"Στο τέλος όλοι γινόμαστε ιστορίες"
Πρόκειται για την ιστορία της ενός ιρλανδέζικου χωριού και των κατοίκων του, λίγο πριν από τον ερχομό του ηλεκτρικού. Βέβαια, ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό δεν σημαίνει απλώς ένα χωριό χωρίς ρεύμα. Σημαίνει ένα χωριό με ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς από τους ανθρώπους της εποχής μας· διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικό τοπίο, διαφορετική αίσθηση του χώρου και του χρόνου, διαφορετική αντίληψη για τον έρωτα, την οικογένεια, την αγάπη, την αλήθεια. Μια εποχή που ο κόσμος δεν ήταν τόσο οριοθετημένος όσο είναι σήμερα και η γνώση ταυτιζόταν με την εμπειρία. Μια εποχή που οι άνθρωποι δένονταν μεταξύ τους μέσα από τις ιστορίες. Παντού λεγόντουσαν ιστορίες. Το μέλλον του εκσυγχρονισμού έστεκε αβέβαιο και ο κόσμος έβρισκε παρηγοριά στην οπισθοδρομικότητα.
Για να υπερνικηθεί λοιπόν τόσο ο χρόνος όσο και η πραγματικότητα, ένας από τους άγραφους νόμους της τοπικής ποιητικής τέχνης ήταν ότι η ιστορία δεν πρέπει ποτέ να φτάνει στο ζητούμενό της ή να διακινδυνεύει κάποια κατάληξη. Και επειδή στη Φάχα, όπως και παντού στην επαρχία, ο χρόνος ήταν το μόνο πράγμα που περίσσευε σε όλους, οι ιστορίες ήταν πάντα μακροσκελείς, όλοι τις αφηγούνταν με την ησυχία τους, και την ησυχία σου, και την ησυχία όλων, και όλοι απεμπολούσαν τις ησυχίες τους πολύ ευχαρίστως, αντιλαμβανόμενοι πως ιστορίες που μιλάνε για πράγματα τόσο αφύσικα κι αλλόκοτα όσο τα ανθρώπινα όντα οφείλουν να είναι μακροσκελείς, για να μην πούμε περίπλοκες, οφείλουν να είναι τόσο μεγάλες και εκτενείς ώστε να μην τελειώνουν, ώστε βασικά να μην μπορούν να τελειώσουν στην από δω πλευρά του τάφου, και αν δεν έσβηνε κάποια στιγμή η φωτιά και αν δεν ακούγονταν τα πρωινά πουλιά, μπορεί και να συνεχίζονταν για πάντα.
Άλλωστε, στη Φάχα η εκκεντρικότητα αποτελούσε κανόνα. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να μιλούν τη γλώσσα των πουλιών, των καρπών και του νερού. "Η μοναξιά είχε κάνει τον χαρακτήρα τους διαυγή σαν κρύσταλλο [...] τα παιδικά τους χρόνια είχαν γεύση από δάκρυα". Και επειδή στη ζωή τους τίποτα το σπουδαίο δε συνέβαινε, περίμεναν έναν ξένο για να της δώσει νέο νόημα.
Ο πλανήτης δεν ήταν ακόμη τόσο γεμάτος ώστε βλέποντας ένα ανθρώπινο πλάσμα στην πόρτα σου να μην εξάπτεται η περιέργειά σου και το ενδιαφέρον σου και, επειδή τότε η συνηθισμένη τροχιά της ζωής ήταν μικρότερη, οι ξένοι έφερναν και μια αίσθηση πως οι κουρτίνα της ζωής τραβήχτηκε λιγάκι και μπορούσες για λίγο να δεις τι βρισκόταν από πίσω.
Οι δυσκολίες και τα βάσανα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής για τόσο πολύ καιρό που θεωρούνταν πια κάτι αυτονόητο. Δεν υπήρχε η προσδοκία ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα αλλάξουν ή ότι μπορούσαν να αλλάξουν. Συνέχιζες να ζεις και, με τη βοήθεια της πίστης, της οικογένειας και του χαρακτήρα σου, προσαρμοζόσουν όσο καλύτερα μπορούσες σε όποιο βάσανο και κακοτυχία σού αναλογούσε.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές που κοινοτικής ζωής στην ενορία της Φάχα –μέχρι που ήρθε το ρεύμα και οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, μες στις ανέσεις της ηλεκτρικής απομόνωσης. Γυρίζοντας την τελευταία σελίδα, νιώθει πως ο μικρόκοσμος της Φάχα αποτελεί πραγματική μικρογραφία του κόσμου όλου. Μια μικρογραφία που σε βοηθά να συνειδητοποιήσεις πόσο μεγαλειώδες, πόσο εκπληκτικά απίθανο πράγμα είναι η ζωή. Και μπορείς πάνω στην τελευταία σελίδα "να σταθείς, να σταματήσεις ό,τι κάνεις για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα καρδιοχτύπι, και, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει μες στο μυαλό σου ή στην καρδιά σου, να πεις Αυτό είναι ευτυχία, λόγω της απλής αλήθειας ότι είσαι ζωντανός και μπορείς να το πεις".
Είθε να έχουμε όλη την τύχη να ζήσουμε τόσο πολύ ώστε να δούμε την εποχή μας να μετατρέπεται σε παραμύθι.
***
Νάιαλ Ουίλλιαμς, Αυτό είναι ευτυχία (μτφρ.: Κίκα Κραμβουσάνου), Δώμα, Αθήνα 2022.