Είναι Γενάρης του 1942. Κάνει κρύο, όλοι πεινούν. Η σόμπα του δωματίου είναι σβηστή, οι τρεις νέοι φορούν τα παλτά τους, τουρτουρίζουν και καπνίζουν αρειμανίως. Ο Αλέκος, εκκολαπτόμενος λογοτέχνης, διαβάζει στο Χριστόφορο και τον αφηγητή το λογοτεχνικό του πόνημα με τον τίτλο "Σιωπή". Το έργο είναι αντιστασιακό. Όταν ολοκληρώνεται η ανάγνωσή του, οι σύντροφοί του γνωμοδοτούν:
Ο
Χριστόφορος του έκανε δριμύτατη κριτική, εκφράζοντας την έκπληξή του
και τη λύπη του, που ο Αλέκος είχε χαραμίσει ένα τόσο ωραίο και επίκαιρο
θέμα, βιάστηκε όμως να προσθέσει ότι το πράγμα διορθωνότανε πολύ
εύκολα, αρκεί να πρόσθετε ο Αλέκος μερικές λεπτομέρειες, που θα
πολιτικοποιούσαν τη "Σιωπή" του και φυσικά έπρεπε να αλλάξει το δίχως
άλλο το τέλος, για να φανεί καθαρά ότι ο συγγραφέας του έργου πιστεύει
ακράδαντα στην τελική νίκη. Κατέκρινα κι εγώ το έργο, είπα ανοιχτά τη
γνώμη μου στον Αλέκο, τονίζοντας πως έμενε ασαφής η κοινωνική προέλευση
και κατάσταση των ηρώων του και το κυριότερο, κάνανε αντίσταση κατά
τρόπο ελάχιστα ρεαλιστικό (άλλωστε και το όλο έργο δεν ήτανε καθόλου
ρεαλιστικό, βασικό ελάττωμα κι αυτό βεβαίως, αλλά δεν ήθελα να είμαι
υπερβολικά αυστηρός σ' αυτό το σημείο). Μα έστω κι έτσι, θα μπορούσε ο
Αλέκος να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους και να μην αφήσει απαράδεκτες
ασάφειες (δεδομένου ότι, όπως και να 'χε, αντιστασιακό ήτανε το έργο
του και συνεπώς παράνομο και συνεπώς θα έπρεπε να κρύψει ούτως ή άλλως
τα χειρόγραφα) θα μπορούσε λοιπόν να το πει καθαρά πως τα όσα διηγείται
γίνονται στις μέρες μας (δηλαδή κατά τη διάρκεια της Κατοχής) και να
κατονομάσει την Κυβέρνηση που διατάζει την τοποθέτηση μικροφώνων σε όλα
τα σπίτια (μικροφώνων συνδεδεμένων με ένα Ακουστικό Κέντρο, όπου οι επί
τούτο διορισμένοι ωτακουστές συναλλάζονται μέρα νύχτα και φορούνε
ακουστικά και μπορούνε με τη βοήθεια ειδικών συσκευών, δίκην τηλεφώνων
να πούμε, να συνδέονται με όποιο σπίτι ή διαμέρισμα θέλουν και να ακούνε
τι λένε οι πολίτες της χώρας - γιατί να μην τους πει κατεχόμενους ο
Αλέκος και γιατί να μην προσδιορίσει σαφώς πως πρόκειται για την
Ελλάδα;) Εν πάση περιπτώσει, αν παραγνώριζε κανείς τη βασική αδυναμία
του έργου, την αντιρεαλιστική του βάση, θέλω να πω (διότι βεβαίως καμία
κυβέρνηση δεν σκέφτηκε, ούτε θα σκεφτεί ποτέ να τοποθετήσει ανοιχτά τα
ωτακουστικά της μικρόφωνα στα σπίτια) το πράγμα παρουσίαζε αρκετό
ενδιαφέρον[1].
***
[1] 'Αρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο, Κέδρος, Αθήνα 1998.
[2] Στη φωτογραφία μια σκηνή βγαλμένη από το "Κιβώτιο": ο
Στάλιν, ο Γκόρκι και ο Βοροσίλοφ -ως αφηγητής, Αλέκος και Χρισότοφορς αντίστοιχα-
κουβεντιάζουν για τη λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου