Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

"Μέθοδος Πουαρώ": Το οδοιπορικό μιας ευαίσθητης μισανθρώπου



Είναι κρίμα ένας νέος λογοτέχνης να μη βρίσκει την εκδοτική φροντίδα που του αξίζει. Κάτι η οικονομική κρίση, κάτι που οι εκκολαπτόμενοι φιλόδοξοι πεζογράφοι είναι πολλοί, οι εκδότες βλέπουν μάλλον με επιφύλαξη τα πονήματα των νέων δημιουργών. Τυχαίνει να έχουν αναζητήσει εναγωνίως εκδότη έργα που  αποδείχθηκαν σπουδαία, αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες  και την κριτική και βραβεύτηκαν από τις σχετικές επιτροπές. 

Είναι μια σκέψη που κάνω συχνά, με διάφορες αφορμές, αλλά τούτη τη φορά αναφέρομαι στη Μέθοδο Πουαρώ, της Ελισσάβετ Τσακανίκα, ένα σύντομο μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ, καθημερινά υπαρξιακά δράματα και μπόλικο αυτοσαρκασμό. 

Η Αγάθη Χρήστου, πρωταγωνίστρια της ιστορίας, είναι μια ελληνίδα φαν της (συνονόματής της) Αγκάθας Κρίστι. Έχει μελετήσει σε βάθος την προσωπικότητα του Ηρακλή Πουαρώ και εύχεται να ζούσε σε άλλη χώρα και άλλη εποχή. Κυρίως, όμως, εύχεται να ταξίδευε με άλλου είδους τρένα και όχι τα βαγόνια του ΗΣΑΠ. 

Η Αγάθη είναι ένα εμμονικό κορίτσι που έχει πρόβλημα με τους γιατρούς και με την ηλικία της. Βέβαια, δεν είναι φιλάρεσκη, ούτε ματαιόδοξη. "Δεν ήθελε να κρύψει την ηλικία της από τον κόσμο, ήθελε να την κρύψει από τον εαυτό της". 

"Αυτοί", σκεφτόταν η Αγάθη, "αν υπήρχε τρόπος να γνωρίζουν πότε θα πεθάνει ο καθένας μας, θα είχαν σίγουρα καθιερώσει σύστημα αντίστροφης μέτρησης της ηλικίας από το τέλος, για να τους διευκολύνει καλύτερα στη δουλειά τους. Θα σε κοιτούσαν με αναίδεια και θα σε ρωτούσαν: Πόσα σας μένουν;

Σχολαστική, ευθύβολη και ακριβολόγος, αυτή η παράδοξα συμπαθής ηρωίδα, έχει και εμμονή με τη γλώσσα. Και εδώ που τα λέμε, πόσο να αντέξει κανείς όταν διαβάζει πως "η Μόλυ είναι ντυμένη πρέπουσα για την περίσταση", "ο δράστης ήταν γνώστης στις αστυνομικές αρχές", 'οι σεισμολόγοι είναι καθησυχαστικοί, καθώς η περιοχή είναι σεισμογενής" και άλλα όμοια. Όταν λοιπόν βλέπει σε κηδειόσημο της γειτονιάς πως μια γειτονική της οικογένεια κηδεύει "τον αγαπημένο της Βησσαρίων Αμπατζόγλου", η Αγάθη λυγίζει. Πέθανε ένας άνθρωπος που, όσο ζούσε, δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς σχηματίζεται η αιτιατική του ονόματός του. 

Τι νόημα έχει να ζήσεις, αφού θα πεθάνεις; Και το κυριότερο; Τι νόημα έχει να βγάλεις το παιδί σου Βησσαρίωνα, ή Ίριδα, αφού δεν μπορείς να το κλίνεις; Το ν' αφήνεις το παιδί σου άκλιτο είναι χειρότερο κι απ' το να τ' άφηνες ατάιστο. 


Σε έναν κόσμο γεμάτο μετριότητα κι αγραμματοσύνη, σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι περιφέρονται στα βρόμικα βαγόνια του ηλεκτρικού, η Αγάθη εύχεται να μπορούσε να μεταφερθεί στο σύμπαν του Ηρακλή Πουαρώ, όπου δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στην απόλαυση της καθημερινότητας. Ο αγαπημένος της Πουαρώ ατένιζε τα γεράματα αγέρωχα και μετέτρεπε τη μεθοδική οργάνωση της καθημερινότητάς του σε ιεροτελεστία: στίλβωμα λουστρινιών, στόλισμα του πέτου, επιμελής περιποίηση του μουστακιού, τελετουργία του πρωινού και απογευματινού ροφήματος, ανάγνωση της αλληλογραφίας και πάει λέγοντας. Οι ήρωες της Αγκάθας Κρίστι απολαμβάνουν το τσάι τους κοιτώντας την αλληλογραφία τους και το συναρπαστικότερο που βρίσκουν εκεί είναι μια πρόσκληση σε τσάι.

Στην Αγάθη,  η όλη εμπειρία του μεσοπολεμικού τραίνου θα φαινόταν αρκούντως συναρπαστική, ακόμη κι αν έλειπε ο στραγγαλισμός στον παραλλήλως διερχόμενο συρμό. Αχθοφόροι, βαγόνια πρώτης θέσης με αναπαυτικά κουπέ, αμαξοστοιχίες-εστιατόρια, υπηρέτες που αναγγέλλουν ότι το τσάι σερβιρίστηκε! Ωραία πράγματα! 


Μιας και δεν ζει στη βρετανική εξοχή, η Αγάθη μετακινείται στην Αθήνα αποφεύγοντας τον συγχρωτισμό. Στην προσπάθειά της να μην ακουμπιέται με τους συνεπιβάτες της, σφίγγει τα πόδια της τόσο δυνατά που έχει μετατραπεί σε γοργόνα των μέσων μαζικής μεταφοράς όπου αποκαρδιωμένη ακούει τους επαίτες να εκλιπαρούν "Αποτελώ τετραμελής οικογένεια...". Άλλη μια αιτιατική που απειλήθηκε. 

Τι τύχη μπορεί να έχει το tea party μιας κοπέλας ανίκανης να αναπτύξει το οποιονδήποτε συναισθηματικό δεσμό; Ένα ετερόκλιτο γκρουπ ατόμων καταλαμβάνει το σαλόνι της και διαμορφώνει το μωσαϊκό της εποχής μας: καλλιτεχνικές τάσεις, οικολογικές ευαισθησίες, πολιτικοποίηση και νοικοκυροσύνη. Εργένηδες που αφιερώνονται στη διάσωση των αλεπούδων, σε πολιτικές νεολαίες και σε σεμινάρια μαγειρικής. Πού να ξέρουν όλοι αυτοί πως όταν σε προσκαλούν σε τσάι, το τσάι είναι υποχρεωτικό; Πως αν φανούν ασυνεπείς, σοκολατάκια και καπ κέηκς μπαινοβγαίνουν στο ψυγείο για να διατηρηθούν φρέσκα, ενώ η οικοδέσποινα καταβάλει επίπονες προσπάθειες να κρατήσει τα τριαντάφυλλα δροσερά για ώρες;

Τι μπορεί να επιδράσει παρηγορητικά στον ψυχισμό ενός τέτοιου κοριτσιού; Η φαντασία; Η ανθρώπινη δυστυχία που προβάλλεται σε ριάλιτι με παχύσαρκους πρωταγωνιστές; Η ποίηση που μιλά την οικουμενική γλώσσα του γυναικείου μαζοχισμού α λα Πολυδούρη; Βυθισμένη στον κόσμο της αυτολύπησης, η Αγάθη περιφέρεται στους γάμους των συμμαθητών της και εύχεται να γνωρίσει "τον κατάλληλο" και να αποκτήσει κι εκείνη κάποτε ένα μωρό. Ένα μωρό έξυπνο, με πλούσιο λεξιλόγιο, που θα πηγαίνει μόνο του στην τουαλέτα και αμέσως μετά θα ψεκάζει τον χώρο με αρωματικό σπρέι.

Η παραλία του Βαρνάβα, όμως, όπου "απολαμβάνει" το μπάνιο της με τις  ορδές των λουόμενων της Αττικής δεν έχει καμία σχέση με τις ακτές της Κορνουάλης και η νεαρή κοπέλα μοιάζει καταδικασμένη στη δυστυχία. Μια γυναίκα που από λάθος γεννήθηκε στις συνοικίες της Αθήνας και όχι στην Τορκί του Ντέβον. Μια ευαίσθητη μισάνθρωπος που δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τον χρόνο, που θρηνεί σε κάθε αλλαγή εποχής, που την πονά το στρώσιμο των χαλιών και οι αλλαγές των ρούχων στις ντουλάπες. Στο αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφει στο μυαλό της, η Αγάθη σκοτώνει την ίδια τη ζωή. 

***

Ελισσάβετ Τσακανίκα, Μέθοδος Πουαρώ, εκδόσεις Τυφλόμυγα, Αθήνα 2018. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου