Αν δεν έχεις γέρο, δώσε κι αγόρασε
Παροιμία
Κατακαημένε άνθρωπε,
σαν ποντικός γεννιέσαι,
σα λεοντάρι γίνεσαι
και σα δροσιά χαλιέσαι.
Δημοτικό
Κατακαημένε άνθρωπε,
σαν ποντικός γεννιέσαι,
σα λεοντάρι γίνεσαι
και σα δροσιά χαλιέσαι.
Δημοτικό
Αξιοπρεπής άνθρωπος είναι ο δυνατός, ο ανταγωνιστικός, ο παραγωγικός; Πού τελειώνει η αξιοπρέπεια, πού αρχίζει η περηφάνεια και πού ο εγωισμός; Πόσο αναξιοπρεπές είναι να ζητά κανείς βοήθεια; Πόσο αναξιοπρεπές είναι να αποκαλύπτουμε την τρωτή ανθρώπινη φύση μας στους ανθρώπους που μας αγάπησαν; Πόση αναξιοπρέπεια κρύβουν τα γηρατειά; Είναι άραγε αναξιοπρεπείς οι άνθρωποι που άλλοτε φορτώνονταν βαρέλες με νερό στις πλάτες τους για να ξεδιψάσουν τα παιδιά τους, που έπιαναν τα κάρβουνα με τα χέρια, που ζύμωναν αξημέρωτα το ψωμί τους, που ίδρωναν για να επιβιώσουν, και τώρα ο ιδρώτας τους μουσκεύει τα κιτρινιασμένα από την αρρώστια σεντόνια τους, τα χέρια τους μένουν ακίνητα κι ανήμπορα, οι πλάτες τους ανοίγουν από την κατάκλιση, το βλέμμα τους προδίδει την ανημπόρια τους;
Σε ένα διήγημα του Τολστόι, ο γαιοκτήμονας αρρωσταίνει. Ο μουζίκος του, που τον υπηρετεί πιστά, προσφέρεται να τον βοηθήσει. Θέλει να του συμπαρασταθεί στην αρρώστια του, θέλει να τον γηροκομήσει. Ο γαιοκτήμονας δε δέχεται, "για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του". Δεν μπορεί να αποδεχτεί πως αυτός, ένας άνθρωπος ισχυρός, έχει βρεθεί στην ανάγκη ενός μουζίκου. Δε δέχεται την αγάπη του, δε δέχεται τη βοήθειά του, προτιμά να μείνει αβοήθητος. "Για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του". Και πεθαίνει μόνος. Μόνος, αλλά αξιοπρεπής.
Στην "Αγάπη" του Μίχαελ Χάνεκε, ο πρωταγωνιστής βλέπει τη σύντροφό του μέρα με τη μέρα να ξεχνάει, να τον ξεχνάει, να βυθίζεται στην άνοια, να χάνει τον εαυτό της, να χάνει το μυαλό της, να τα χάνει γενικώς. "Να χάνει την αξιοπρέπειά της". Δεν το αντέχει. Δεν αντέχει το απλανές βλέμμα της, δεν αντέχει που δεν μπορεί να του εκφράσει την αγάπη της, δεν αντέχει που δε γνωρίζει το παιδί της, που δεν αυτοεξυπηρετείται. Και την πνίγει με το μαξιλάρι της, για να την απαλλάξει από τον εξευτελισμό της αρρώστιας.
Αν "αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει", ο φόβος της αρρώστιας ενώνει κι αυτός. Εκτός κι αν ο εγωισμός νικά την αγάπη, και ο φόβος ενώνει μόνο τους ανθρώπους που μπορούν και στέκονται στα πόδια τους.
Αν "αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει", ο φόβος της αρρώστιας ενώνει κι αυτός. Εκτός κι αν ο εγωισμός νικά την αγάπη, και ο φόβος ενώνει μόνο τους ανθρώπους που μπορούν και στέκονται στα πόδια τους.
μπραβο ελένη! μου αρέσει πολύ το blog σου. κι εγώ θα ξαναρχίσω το τουαρέγκ. πολλά φιλιά
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα ερωτηματα που ανοίγουν την ανάρτηση θαρρώ πως δεν απαντώνται αντικειμενικά -μάλλον για τον καθέναν τα όρια της αξιοπρέπειας και του εγωισμού είναι διαφορετικά. Αλλά και ακόμα και για τον ίδιον άνθρωπο, τα όρια αυτά μεταβάλλονται ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση που βιώνει.
Η λεξη αξιο-πρεπης ειναι συνθετη. Απτη λεξη αξιος κ υη λεξη πρεπω
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ λέξη άξιος είναι ομόρριζη του άγω. «Άξιος μνας» είναι o «μναν άγων». Εδώ ο άγων (μναν) είναι o ισότιμος και ισοβαρής, δηλαδή ο άξιος (στα σημερινά βαφτίσια σηκώνει κάποιος τον κουμπάρο, καθώς όλοι φωνάζουν «άξιος», κι αυτός πρέπει να τάξει ένα φορτίο ίσο με το βάρος του σε… οίνο).
Το πρέπω (παρατ. έπρεπον, μέλλ. πρέψω, αόρ. έπρεψα) χρησιμοποιείται αρχικά για τις εντυπώσεις που σχηματίζονται στα αισθητήριά μας:
Στον οφθαλμό: «επί τοι πρέπει όμμασιν…». Πρέπει = λάμπει στο βλέμμα σου.
Στο αυτί: «Βοά πρέπει». Η ομιλία σου πρέπει = ακούγεται.
Στη μύτη: «ατμός… πρέπει». Η οσμή σου πρέπει = μυρίζει.
Στον Όμηρο το πρέπω σημαίνει λάμπω, διαλάμπω. Είμαι περίοπτος πανταχόθεν, φαίνομαι. Αυτό το προέχον, εξέχον και αρμόζον «πρέπον» του αξιοπρεπούς είναι καρπός πείρας και σοφίας.
Η ρίζα του πρέπω είναι μάλλον η περ- απ’ την οποία παράγονται οι λέξεις περ-αίνω (φέρω τι εις πέρας), συμ-περ-αίνω, περ-αιώ), διεκ-περ-αιώ και πείρα. Ο άπειρος και δοκησίσοφος δεν έχει το Άξιον, το Βαρύ, το Μέγα πρέπω του αξιοπρεπούς, αλλά το ελαφρύ της μικρο-πρέπειας και της δουλο-πρέπειας