"Όταν ακούτε μια ωραία μουσική, δε νιώθετε πως η ζωή σας πηγαίνει χαμένη;"
Όλη την περασμένη χρονιά, η Χριστίνα Μαξούρη μάς δάνειζε τα παπούτσια της και δανειζόταν παπούτσια άλλα, κάθε Δευτέρα βράδυ στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Η παράσταση "Δανεικά παπούτσια" ξεκίνησε το 2013, ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, βγήκε εκτός, την ερχόμενη βδομάδα θα καληνυχτίσει για τελευταία φορά το κοινό της Αθήνας και θα συνεχίσει το ταξίδι της στην περιφέρεια. Τα παπούτσια ήταν κάθε φορά διαφορετικά, ανάλογα με τη διάθεση της βραδιάς και τους καλεσμένους. Πάντοτε, όμως, βγαλμένα από ένα ντουλάπι αγαπημένων προσωπικών αντικειμένων, αναγνώσεων, ημερολογίων και συναισθηματικών συνειρμών της ερμηνεύτριας.
Όλη την περασμένη χρονιά, η Χριστίνα Μαξούρη μάς δάνειζε τα παπούτσια της και δανειζόταν παπούτσια άλλα, κάθε Δευτέρα βράδυ στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Η παράσταση "Δανεικά παπούτσια" ξεκίνησε το 2013, ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, βγήκε εκτός, την ερχόμενη βδομάδα θα καληνυχτίσει για τελευταία φορά το κοινό της Αθήνας και θα συνεχίσει το ταξίδι της στην περιφέρεια. Τα παπούτσια ήταν κάθε φορά διαφορετικά, ανάλογα με τη διάθεση της βραδιάς και τους καλεσμένους. Πάντοτε, όμως, βγαλμένα από ένα ντουλάπι αγαπημένων προσωπικών αντικειμένων, αναγνώσεων, ημερολογίων και συναισθηματικών συνειρμών της ερμηνεύτριας.
Όταν έκλεισαν τα φώτα της σκηνής, ένα κορίτσι άρχισε να περπατά ανάμεσα στα στενά διαδρομάκια μεταξύ των θεατών, τραγουδώντας το "Άστο το χεράκι σου να σου το κρατώ". Ύστερα, καλωσόρισε τους φίλους με μια φράση από τους "Χτίστες" του Γιώργου Χειμωνά.
Όχι να ψηλώνει, να πλαταίνει ο άνθρωπος, για να συναντήσει τον διπλανό του.
Και μόλις η φράση έσβησε στα χείλη της και ξεκίνησε η παράσταση, όλοι ξάφνου άρχισαν να πλαταίνουν, τα σώματα άρχισαν να ζεσταίνουν το χώρο, να γεμίζουν τα κενά μεταξύ των θεατών.
Ακολούθησε μια μουσική παράσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας η οικοδέσποινα τραγουδούσε άλλοτε a capella, άλλοτε παίζοντας μεταλλόφωνο, μπαγλαμαδάκι, κλαρίνο, άλλοτε ακολουθώντας τους χτύπους του μετρονόμου, άλλοτε χτυπώντας τα παπούτσια της στο δάπεδο, άλλοτε μετατρέποντας την κοιλιά της σε βαθύηχο κρουστό. Ρυθμούς και ήχους πλαισίωναν κείμενα, ποιήματα και φράσεις του Λειβαδίτη, του Χατζιδάκι, του Παλαμά και άλλων, αλλά και αποσπάσματα από την "Μήδεια", την "Γκόλφω", το "Αβελάρδος και Ελοΐζα", τον "Κύκλο με την κιμωλία", κείμενα όλα για την αγάπη, που δεν την ακούς, μα τη νιώθεις. Δε σου διαβάζουν γι' αυτήν, στην εκδηλώνουν με τον ψίθυρο, το χαμόγελο, το τραγούδι, την εκμυστήρευση ενός παιδικού μυστικού.
Τη συνειρμική πορεία σκέψεων και αναγνωσμάτων ακολουθούσαν και τα τραγούδια. Από άριες του Μπιζέ, το Bang-bang παιγμένο στον μαγλαμά, την Paloma, τον Σιγανίδη να τζαζάρει πάνω σε ποιήματα του Σαχτούρη, μέχρι αγαπημένα τραγούδια της Αρλέτας ή της Αλεξίου και το "Σώσε με" της Ρίτας, να ακούγεται σαν το πιο λυρικό ερωτικό ασματάκι.
Ύστερα, το απόσπασμα μιας ερωτικής συζυγικής επιστολής, αφημένης μαζί με πολλές πολλές άλλες στο μνήμα ενός άντρα κάπου στην Κορέα, οδηγεί στη σκέψη πως αν κάπου εκφράζεται ο έρωτας ανόθευτος και αφτιασίδωτος είναι στις, έστω ανεπίδοτες, επιστολές των εραστών.
Η
σκηνή γεμίζει με ήχους, μια φωνή, ένα βιολί κι ένα τσέλο, ομπρέλες-φοίνικες, τα πούπουλα ενός ολόλευκου περιστεριού, κάποιες φορές λίγες
μπουρμπουλήθρες. Γύρω-γύρω βιβλία, πολύχρωμα μαξιλάρια, ένα σταματημένο ρολογάκι να δείχνει
δέκα και είκοσι, παιδικές φωτογραφίες, μικρά παιχνιδάκια, ένα πορτατίφ,
ένα ταπεινό τραπέζι που στρώνεται στο τέλος για τον τελευταίο
καλεσμένο: το βαθύ πιάτο, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, ένα
κύπελο και μια πετσετούλα.
Όλα θύμιζαν μοναχικό ξενύχτι, σκαλίσματα σε παιχνίδια που δεν χρησιμοποιούνται πια, ξεφυλλίσματα σε φωτογραφίες, ψαχουλέματα σε δίσκους, σε βιβλία, σε μουσικά όργανα. Φράσεις για την αγάπη, σκόρπιες από δω κι από κει.
Γιατί είναι τόση η χαρά, που νιώθει ο θεατής μετά το τέλος; Είναι η γλώσσα, οι λέξεις, ο λόγος. Λαγαρός κι αληθινός. Είναι η καλοσύνη κι η φιλοξενία. Η εικόνα της οικοδέσποινας που σε υποδέχεται και σε ξεπροβοδίζει. Η αίσθηση της ξενοιασιάς να τραγουδάς και να παίζεις στο μικρό παιδικό σου δωμάτιο. Και το μοίρασμα.
Δεν περίμενα ποτέ να νιώσω τόσο άνετα σε "Δανεικά παπούτσια".
Δεν περίμενα ποτέ να νιώσω τόσο άνετα σε "Δανεικά παπούτσια".
***
Η πρώτη φωτογραφία είναι του Γιάννη Τουρλίδη. Οι υπόλοιπες της Μαρίλης Ζάρκου.
Ναι ,ακριβως ετσι.εξαιρετικη παρασταση χωρις αλαζονια.Ανθρωπινη γεματη συναισθηματα , μουσικες και τρυφερο ποιητικο λογο.υπεροχη αναγνωση και ερμηνεια απο τη Χριστινα Μαξουρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνούμε απόλυτα, Ελένη. Ήταν μια πολύ όμορφη παράσταση σε έναν πολύ τίμιο χώρο. Τις έχουμε ανάγκη τέτοιες παραστάσεις, ειδικά αυτόν τον καιρό.
Διαγραφή