Άμα φας χώμα, βλέπεις παράξενα όνειρα. Ονειρεύεσαι ότι γυρνάς σπίτι.
Το 1861 ξεκινά ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Η Κόνστανς Τόμπσον εγκαταλείπει τον άντρα της και το αγρόκτημά τους, για να υπηρετήσει. Εκείνος μένει πίσω για να "φυλάει τη ζωή που δεν είχαν και την οικογένεια που δεν απέκτησαν". Ένας Οδυσσέας που κάθεται σπίτι. Ή ένας "κύριος-Πηνελόπη". Η Κόνστανς περνά τα σύνορα από την Ιντιάνα στο Οχάιο και παρουσιάζεται στον στρατό της Ένωσης με το όνομα Ας. Τρώει γαλέτες, πίνει ουίσκι κάτω από τ' αστέρια μαζί με τους άλλους στρατιώτες, επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία τη σωματική δύναμη και τον ιπποτισμό της, κερδίζει το παρατσούκλι-παράσημο "γενναίος Ας" και γράφει γράμματα στον άντρα της.
Τα γράμματα που μου έστελνε ο Βαρθολομαίος ήταν σε τελείως άλλο επίπεδο. Είχε τον τρόπο με πέντε λέξεις να ξαναζωντανέψει όλο τον παλιό εκείνο κόσμο. Διαβάζοντας τα γράμματά του, μύριζα τα πρώτα αρώματα του φθινοπώρου και άκουγα τους πρώτους φθινοπωρινούς ήχους. Μια φορά έβαλε μέσα στον φάκελο το αστραφτερό φτερό ενός κόκκινου καρδινάλιου και μου είπε ότι το είχε βρει "να αιωρείται στο χείλος του πηγαδιού", μέσα στο οποίο θα χανόταν ίσως για πάντα αν δεν το είχε μαζέψει για να το στείλει να με βρει πετώντας στην άλλη άκρη του κόσμου. Δεν μπορώ να σας πω ακριβώς το γιατί, αλλά αυτή η φράση για το φτερό που πέταξε στην άλλη άκρη του κόσμου για να με βρει έφερε στη γωνιά του ματιού μου ένα δάκρυ που δεν έφυγε ακόμα και όταν το σκούπισα.
Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις σαν κι αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω.
Το τιτίβισμα των κοκκινολαίμηδων, ο κορμός μιας μανόλιας, η ομορφιά κάθε στοιχείου της φύσης κάνει ακόμη πιο φρικαλέα την αγριότητα των μαχών. Η γη μετατρέπεται σε ομαδικό τάφο. Νεκροί γερμένοι σε κορμούς, νεκροί με τα πόδια στον αέρα, νεκροί που κρέμονται σαν φρούτα από τα κλαδιά των δέντρων. Σε έναν σφιχτά κλεισμένο γυλιό τρεις μεγάλες χούφτες παστό βοδινό, τυλιγμένο σε πετσέτες με κεντημένα τριαντάφυλλα. Μαζί με το βοδινό και ένα σημείωμα:
Γύρνα πίσω, αγαπημένε μου γιέ.
Η λιτή αφήγηση αφήνει χώρο για τρυφερότητα και λυρισμό σε μια πρόζα που άλλοτε μυρίζει μπαρούτι και άλλοτε ξεχειλίζει από τα αρώματα του δάσους.
Όσο ζωντανή και να κρατήσει κανείς μέσα του την ομορφιά της ζωής και της φύσης, ο πόλεμος φαίνεται πως ποτέ δεν τελειώνει. Κι αν ακόμη τελειώσει, ένα κομμάτι του μένει πάντα ζωντανό. Από τον πόλεμο κανείς δεν επιστρέφει. Μετά τον πόλεμο κανείς δεν έχει πατρίδα.
Έχετε πολεμήσει ποτέ με άντρα πάνω σε άλογο; Με άντρα που κρατά όπλο στο χέρι του; Με άντρα που έρχεται από το Νάτσεζ με το δαιμονισμένο άλογο που καβαλάει απ' όταν γεννήθηκε και διψάει για αίμα; Ένα παιδί, ούτε δυο μέτρα μακριά μου, έγινε αλοιφή από μια παρδαλή φοράδα με κόκκινα μάτια.
Όσο υπηρετεί, η Κόνστανς μιλά με τη νεκρή της μητέρα. "Ποτέ μη γυρίζεις το άλλο μάγουλο". Θυμάται τις συμβουλές της και αναζητά στον πόλεμο τον εαυτό της. Χάνει το σύνταγμά της, περιπλανιέται στην κόλαση, καταλήγει σε κελιά και φρενοκομεία, μέχρι να βρει τον δρόμο του γυρισμού και να φτάσει στο σπίτι του πιο απροσδόκητου τέλους.
***
[1] Λερντ Χαντ, Neverhome (μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου), Πόλις, Αθήνα 2021.