Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Μια ιστορία για την πτώση του Τείχους (σχεδόν)

Schoolgirls of USSR (Soviet postcard)


Ήρθαμε οικογενειακώς από την Πολωνία το 1983. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε έρθει ο αδερφός της μητέρας μου με την οικογένειά του, το 1984 ήρθαν ο παππούς μου με τη γιαγιά μου, το 1987 η θεία μου η Αρχοντούλα και το 1989 οι γονείς του πατέρα μου. 

Όταν ήρθαμε, οι γονείς μου δεν είχαν έτοιμες δουλειές και δεν ήταν διατεθειμένοι να γραφτούν στο ΠΑΣΟΚ για να βρουν δουλειά αμέσως. Έτσι, για να τα καταφέρουν με τα πρώτα έξοδα και να μη λείψει τίποτα από εμένα και τις αδερφές μου, έφεραν πράγματα που στην Πολωνία ήταν αρκετά φτηνά και θα μπορούσαν εδώ να τα πουλήσουν, ώστε να περάσουμε τους πρώτους μήνες. Η γιαγιά μου η Βασιλική γύριζε τη γειτονιά "δειγματίζοντας" λινά τραπεζομάντηλα, πετσετάκια, σερβίτσια από κινέζικη πορσελάνη, ρώσικες κούκλες και διάφορα άλλα. Είχαμε φέρει με το βαγόνι και δύο πιάνα -το ένα πουλήθηκε και με το άλλο μάθαμε μουσική. 

Εκτός από όσα θα πουλούσαμε, οι γονείς μου είχαν προνοήσει και για την ανάπτυξή μας. Είχαμε ρούχα σε όλα τα μεγέθη, για παιδιά από τριών έως δέκα χρονών. Έτσι, μέχρι τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τουλάχιστον, κάποια από τα ρούχα που φορούσαμε ήταν πολωνικά. Τα ξεχώριζα διότι έκαναν μπαμ από μακριά: σκούρα χρώματα, όλα καφετιά ("ήταν μια καφέ εποχή" που λέει κι ο Τζόναθαν Κόου), γκρι, μπλε. Τίποτα ροζ, τίποτα έντονο, τίποτα κοριτσίστικο. Τα κοριτσίστικα πράγματα που είχαμε ήταν κάτι "ποτκολανούφκι" (ψηλές κάλτσες μέχρι το γόνατο), μάλλινα καλσόν και πουκαμισάκια με φαρμπαλάδες που μας τα φορούσαν στις γιορτές ή όταν πηγαίναμε στον γιατρό. 

Όταν πήγαμε στο Δημοτικό, λοιπόν, δεν χρειάστηκε να αγοράσουμε σάκες, διότι υπήρχαν οι πολωνικές, που μας περίμεναν πώς και πώς. Καφετιές, δερμάτινες, με κάτι ανέκφραστα ανθρωπάκια που θύμιζαν τους Μπόλεκ και Λόλεκ. Τώρα θα τις λάτρευα. Τότε τις σιχαινόμουν. Ούτε ροζ, ούτε λουστρινένιες, ούτε μια Μπιμπιμπό πάνω, τίποτα. Σκεφτόμουν πως αυτές οι τσάντες, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εγώ και η αδερφή μου ήμασταν δίδυμες, θα μας έκαναν να μοιάζουμε τουλάχιστον με ούφο. Όταν η δασκάλα μας, η κυρία Γιώτα, μας ρώτησε από πού είμαστε, είπα ντροπαλά: "Γεννηθήκαμε σε μια άλλη χώρα, την Πολωνία. Δεν ξέρω αν την ξέρετε". Από το κακό στο χειρότερο...

Το καλοκαίρι του 1987, η μεγάλη αδερφή μας είχε την φαεινή ιδέα να αφήσουμε ένα μήλο να σαπίσει σε μια τσάντα όλο το καλοκαίρι, χωρίς να το πούμε στους γονείς μας. Έκλεισε το μήλο της σε πολιμπάγκ και το άφησε στην τσάντα της, βαθιά μέσα στην ντουλάπα μας. Όταν η μαμά το μυρίστηκε και βρήκε την τσάντα, αγόρασε σε όλες μας καινούργιες σάκες, μοβ, ροζ και φούξια, και βγάλαμε πανευτυχείς μια οικογενειακή φωτογραφία στη βεράντα. 

Δυο χρόνια μετά έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Θυμάμαι τους γονείς μου να παρακολουθούν τα γεγονότα στην τηλεόραση συγκλονισμένοι, αλλά όχι λυπημένοι. Το επόμενο καλοκαίρι ο θείος μου με την οικογένειά του ταξίδεψαν στην (πρώην) Δυτική Γερμανία. Το τι μας έφεραν δεν λέγεται. Όταν ρώτησα πού πήγαν και τα βρήκαν όλα αυτά, ο ξάδερφός μου είπε κοροϊδεύοντας ότι ταξίδεψαν στο μέλλον. 

Κι έτσι έπεσε το Τείχος και τώρα ζούμε οικογενειακώς το μέλλον μας. 


***

2 σχόλια:

  1. Υπέροχο άρθρο. Εγω πάντως πάντα ζηλευα τις τσάντες σας !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Όσο για τις τσάντες... Αλήθεια; Τις θυμάστε;

      Διαγραφή