Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Αυτό είναι ευτυχία

 

"Στο τέλος όλοι γινόμαστε ιστορίες"

Διαβάζω τον τίτλο στο βιβλίο του Νάιαλ Ουίλλιαμς και ξεκινώ το μυθιστόρημα έχοντάς τον διαρκώς στο μυαλό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να βρίσκεσαι σε διακοπές και να διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο· Αυτό είναι ευτυχία.

Πρόκειται για την ιστορία της ενός ιρλανδέζικου χωριού και των κατοίκων του, λίγο πριν από τον ερχομό του ηλεκτρικού. Βέβαια, ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό δεν σημαίνει απλώς ένα χωριό χωρίς ρεύμα. Σημαίνει ένα χωριό με ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς από τους ανθρώπους της εποχής μας· διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικό τοπίο, διαφορετική αίσθηση του χώρου και του χρόνου, διαφορετική αντίληψη για τον έρωτα, την οικογένεια, την αγάπη, την αλήθεια. Μια εποχή που ο κόσμος δεν ήταν τόσο οριοθετημένος όσο είναι σήμερα και η γνώση ταυτιζόταν με την εμπειρία. Μια εποχή που οι άνθρωποι δένονταν μεταξύ τους μέσα από τις ιστορίες. Παντού λεγόντουσαν ιστορίες. Το μέλλον του εκσυγχρονισμού έστεκε αβέβαιο και ο κόσμος έβρισκε παρηγοριά στην οπισθοδρομικότητα.

Για να υπερνικηθεί λοιπόν τόσο ο χρόνος όσο και η πραγματικότητα, ένας από τους άγραφους νόμους της τοπικής ποιητικής τέχνης ήταν ότι η ιστορία δεν πρέπει ποτέ να φτάνει στο ζητούμενό της ή να διακινδυνεύει κάποια κατάληξη. Και επειδή στη Φάχα, όπως και παντού στην επαρχία, ο χρόνος ήταν το μόνο πράγμα που περίσσευε σε όλους, οι ιστορίες ήταν πάντα μακροσκελείς, όλοι τις αφηγούνταν με την ησυχία τους, και την ησυχία σου, και την ησυχία όλων, και όλοι απεμπολούσαν τις ησυχίες τους πολύ ευχαρίστως, αντιλαμβανόμενοι πως ιστορίες που μιλάνε για πράγματα τόσο αφύσικα κι αλλόκοτα όσο τα ανθρώπινα όντα οφείλουν να είναι μακροσκελείς, για να μην πούμε περίπλοκες, οφείλουν να είναι τόσο μεγάλες και εκτενείς ώστε να μην τελειώνουν, ώστε βασικά να μην μπορούν να τελειώσουν στην από δω πλευρά του τάφου, και αν δεν έσβηνε κάποια στιγμή η φωτιά και αν δεν ακούγονταν τα πρωινά πουλιά, μπορεί και να συνεχίζονταν για πάντα.

Η ζωή στη Φάχα έχει παραμείνει ίδια εδώ και χίλια χρόνια. Ίδια κι απαράλλαχτη. Σ’ αυτή τη ζωή –τη ζωή στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς του– αναζητά καταφύγιο ο δεκαεπτάχρονος Νόου, ένα ορφανό αγόρι, που από τη στιγμή που το σκάει από το εκκλησιαστικό οικοτροφείο και γίνεται άθεος, η ζωή του γεμίζει θαύματα. Ο Νόου είναι υπερχαρισματικός αφηγητής· αφηγείται τη ζωή τόσο βελτιωμένη, που την κάνει να μοιάζει επική.

Άλλωστε, στη Φάχα η εκκεντρικότητα αποτελούσε κανόνα. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να μιλούν τη γλώσσα των πουλιών, των καρπών και του νερού. "Η μοναξιά είχε κάνει τον χαρακτήρα τους διαυγή σαν κρύσταλλο [...] τα παιδικά τους χρόνια είχαν γεύση από δάκρυα". Και επειδή στη ζωή τους τίποτα το σπουδαίο δε συνέβαινε, περίμεναν έναν ξένο για να της δώσει νέο νόημα.

Ο πλανήτης δεν ήταν ακόμη τόσο γεμάτος ώστε βλέποντας ένα ανθρώπινο πλάσμα στην πόρτα σου να μην εξάπτεται η περιέργειά σου και το ενδιαφέρον σου και, επειδή τότε η συνηθισμένη τροχιά της ζωής ήταν μικρότερη, οι ξένοι έφερναν και μια αίσθηση πως οι κουρτίνα της ζωής τραβήχτηκε λιγάκι και μπορούσες για λίγο να δεις τι βρισκόταν από πίσω.

Το μυθιστόρημα του Ουίλλιαμς είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου που έθεσε ως στόχο στη ζωή του να γίνεται καλύτερος, ενός ανθρώπου που αναζητά την αγάπη, όχι στο πρόσωπο του πλησίον μόνο· αναζητά την αγάπη στην ολότητά της, στη βαθύτερη ουσία της. Είναι η αφήγηση ενός εφήβου που, όσο τη ζούσε, πίστευε πως εκείνη η προνεωτερική μορφή ζωής στη Φάχα δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Κάνοντας την αναδρομή, όμως, στο εφηβικό του  παρελθόν, αισθάνεται δέος μπροστά στην ποικιλοχρωμία της ζωής και των ανθρώπων.

Οι δυσκολίες και τα βάσανα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής για τόσο πολύ καιρό που θεωρούνταν πια κάτι αυτονόητο. Δεν υπήρχε η προσδοκία ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα αλλάξουν ή ότι μπορούσαν να αλλάξουν. Συνέχιζες να ζεις και, με τη βοήθεια της πίστης, της οικογένειας και του χαρακτήρα σου, προσαρμοζόσουν όσο καλύτερα μπορούσες σε όποιο βάσανο και κακοτυχία σού αναλογούσε.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές που κοινοτικής ζωής στην ενορία της Φάχα –μέχρι που ήρθε το ρεύμα και οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, μες στις ανέσεις της ηλεκτρικής απομόνωσης. Γυρίζοντας την τελευταία σελίδα, νιώθει πως ο μικρόκοσμος της Φάχα αποτελεί πραγματική μικρογραφία του κόσμου όλου. Μια μικρογραφία που σε βοηθά να συνειδητοποιήσεις πόσο μεγαλειώδες, πόσο εκπληκτικά απίθανο πράγμα είναι η ζωή. Και μπορείς πάνω στην τελευταία σελίδα "να σταθείς, να σταματήσεις ό,τι κάνεις για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα καρδιοχτύπι, και, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει μες στο μυαλό σου ή στην καρδιά σου, να πεις Αυτό είναι ευτυχία, λόγω της απλής αλήθειας ότι είσαι ζωντανός και μπορείς να το πεις".

Είθε να έχουμε όλη την τύχη να ζήσουμε τόσο πολύ ώστε να δούμε την εποχή μας να μετατρέπεται σε παραμύθι.

***

Νάιαλ Ουίλλιαμς, Αυτό είναι ευτυχία (μτφρ.: Κίκα Κραμβουσάνου), Δώμα, Αθήνα 2022. 


Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Πρόσωπα σε απόγνωση

"Πεθαίνουμε όλοι μας από ανία"

Ένα μεγάλο μυθιστόρημα πολλές φορές μπορεί να διαβαστεί μέσα σε μια μέρα. Δεν είναι σύνηθες, αλλά συμβαίνει. Τα Πρόσωπα σε απόγνωση της Πόλα Φοξ είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα "τσέπης" και διαβάζεται απνευστί. Δεν ξέρω αν βάζει κάτω τον Άπνταϊκ, τον Ροθ ή τον Μπέλοου, όπως σημειώνει ο Τζόναθαν Φράνζεν στην εισαγωγή του, αλλά μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους με μεγάλη ευκολία.  

Διαβάζοντας την ιστορία της Σόφη και του Ότο στο βιβλίο της Φοξ, θυμήθηκα τον Ζερόμ και τη Συλβί στα Πράγματα  του Ζωρζ Περέκ. Δύο νέοι άνθρωποι που ζουν στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του '60 ρίχνονται με τα μούτρα στη βιοπάλη, με σκοπό να κυνηγήσουν την ευτυχία. Μια ευτυχία που μέσα τους ταυτίζεται με την ιδιοκτησία: διαμερίσματα, εξοχικές κατοικίες, αυτοκίνητα, ακριβή διακόσμηση, πορσελάνινα σερβίτσια. Γεμίζουν τη ζωή τους με την ακόρεστη επιθυμία να φτιαχτούν και ξαφνικά κάθε χαρά μένει ημιτελής, κάθε στιγμή μοιάζει χαμένη. 

Οι Μπέντγουντ είχαν υψηλό εισόδημα. Δεν είχαν παιδιά και, μια και είχαν περάσει κι οι δυο τα σαράντα (η Σόφη ήταν δύο μήνες μεγαλύτερη από τον Ότο), δεν περίμεναν ότι θ' αποκτούσαν τώρα πια. Μπορούσαν ν' αποκτήσουν περίπου ό,τι ήθελαν. Είχαν ένα σεντάν Μερσέντες Μπενζ κι ένα σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ με μακροπρόθεσμη υποθήκη, που δεν τους ήταν πια βάρος. 

Ο Ότο και η Σόφη έχουν φτάσει εκεί που κάθε ζευγάρι ονειρεύεται. Είναι αστοί και ζουν σε μια όμορφη μονοκατοικία στο Μπρούκλιν. Εκείνος είναι καταξιωμένος δικηγόρος, εκείνη δεν έχει ανάγκη από επάγγελμα. Στα καθιστικό τους φιγουράρουν ακριβές μπερζέρες και ντιζαϊνάτα φωτιστικά. Στα ράφια της βιβλιοθήκης τους έχει περίοπτη θέση ο Γκαίτε. 

- Κοίτα αυτά τα παπούτσια! Φτιαγμένα από κάποιον Ευρωπαίο σκλάβο για μια λιρέτα, σωστά; Πάνω σε τι δυστυχισμένα πλήθη αναπαυόμαστε όλοι! Νόμιζα πως η ματαιοδοξία μου θα υποχωρούσε όταν θα έφτανα τα πενήντα, αλλά έχει χειροτερέψει. 

Μέχρι που μια γάτα επιτίθεται στη Σόφη την ώρα που εκείνη της προσφέρει ένα μπολ με γάλα. Η γάτα πλησιάζει τη γλώσσα της στο μεσημεριανό της και τη στιγμή που η Σόφη επιχειρεί να τη χαϊδέψει, παίρνει φόρα και γαντζώνει τα δόντια στο χέρι που την ταΐζει. Η δαγκωνιά προκαλεί την εσωτερική κατάρρευση της Σόφη. Νιώθει παραμορφωμένη. Όχι από την επίθεση του ζώου, αλλά από αυτό που της προκάλεσε: φόβο και απέχθεια. Απέχθεια για τον άντρα της, απέχθεια για τη ζωή τους.

Τι έλεος θα μπορούσε να περιμένει; Ποιος θα τη λυπόταν για τον παιδιάστικο τρόμο της, την υπεκφυγή της, την προσποίησή της ότι δεν έχει συμβεί τίποτα τρομερό; Η ζωή ήταν εύκολη τόσο πολύ καιρό, στρογγυλεμένη και μαλακή, και τώρα, εδώ, με όλη την επιφανειακή του κοινοτοπία και την καλυμμένη φρίκη του, συνέβαινε αυτό το ηλίθιο επεισόδιο –που η ίδια είχε προκαλέσει– αυτή η αναξιοπρεπής αντιπαράθεση με τη θνητότητα.

Η Σόφη συνειδητοποιεί σταδιακά πόσο μισεί τον Ότο. Θα προτιμούσε να τον είχε δολοφονήσει ο συνέταιρός του; Να είχαν κάψει την αγροικία τους; Να την είχε σκοτώσει ο νέγρος έξω από το σπίτι τους; Να είχε κολλήσει λύσσα; "Θεέ μου, αν κόλλησα λύσσα, είμαι ίση μ’ αυτό που υπάρχει έξω”, μονολογεί. Απαριθμεί κάθε μέρα τις ευλογίες της, όπως έκανε κι η μάνα της: “Έχεις δικό σου χώρο, καλό φαγητό, καινούργια παπούτσια, δικό σου δωμάτιο, παιχνίδια, καθαρά ρούχα, μόρφωση, καλό περιβάλλον". Τις μετρά μία μία και τις βρίσκει πάντα λίγες. 

Όσο η καθημερινότητα του ζευγαριού ξεδιπλώνεται στα μάτια του αναγνώστη, οι πρωταγωνιστές θυμίζουν χαμογελαστούς κολυμβητές που ανταλλάσσουν κλοτσιές κάτω από το νερό. Μοιράζονται "εκείνο το ιδιαίτερο είδος αναλήθειας που κρύβεται τόσο αισχρά σε ενάρετες γνώμες και δείχνει μόνο τη έπαρση εκείνου που μιλάει". 

Έξω από το παράθυρο του σπιτιού τους αφρόντιστες πίσω αυλές, ακαταστασία, άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια, μεθύστακες που κοιμούνται στα σκαλοπάτια, περαστικοί που κατουρούν όρθιοι, γονείς που ζουλάνε και φιλούν ρουφηχτά τα παιδιά τους. Δύο διαφορετικές όψεις του Μπρούκλιν, δύο διαφορετικές εικόνες της καθημερινότητας: βιτρίνα και πραγματικότητα, προσποίηση και αλήθεια, πολιτισμένες χειρονομίες και ενστικτώδεις αντιδράσεις. Τελικά, η λύσσα που φοβάται η Σόφη είναι "αυτό που υπάρχει εκεί έξω". Είναι η ίδια η ζωή. 

***

[1] Paula Fox, Πρόσωπα σε απόγνωση (μτφρ.:Ρένα Χατχούτ), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2021. 

[2] Στις φωτογραφίες: Η συγγραφέας και διάφορα πρόσωπα σε απόγνωση: Λιβ Ούλμαν και Έρλαντ Γιόζεφσον στις "Σκηνές από ένα γάμο" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η Σίρλεϊ Μακ Λέιν στο "Desperate characters" του Φρανκ Ντ. Γκίλροϊ, Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον στο "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ" του Μάικ Νίκολς.



Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη


Ξέρεις τι αναρωτιόμουνα, Μόρις;

Πέ' μου, Τσάρλι. 

Σχετικώς με το θάνατο, Μος. 

Άντε πάλι. 

Είναι όσο σκληρό πράγμα λένε ότι είναι;

Δηλαδή; 

Δεν είναι κατά κάποιο τρόπο ένα ξαλάφρωμα, όταν εκείνος πλησιάζει και σε καλεί; Ο Μαύρος Άγγελος...; Για στάσου... Άκου... Το απαλό φτερούγισμά του... Τ' ακούς;

Τσαρλς;

Είμαστε εξίσου καλά αν τον αποφύγουμε, Μόρις; Αυτό ρωτάω. Με όλες αυτές τις μαλακίες που μας συμβαίνουν; 

Δεν τον βλέπω να 'ναι και καμιά εκδρομή στη φύση, Τσάρλι. Το θάνατο. 

Πιστεύεις ότι είναι το τέλος; 

Δε λέω ότι είναι το τέλος. Απλώς δεν το βλέπω σαν εκδρομή, ούτε σαν πικνίκ. 

Προσωπικά έχω μια αρκετά χαρούμενη θεωρία για το μεγάλο Θ. Για κάποιο λόγο. 

Τι βλέπεις εκεί κάτω, Τσάρλι; Στο τέρμα του δρόμου;

Δε βλέπω ένα λιβάδι με λουλούδια. Δε λέω αυτό, σε καμία περίπτωση. Ούτε βλέπω μιαν αμμουδιά στο φεγγαρόφωτο. Με όλες τις παλιές σου γκόμενες να σε περιμένουνε στη σειρά, η μία μετά την άλλη, στο άνθος της ηλικίας τους. Δεν βλέπω κάτι τέτοιο, με τίποτα. Αλλά αυτό που φαντάζομαι, Μόρις, είναι μια κάποια... ησυχία. Με νιώθεις; Απλώς ένα είδος... σιωπής. 

Υπέροχα, λέει ο Μόρις Χερν. Ανάπαυση. 

Άμα σκεφτείς τι έχουμε υπομείνει στη ζωή μας. Από πλευράς θορύβου. 

Μια πραγματική κακοφωνία, κύριε Ρέντμοντ. 

Ερχόμαστε στον κόσμο στην άκρη μιας κραυγής, πάνω στο κύμα των βογγητών των κακόμοιρων των μανάδων μας. 

Οι κακομοίρες οι μανάδες μας, να έχουν ξεσκίσει το στρώμα τους, τ' άχυρα να έχουν πεταχτεί έξω σχεδόν. 

Και το πρώτο πράγμα που κάνουμε; Αρχίζουμε κι εμείς να ουρλιάζουμε και να ωρυόμαστε. Ανοίγουμε τα πνευμόνια μας και του δίνουμε και καταλαβαίνει. Τα δίνουμε όλα. Και πώς αποχωρούμε; Στην άλλη άκρη της ζωής; Πολύ συχνά με τον ίδιο τρόπο. Ουρλιάζοντας ενώ βγαίνουμε... εκτός εαυτού! 

Και τι συμβαίνει ενδιαμέσως; 

Φασαρία, Μόρις. Θόρυβος. Θόρυβος και σαστιμάρα. 

Ψάχνει κανείς τα ήσυχα μέρη στη ζωή, Τσαρλς. Τα βρίσκει; 

Στην τρύπα του, ναι. 

Ή στην αγάπη, ίσως. 

Ίσως.

Την αγαπούσα, Τσάρλι. 

Το ξέρω. Πολύ λυπάμαι. 

Για ένα μεγάλο διάστημα. Την ήξερα, με καταλαβαίνεις; Τη Σίνθια. Ήξερα ποια είναι. 

Σκέφτεσαι πού μπορεί να έχει πάει;

Ναι, βέβαια. Και δε βλέπω καμία εκδρομή στη φύση και κανένα πικνίκ, Τσάρλι. 

Δηλαδή εννοείς ότι μπορεί απλώς...

Να είναι μια απ' τα ίδια. 

Στην από κει όχθη. Μπορεί απλώς να έχει πάλι...

Θόρυβο;

***

[1] Kevin Barry, Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ.: Ορφέας Απέργης), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2021, σ.124-127.

[2] Φωτογραφία: Tristam Kenton. Ίαν ΜακΚέλεν και Πάτρικ Σιούαρτ στο "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Σάμιουελ Μπέκετ. 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Ο κύριος Μι

Κάθε έργο μυθοπλασίας πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα ψεύδος που να συντηρεί τη συνοχή του. 

Είναι μερικοί άντρες που κάνουν τις γυναικοδουλειές τους και ξεμπερδεύουν πριν από τα σαράντα, λέει η κυρία Μπι. Αλλά είναι και κάτι άλλοι που περιμένουν να περάσουν τα ογδόντα, για να καταλάβουν ότι όλα αυτά είναι βλακείες. Μπορείτε εύκολα να μαντέψετε σε ποια κατηγορία ανήκει ο κύριος Μι. 

"Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να ζείτε μ' όλα τούτα τα βιβλία πάνω απ' το κεφάλι σας", είπε η κυρία Μπι. 

"Μπορεί αυτός που τα 'γραψε να ήταν έξυπνος άνθρωπος, αλλά αυτός που πάει και τ' αγοράζει είναι χαζός. Λες και δεν σας φτάνουν τα βιβλία που 'χετε εδώ μέσα για να την περνάτε".

"Αυτή η σαβούρα κάνει μονάχα για μουσείο. Ένα κομπιούτερ χρειάζεστε". 

