Oνειρεύτηκα τρεις συγγραφείς
φυλακισμένους. Ο ένας ήταν φυλακισμένος
σε κανονικό δεσμωτήριο, με κελιά, με
κάγκελα, μ' ανθρωποφύλακες. Αλλά ελευθερώθηκε. Ο δεύτερος ήταν αιχμάλωτος της συνείδησής του. Ελευθερώθηκε κι αυτός. Ο τρίτος είχε βρει τον τρόπο να γίνει ο πιο δυστυχισμένος απ' όλους κι έμεινε εγκλωβισμένος στην ανάμνηση της ερωμένης του.
- Σύντροφε,
κοιμάσαι;
Ήθελα
να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα
μαρξισμού
που να βουλιάζουν οι λέξεις
στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις
κόρες των ματιών της;[1]
|
Monia Merlo |
- Είναι
χρόνια τώρα που θέλω να γράψω ένα ωραίο
βιβλίο. Ένα βιβλίο με δέντρα, μ’ ένα
ψαράδικο λιμανάκι κι ένα μεγάλο έρωτα.
Νάναι μια κόρη που να τη φωνάζουν
Ίγγεμποργκ κι άλλη μια, η Μονάκριβη. Τα
λόγια γεμάτα και ήρεμα σαν ποτάμι, να
φεγγίζουν μες απ’ τις γραμμές του
χρυσαφένια. Όπως το ηλιοβασίλεμα πίσω
απ’ τα λιόδεντρα και τα πεύκα. Να τελειώσω
το βιβλίο και να μη μου κάνει καρδιά να
τ’ αφήσω, μόνο να κάθομαι να γράφω άλλες
δυο σελίδες, με κυρτά των δέκα, λευκά,
έτσι, για να μείνω ακόμα λίγο με τη
συντροφιά των δακρυσμένων ηρώων μου.
Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπημένο που
να κάνει ευτυχισμένους όσους το
διαβάζουν.
Μα
είναι τούτη η κατάρα της εποχής μας που
μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το
πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων,
πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη
και τον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα: η
φωνή, τα δάχτυλα κι η καρδιά μου. Κι ο
Απρίλης, ο Απρίλης με τις πασχαλιές,
γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σαν
ξερή πέτρα να βουλιάζει αργά μέσα σε
μιαν άγονη και πυρωμένη αμμοθάλασσα.
Και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια
κι ακρίδες και σκορπιοί και σκολόπετρες
και φίδια και γεράκια. Είναι και τα
κίτρινα κόκκαλα της εξορίας και της
μοναξιάς. Τον Απρίλη γευτήκαμε πρώτη
φορά το φαρμάκι της προδομένη φιλίας.
Γι’ αυτό είναι και πιο σκληρός.[2]
"Όταν
λείπεις, προσπαθώ να μετρήσω την κίνηση
του ρολογιού, να δω το φως πώς αλλάζει.
Ξέρω πως το ρολόι κινείται, πως το φως
όσο πλησιάζει το βράδυ λιγοστεύει και
σώνεται. Δε βλέπω τίποτα. Ούτε τη
θερμοκρασία που κατεβαίνει μαζί με το
βράδυ, ούτε το δέντρο πως μεγαλώνει.
Χωρίς εσένα, είμαι μικρός, το καταλαβαίνω,
πολλές φορές ένα τίποτα.
Συχνά
δε θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα
πεζοδρόμιο στ’ άλλο. Ξέρω μόνο πως ενώ
πρώτα βρισκόμουν στο αντικρινό, τώρα
είμαι εδώ. Γενικά υπάρχουν στη ζωή μερικά
γεγονότα, που άθελά τους ξεχνιούνται.
Παραδείγματος χάρη, πότε και πόσες φορές
έκανα δήλωση, ακόμα και τι έγραφα μέσα.
Όμως
θυμάμαι όλους τους πόρους στο δέρμα
σου, ίσως γιατί από κει αναπνέω, των
παρειών σου το πύρωμα, έτσι όπως θα ‘θελα
πάντα να είναι ζεστή η ζωή, τους κυματισμούς
της κοιλιάς σου, μια κίνηση, που αν με
συνόδευε στο πέρασμα του δρόμου για το
αντικρινό πεζοδρόμιο, δε θα την ξεχνούσα
ποτέ, της ραχοκοκαλιάς σου το τόξο,
ουράνιο, τη μυστική σου σπηλιά, καμίνι
που μέσα του λιώνουν όλες οι δεύτερες
πράξεις μου, μερικά λυπηρά γεγονότα που
σβήνουν εκεί και ξεχνιούνται ολότελα".[3]
***
[1] Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1991.
[2] Μια εξομολόγηση του Στρατή Τσίρκα στα 1947. Από το άρθρο του Μίλτου Πεχλιβάνου, "Σημεία
στίξεως της ανάγνωσης: Δημήτρης
Ραυτόπουλος και Στρατής Τσίρκας", Μανδραγόρας, Τχ.30, Σεπτέμβριος 2003.
[3] Μάριος Χάκκας, "Οι εξαιρετικές μου στιγμές", από τον Μπιντέ, Κέδρος, Αθήνα 1986