυλίσσεται σε μια μικρή πόλη του Νότου. Οι περιγραφές είναι τόσο ζωντανές, που νιώθεις στο πετσί σου την υγρασία από τις καλαμιές, το καμίνι του Αυγούστου, την ερημιά του κεντρικού δρόμου, την αντηλιά και τη σιωπή του. Ακούς τον αχό των αργαλειών της φάμπρικας, τους εργάτες να δουλεύουν στο βαμβακοκλωστήριο, τους αλυσοδεμένους νέγρους να σέρνονται στο κάτεργο. Βλέπεις το γέρικο κτίριο που κάποτε στέγασε το καφενείο της πόλης, το μοναδικό ασφράγιστο παράθυρό του, το χέρι που, κάθε απόγευμα, όταν η ζέστη κορώνει, ανοίγει αργά το παντζούρι, το πρόσωπο που ατενίζει χαμηλά. Αχνό, τρομαγμένο, με μάτια αλλήθωρα που χάνονται σε ένα μακρύ και μυστικό κοίταγμα λύπης. 
Πέρα απ΄ αυτά δεν υπάρχει τίποτα σε τούτη την πόλη. Κάποτε, όμως, υπήρχε. Το καφενείο της.

Στη νουβέλα πρωταγωνιστεί η δεσποινίς Αμέλια. Μια ψηλή και άχαρη αντρογυναίκα, με κοντό μαλλί και αλλήθωρα μάτια, που παντρεύτηκε κάποτε για δέκα μέρες όλες κι όλες, έδιωξε τον άντρα της κακήν κακώς και έκτοτε κάνει το κουμάντο της μόνη. Φοράει παντελόνια και γαλότσες, και ένα κόκκινο φόρεμα τις Κυριακές.  Στριφνή και απόμακρη, η δεσποινίς Αμέλια αλλάζει όταν φτάνει στην πόλη ο "εξάδερφος Λάιμον", ένα καμπούρης νάνος που ισχυρίζεται πως είναι ξαδερφός της. Τον φιλοξενεί, τον ερωτεύεται. Ένα απόγευμα κάμποσοι πελάτες κάθονται στο μαγαζί της. Ο καμπούρης τής ζητά να του φτιάξει ένα τσάι και η Αμέλια, σ' έναν από τους ελάχιστους διαλόγους που υπάρχουν στο κείμενο, ρωτά: "Περιμένει  κανείς άλλος τίποτα;" Το καφενείο είχε μόλις ξεκινήσει

Σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι συναντιούνται μόνο για να δουλέψουν στο κλωστήριο ή να προσευχηθούν τις Κυριακές, το καφενείο είναι κάτι ολότελα καινούργιο. 

Υπάρχει μια βαθύτερη αιτία για το πόσο πολύτιμο ήταν το καφενείο στην πόλη. Και τούτη η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με μια περηφάνια που δεν ήταν ως τα τότε πράγμα συνηθισμένο στα μέρη εκείνα. Για να νιώσεις την περηφάνια αυτή, φτάνει να ΄χεις στο νου σου πόσο φτηνά κοστίζει ο άνθρωπος. Βρίσκει κανείς πάντα πολλούς αθρώπους συναγμένους σ' ένα κλωστήριο - μα πράγμα σπάνιο κάθε οικογένεια να ΄χει το φαγί της, τα ρούχα της, και να τα φέρνει βόλτα. Για ν΄αποκτήσεις τα πράγματα που χρειάζονται και σε κρατούν ζωντανό, η ζωή καταντά ένας μακρύς, αβέβαιος αγώνας. Μα η ανθρώπινη ζωή δεν είναι κοστολογημένη. Σου δίνεται τζάμπα και παίρνεται πίσω δίχως να πληρώσεις. Σαν τι ν' αξίζει άραγες; Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις γύρω σου, φορές-φορές η αξία μοιάζει μηδαμινή ή καμιά. Συχνά, σαν αφού ιδροκόπησες, μόχθησες κι είδες τα πράγματα να μην καλυτερεύουν, έρχεται τότε να σταλάξει μέσα σου η πεποίθηση πως δεν αξίζει φράγκο. [...]
Εκεί [στο καφενείο] για λίγες ώρες τουλάχιστον, η βαθιά πικρή γνώση πως σε τούτον τον ψεύτικο ντουνιά δεν αξίζεις φράγκο, αποκοιμιόταν. 

Η ζωή των ανθρώπων της πόλης θα αναστατωθεί όταν επιστρέψει από τις φυλακές ο πρώην άντρας της Αμέλιας, που θα κερδίσει τη συμπάθεια του καμπούρη και θα αλλάξει τη σχέση ανάμεσα σ΄αυτό το παράξενο ζευγάρι. Μια μονομαχία θα σημάνει τη λήξη, ο καμπούρης θα φύγει από την πόλη και όλα θα επιστρέψουν στους παλιούς, ανιαρούς τους ρυθμούς. Το σπίτι θα γείρει, οι δρόμοι θα ερημώσουν, η πλήξη θα σκεπάσει τα πάντα. Το έργο τελειώνει με το τραγούδι δώδεκα ισοβιτών, που αλυσοδεμένοι στους αστραγάλους και ντυμένοι με τις ασπρόμαυρες ριγωτές στολές τους, τραγουδούν στο καμιόνι της φυλακής.

Η νουβέλα αποτελεί πράγματι μια λυπημένη μπαλάντα. Ένα λυπητερό τραγούδι για  μια πόλη που έζησε λίγο, κι ύστερα έλιωσε. Και  για τους έρωτες που δε στάθηκε μπορετό να ταιριάξουν.

***


[1] Κάρσον Μακ Κάλλερς, Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου (μτφρ. Μένης Κουμανταρέας), Κέδρος, Αθήνα 1969.

[2] Τα αποσπάσματα είναι από την 1η έκδοση του βιβλίου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου