Σ’ εκείνο το δωμάτιο που δεν θερμαινόταν καλά, στη βορειοδυτική γωνία του σπιτιού στο Παρκ Πλέις, άρχισα έκπληκτος να νιώθω τα πρώτα σκιρτήματα μιας ηδονής που στην αρχή δεν ήξερα ούτε πώς να εκμαιεύσω ούτε πώς να ανταποδώσω στο σώμα που την προκαλούσε, το οποίο ήταν το δικό μου. Δεν υπήρχαν εικόνες που να συνδέονται μ’ αυτήν ούτε και αντικείμενο, πέρα από την αγνή σωματική αίσθηση. Ήταν σαν να είχα βρει τρόπο να τραγουδάω αλλά όχι από το λαρύγγι. Ανακάλυψα κατά τύχη και δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να την είχαν νιώσει κι άλλοι πριν από μένα. Έτσι, δεν συνέδεσα αυτές τις θεσπέσιες, έντονες αισθήσεις με τη δολοφονία που έδιωξε τον Κλίτους Σμιθ από το Λίνκολν, ή με αυτά που έκαναν οι άντρες και οι γυναίκες, τα οποία είχαν το ελεύθερο να κάνουν αρκεί να ήταν παντρεμένοι. Ή ακόμα με αυτά που συζητούσαν τα μεγαλύτερα αγόρια στ’ αποδυτήρια του σχολείου. Ήταν ένα απόλυτα ατομικό πάθος, κάθε άλλο παρά παθητικό, που με έκανε δύο ξεχωριστά αγόρια. Το ένα πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν επιμελές με τα μαθήματά του και προσπαθούσε να μπει στη χορωδία ή στη ρητορική ομάδα κι έμενε μετά το σχόλασμα για να συζητήσει με τον καθηγητή μαθηματικών. Το άλλο ήταν μελαγχολικό και σπάραζε από τύψεις κι από τους άλλους δεν ζητούσε τίποτα περ’ από την απουσία τους.
* * *
William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (μτφρ: Παναγιώτης Κεχαγιάς), Gutenberg, Αθήνα 2020.
Τι όμορφη και συνοπτική περιγραφή της ψυχολογίας του εφήβου. Σε λίγες αράδες περιέγραψε τόσα πράγματα και έννοιες που κάποιος άλλος θα ήθελα ολόκληρο τόμο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα έπρεπε να το διαβάσουν όλοι οι γονείς, άλλοι για να ξαναθυμηθούν και άλλοι για να καταλάβουν...
Το "Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο" είναι ένα μικρό αριστούργημα. Όχι μόνο γι'αυτά που "λέει", αλλά και -κυρίως- γιατί τα λέει σε τόσο χαμηλό τόνο.
ΑπάντησηΔιαγραφή