Ο κύριος Μι, ογδοηκοντούτης, παθιασμένος αναγνώστης του Χιουμ και φανατικός μελετητής της λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, και η κυρία Μπι, μάλλον μεσήλικη λαϊκή γυναίκα ειδική στην εξολόθρευση της σκόνης, προσπαθούν να συνυπάρξουν. Εκείνος ασχολείται με τα γράμματα και εκείνη με την επιβίωσή του: διατροφή, υγιεινή, καθαριότητα.

Όσο η σκόνη και ο όγκος των βιβλίων αυξάνονται επικίνδυνα, τόσο η κυρία Μπι επιμένει πως ο κύριος Μι πρέπει να ξεφορτωθεί οτιδήποτε χάρτινο βρίσκεται στο σπίτι και να προμηθευτεί έναν υπολογιστή. Το παιδί του γείτονα, από τότε που αγόρασε αυτό το μαραφέτι, περνά επτά με οκτώ ώρες την ημέρα κοιτάζοντας μια πολύχρωμη οθόνη. Το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα και ο κύριος Μι προσηλώνεται στις αράδες των βιβλίων του. Ξεφορτώνεσαι τη βιβλιοθήκη και αγοράζεις το μηχάνημα. Απλό. 

Ο κύριος Μι ακολουθεί τις συμβουλές της καλής του οικονόμου και ανακαλύπτει μια ολότελα καινούργια γλώσσα: επεξεργασία κειμένου, PC, σερφάρισμα, μνήμη...


Σε άλλα νέα, που λένε, οι Φεράν και Μινάρ, δύο παράξενοι τύποι που μοιράζονται το πάθος τους για το σκάκι και την ψητή πάπια, αναζητούν ελεύθερη εργασία για να την βγάλουν. Κλείνονται σε ένα δωμάτιο κι αρχίζουν να αντιγράφουν την Εγκυκλοπαίδεια. Χειρόγραφα που κάνουν φτερά και η δολοφονία της νεαρής Ζακλίν τούς οδηγούν σε ένα συναρπαστικό ταξίδι που θα τους φέρει σε επαφή ακόμη και με τον ίδιο τον Ρουσσώ!

Κάτι αιώνες αργότερα, η ύπαρξη των δυο αντιγραφέων θα απασχολήσει έναν μεσήλικα ακαδημαϊκό που αναζητά  ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του Ζαν Ζακ Ρουσσώ και του Μαρσέλ Προυστ μαζί με ολίγη ανανέωση της ερωτικής του ζωής. 

Ο Προυστ έγραψε ένα μεγάλο μυθιστόρημα που αφορά ένα πρόσωπο που αποκαλείται "Εγώ" κι ας μην είναι πάντοτε αυτός ο ίδιος, και που σε ένα μόνο σημείο του βιβλίου ονομάζεται ως Μαρσέλ. [...] Τη μια ο "Εγώ" είναι ο ένας, άλλοτε πάλι ο άλλος, και μερικές φορές, κι αυτό είναι το μαγικό, κανένας απ' τους δύο. Κι όμως, για πάρα πολλούς αναγνώστες αυτά τα πρόσωπα ταυτίζονται. 

Φυγόκεντρες δυνάμεις, καινούργιοι χαρακτήρες, υποπλοκές και πληροφορίες κοντεύουν να τινάξουν τη μυθιστορηματική κατασκευή στον αέρα, μα σταδιακά βρίσκεται ο μίτος που οδηγεί τα πάντα σε μια απολαυστικά εξισορροπητική σύγκλιση, σύμφωνα με τη θεωρία του Κλαριέ και ακριβώς αυτό συμβαίνει στον Κύριο Μι του Άντριου Κράμεϋ. 

Τι θέση έχει, ή θα έπρεπε να έχει, η λογοτεχνία στη ζωή μας; Θα άλλαζε τίποτα στον κόσμο εάν επιλέγαμε ηγέτες βάσει των αναγνωστικών τους προτιμήσεων; 

Γράψιμο σημαίνει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον υπέρτατο βαθμό, όπως πίστευε ο Κάφκα; Ποτέ δεν είσαι αρκετά μόνος για να γράψεις;

Υπήρξαν οι Φεράν και Μινάρ ή αποτέλεσαν αποκύημα της φαντασίας του Ρουσσώ; Κι αν ναι, τότε πώς δολοφονήθηκε ο ένας εκ των δύο και από ποιον; Είναι δυνατόν να δολοφονηθεί κάποιος που ουδέποτε υπήρξε;

Το σεξ είναι τελικά αυτό που έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι όταν υποτίθεται πως παρακολουθούν μια ανακοίνωση σχετικά με τη λογοτεχνία του δέκατου όγδοου αιώνα; 

Λίγα μόνο από τα ερωτήματα που θέτει στον αναγνώστη αυτό το γλυκόπικρα ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα. 

Τώρα πια ήμουν στ' αλήθεια μόνος. Η Κατριόνα με είχε εγκαταλείψει, το ίδιο και ο υπολογιστής μου. Ακόμα και το φαρμακευτικό μου απόθεμα είχε εξαντληθεί, και κανένας στα νάιτκλαμπς στα οποία τηλεφώνησα δεν είχε ακουστά για παραδόσεις κατ' οίκον. Για μια ακόμη φορά ήμουν ένας μοναχικός γέρος με αδύναμη φούσκα. Αλλά, όσες δυσκολίες κι αν μας περιμένουν, όσοι εφήμεροι σύντροφοι κι αν μας εγκαταλείπουν, όσους πόνους κι αγωνίες κι αν βιώνουμε, όλα αυτά είναι εντελώς προσωρινά, και αυτές τις στιγμές γνωρίζουμε πάντα πως οι πρώτοι και οι πιο αληθινοί μας φίλοι, των οποίων η εγκατάλειψη ίσως και να επέσπευσε τις συμφορές, θα είναι πάντα εκεί για μας περιμένοντας την επιστροφή μας. Ανέβηκα αργά τη σκάλα, για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα, κρατώντας γερά την κουπαστή και λέγοντας από μέσα μου, "Ποιος θα το φανταζόταν ότι", και τα λοιπά, έως ότου έφτασα στο γραφείο μου, ξεκλείδωσα τα παραμελημένα ντουλάπια, κι άρχισα να τα βγάζω έξω ένα ένα. Τα πολύτιμα τετράδιά μου, τη μόνη αληθινή παρηγοριά μου. Μάλιστα, είπα στα βιβλία μου, μπορεί να είστε αραχνιασμένα και παλιωμένα, αλλά το ίδιο ισχύει και για μένα, κι έτσι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. 

Όσο βρίσκεται πλάι στην κυρία Μπι, ο κύριος Μι υπάρχει πραγματικά; Όταν εκείνη φεύγει, απομακρύνεται από την ίδια του την ύπαρξη; Από τη συνήθεια; Από την ιδιότητα του μοναχικού αναγνώστη; Πρέπει να επιστρέψει εκείνη στη ζωή του για να επιστρέψει κι εκείνος στη ζωογόνο μοναξιά των βιβλίων; 

Ο κύριος Μι είναι ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία του 18ου αιώνα και τους Εγκυκλοπαιδιστές. Ένα αστυνομικό θρίλερ. Μια ιστορία μυστηρίου. Ένα κάμπους νόβελ. Ένα βιβλίο για τους κινδύνους των σύγχρονων τεχνολογιών και το ψηφιακό έγκλημα. Ένα βιβλίο για τα βιβλία και όσους τα αγαπούν. Είναι όλα αυτά ή και τίποτε απ' αυτά. Είναι σίγουρα ένα καλό μάθημα για το πώς μπορεί διαφορετικά μυθοπλαστικά σύμπαντα να συναντηθούν και ετερόκλιτα λογοτεχνικά ύφη να συνυπάρξουν για να χαρίσουν γέλιο, γέλιο, γέλιο και συγκίνηση.

 * * * 

Άντριου Κράμεϋ, Ο κύριος Μι (μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), Πόλις, Αθήνα 2001.