Το διάβασμα της "Κερένιας κούκλας" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου φέρνει αναπόφευκτα στο νου το "Φθινόπωρο" του Κωσταντίνου Χατζόπουλου. Υπάρχουν αρκετές διαφορές, επικρατεί όμως η αίσθηση πως είναι λεπτές, όπως αυτή που παρατηρείται στο όνομά τους. Φαινομενικά συνoνόματοι, μόνο που ο Χατζόπουλος δεν ήθελε να βλέπει το "ν" στο μικρό του όνομα. Κωσταντίνος, όχι Κωνσταντίνος. Διόρθωνε διαρκώς όσους έγραφαν το όνομά του λάθος.
Και τα δύο πεζογραφήματα γράφτηκαν την ίδια περίπου εποχή. Το 1911 εκδίδεται η "Κερένια κούκλα", το 1917 το "Φθινόπωρο". Και τα δύο προκάλεσαν εντύπωση στους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς κύκλους, και τα δύο θεωρήθηκαν συμβολιστικά έργα. Για το "Φθινόπωρο" η ετυμηγορία υπήρξε ομόφωνη, για την "Κερένια κούκλα" όχι.
Και ως προς την υπόθεση υπάρχουν ομοιότητες. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ένα νεαρό ζευγάρι. Ο Στέφανος και η Μαρίκα στην πρώτη περίπτωση, ο Νίκος και η Βεργινία στη δεύτερη. Ένας νέος όμορφος, γεμάτος όρεξη και κέφι για ζωή, με ένα γέλιο ηχηρό, γεμάτο ζωηράδα, και μία κοπέλα θαμπή, αχνή, φιλάσθενη, σχεδόν αντιπαθής στον αναγνώστη, αν και θύμα μιας μοίρας που δεν ελέγχει η ίδια. Κι ανάμεσά τους ένα πολύ νεαρό κορίτσι -η Ευανθία του "Φθινοπώρου", η Λιόλια της "Κερένιας κούκλας"- που εισβάλλει στην καθημερινότητά τους, γεννά τον πόθο, συμβολίζει τα νιάτα, την ίδια τη ζωή. Η εμφάνισή της προκαλεί ανατροπές. Ένα σύμβολο ζωής που, τελικά, προκαλεί το θάνατο. Ένα φάλτσο, μια κραυγή χαράς σε ένα σπίτι που το μαστίζει η αρρώστια.
Κυρίαρχα θέματα είναι η ζωή των νέων από τη μια μεριά και τα κουτσομπολιά της μικρής επαρχιακής πόλης ή της Αθήνας -που εκείνη την εποχή δε διαφέρει και πολύ από μια μικρή επαρχιακή πόλη και οι περιγραφές του Χρηστομάνου το μεταφέρουν αυτό- από την άλλη. Η κακογλωσσιά, οι φαρμακόγλωσσες γειτόνισσες, οι ανύπαντρες κόρες, η ζήλεια, η βασκανία, το μάτι. Όλα είναι παρόντα. Και στις δύο περιπτώσεις. Δε σχολιάζονται από τον αφηγητή, αλλά το ύφος αποτελεί από μόνο του ένα σχόλιο.
Αυτός που επικρατεί είναι ο εσωτερικός χώρος. Αυτός που γίνεται απειλητικός, ασφυκτικός, πάντα αποπνικτικός και σκοτεινός, ίδιος ο θάνατος. Αντίθετα, όταν ο φακός του αφηγητή μεταφερθεί σε χώρο εξωτερικό, η φύση οργιάζει, γεμίζει λουλούδια, ανοιξιάτικες μυρωδιές και πρόωρα ανθισμένες αμυγδαλιές. Μέσα από το παράθυρο όλα πεθαίνουν, έξω από αυτό όλα σφύζουν από ζωή.
Τα χρώματα κάνουν την παρουσία τους παραπάνω από αισθητή. Δεν υπάρχει σκηνή που να μη γίνεται αναφορά σε ένα χρώμα. Το λευκό, το γαλάζιο, το κόκκινο, το χρυσό, το ασημί, το κίτρινο. Η χλομάδα στα πρόσωπα επανέρχεται διαρκώς και είναι ενδεικτική της συναισθηματικής τους κατάστασης, ενώ και στα δύο πεζογραφήματα πολλές φορές τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται "κέρινα". Αφαιμαγμένα ομοιώματα, χωρίς ζωή.
Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυριδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο [...]
***
Σα γάλα έμπαινε η γαλανή ανάσα τ' ουρανού μέσα στην κάμαρη της άρρωστης και της χάδευε τ' άσπρο πρόσωπό της τ' αχάδευτο και της φιλούσε τα κόκκινά της τα μαλλιά, που άλλος κανένας δεν τα φιλούσε.
***
Η Λιόλια όλο και ξεροκοκκίνιζε κι έμενε σκυμμένη... Με μιας σήκωσε τ' αθώα και γλυκά της μάτια, που οι κόρες τους ήτανε χρυσαφένιες σαν τα τζίτζιφα και κολυμπάγανε μες στο ασπράδι, το υγρό και μπλου, σα μέσα σ' ένα πέλαγος αυγινό, σε κάποιον ουρανό χλωμό [...]
Καθώς μιλούσε, στο πρόσωπό της έπαιζε όμοια λάμψη. Ήταν χαρούμενο· μα οι ψυχροκίτρινες κηλίδες του γύρω στα μήλα φάνηκαν σα ροδόφυλλα του Στέφανου, ροδόφυλλα ζωγραφιστά σε κέρινη λευκή λαμπάδα και του ήταν σα να του στάλαζαν βαθιά μια ανήσυχη μελαγχολία.
Το φεγγάρι ως σύμβολο επανέρχεται διαρκώς στην "Κερένια κούκλα", ενώ στο "Φθινόπωρο" σύμβολο αποτελεί η ίδια η εποχή, η υγρασία της, οι μυρωδιές της, το ομιχλώδες τοπίο. Οι υπαινιγμοί, τα υπονοούμενα, η συμβολιστική ασάφεια που συναντά κανείς στο "Φθινόπωρο" δεν είναι εξίσου έντονα στην "Κερένια κούκλα", αλλά η υποβλητικότητα στη γραφή είναι χαρακτηριστική και στα δύο. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης έχει κανείς την αίσθηση πως τα δωμάτια σκοτεινιάζουν, οι τοίχοι βάφονται σε χρώμα ασημί, ένα χλομό φεγγάρι φωτίζει τις σελίδες.
Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυριδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο [...]
***
Σα γάλα έμπαινε η γαλανή ανάσα τ' ουρανού μέσα στην κάμαρη της άρρωστης και της χάδευε τ' άσπρο πρόσωπό της τ' αχάδευτο και της φιλούσε τα κόκκινά της τα μαλλιά, που άλλος κανένας δεν τα φιλούσε.
***
Η Λιόλια όλο και ξεροκοκκίνιζε κι έμενε σκυμμένη... Με μιας σήκωσε τ' αθώα και γλυκά της μάτια, που οι κόρες τους ήτανε χρυσαφένιες σαν τα τζίτζιφα και κολυμπάγανε μες στο ασπράδι, το υγρό και μπλου, σα μέσα σ' ένα πέλαγος αυγινό, σε κάποιον ουρανό χλωμό [...]
Κ. Χρηστομάνου, Η Κερένια κούκλα
Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ' έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.
*** Καθώς μιλούσε, στο πρόσωπό της έπαιζε όμοια λάμψη. Ήταν χαρούμενο· μα οι ψυχροκίτρινες κηλίδες του γύρω στα μήλα φάνηκαν σα ροδόφυλλα του Στέφανου, ροδόφυλλα ζωγραφιστά σε κέρινη λευκή λαμπάδα και του ήταν σα να του στάλαζαν βαθιά μια ανήσυχη μελαγχολία.
Κ. Χατζόπουλου, Φθινόπωρο
Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:
Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο, Νεφέλη, Αθήνα 1987
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου