"Ποτέ δεν είχα δοσοληψίες με τη Δικαιοσύνη", δήλωσε ο κύριος Κοστελέτσκυ, "αλλά πρέπει να πω πως μου αρέσει η σχολαστική ακρίβεια των δικαστηρίων, αυτή η αρχή που έχουν να τα ψιλοκοσκινίζουν όλα, ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα. Είναι κάτι που σε κάνει να εμπιστεύεσαι τη Δικαιοσύνη. Αφού η Δικαιοσύνη κρατάει στο ένα χέρι ζυγαριά και στο άλλο σπαθί, τότε η ζυγαριά πρέπει να είναι ζυγαριά φαρμακοποιού και το σπαθί κοφτερό σαν ξυράφι.
Από το διήγημα του Κάρελ Τσάπεκ, Η βελόνα
Η εικόνα της Δικαιοσύνης που κρατά στο ένα της χέρι το σπαθί και στο άλλο τη ζυγαριά, και πολλές φορές έχει δεμένα τα μάτια, μάς είναι γνωστή. Διότι η Δικαιοσύνη είναι τυφλή. Γνωστό κι αυτό. Όσο καλή θέληση και να 'χει κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να δείξει στη Δικαιοσύνη την τυφλή εμπιστοσύνη που της τρέφει ο κύριος Κοστελέτσκυ. Αλλά κι ο κύριος Κοστελέτσκυ -ήρωας βγαλμένος από διήγημα του Κάρελ Τσάπεκ- αποτελεί μάλλον μια φωτεινή εξαίρεση στην τσέχικη διηγηματογραφία. Συνήθως, οι ήρωες στα διηγήματα του Κάρελ Τσάπεκ ή του άλλου μεγάλου ομοτέχνου του, του Γιάροσλαβ Χάσεκ, όπως και οι ήρωες των ιστοριών του Κάφκα, όσο καλοπροαίρετοι και να 'ναι, δεν ξεμπερδεύουν εύκολα με τη Δικαιοσύνη. Μπλέκονται στα δίχτυα της, χάνονται σε λαβυρίνθους και κανένας μίτος δεν είναι διαθέσιμος να τούς φανερώσει μια έξοδο κινδύνου.
Ο Τσάπεκ και ο Χάσεκ είναι δύο διηγηματογράφοι για τους οποίους θα πρέπει να είναι πολύ περήφανοι οι Τσέχοι. Τον πρώτο τον ξέρουμε γιατί μας άφησε, εκτός από το λογοτεχνικό του έργο, μια παρακαταθήκη: τη λέξη "ρομπότ" (από το ρήμα robotiti = εργάζομαι), που πρώτη φορά απαντά στο ομότιτλο θεατρικό του έργο. Είναι γεγονός ότι ο Τσάπεκ ανησυχούσε πολύ για τις επιπτώσεις που θα είχαν η εξειδίκευση και η τεχνολογική πρόοδος στον άνθρωπο και τον απασχόλησαν ιδαίτερα τα ηθικά ζητήματα που ανέκυψαν μετά από διάφορες επιστημονικές εφευρέσεις, ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού και της κυριαρχίας των μηχανών, το μέλλον των ανθρωπιστικών ιδανικών γενικότερα. Η ενασχόλησή του με τα ανθρωπόμορφα ρομπότ οδηγεί στην κατάρριψη της θεωρίας σύμφωνα με την οποία ο Τζωρτζ Όργουελ υπήρξε ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με την επιστημονική φαντασία. Μάλλον και εδώ οι Τσέχοι έχουν τα πρωτεία. Ιστορίες επιστημονικής φαντασίας δεν τόλμησε να γράψει κατά μία έννοια και ο Κάφκα;
Κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στους δύο συγγραφείς, και κάτι που καθιστά τη διηγηματογραφία τους μοναδική, είναι η σατιρική τους διάθεση, ιδιαίτερα στις αστυνομικές ή μάλλον τις "αντι-αστυνομικές" τους ιστορίες. Μια αξιόλογη συλλογή τέτοιων ιστοριών του Τσάπεκ είχε κυκλοφορήσει κάποτε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρωστις. Τη μετάφραση είχε κάνει από τα γερμανικά ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και την έκδοση συνόδευε μια σύντομη, πλην όμως πολύ εμπεριστατωμένη εισαγωγή, γραμμένη από τον ίδιο. Το βιβλίο ήταν για κάποιο διάστημα εξαντλημένο. Ίσως να 'χει επανακυκλοφορήσει. Πέρυσι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φαρφουλάς μια άλλη συλλογη με σατιρικά διηγήματα του Γιάροσλαβ Χάσεκ, που πρώτη φορά μεταφράστηκαν στα ελληνικά από την τσέχικη γλώσσα σε μετάφραση του Μάριου Δαρβίρα. Και αυτά στην πλειοψηφία τους είναι ιστορίες που έχουν να κάνουν με τη Δικαιοσύνη. Βαρυποινίτες, θανατοποινίτες, δολοφόνοι, δικαστές, κατηγορούμενοι, καταδικασθέντες και αθώοι, όλοι μεταμορφώνονται σε γκροτέσκες καρικατούρες με την πένα του Χάσεκ.
Αν δεχτούμε πως "το γκροτέσκο είναι αισθητικό είδος που βασίζεται στο συνδυασμό δύο ετερογενών στοιχείων, αφενός του κωμικού και αφετέρου του μυστηριώδους ή αποκρουστικού"[2], τότε αναμφίβολα πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτό είναι που συνδέει τους δύο διηγηματογράφους. Ο Χάσεκ "μετά την απομάκρυνσή του από τον αναρχισμό, το 1907, παρωδεί κυρίως τις αυθεντίες και τους θεσμούς που αποτελούσαν πυλώνες του κοινωνικού συτήματος, όπως για παράδειγμα την αστυνομία, την εκκλησία, τον μιλιταρισμό, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση"[3]. Έτσι λοιπόν ο αναγνώστης μένει έκπληκτος διαβάζοντας πώς περνά την τελευταία του μέρα ένας θανατοποινίτης στο διήγημα "Ο σωσμένος". Στον Πάταλ ανακοινώνεται από τους δεσμοφύλακες πως πρόκειται να κρεμαστεί την επομένη και γι΄αυτό μπορεί να ζητήσει ό,τι τραβάει η όρεξή του, ώστε να φύγει από τη ζωή όσο γίνεται πιο ικανοποιημένος. Αφού έφαγε λοιπόν το συκώτι που ζήτησε, τη σαλάτα, τα κουλουράκια και κάπνισε ευχαριστημένος το τσιμπούκι του, ζήτησε λίγο κρασί ακόμη, λίγο ζαμπόν, δύο λουκάνικα, λίγη κρέμα, λαδερές σαρδέλες, γκοργκοντζόλα, μερικά φρούτα, λίγα κουλουράκια ακόμη, ένα φλιτζάνι καφέ και, τέλος, εξομολογήθηκε ευχαριστημένος. Ώσπου τον έπιασαν αίφνης φοβεροί στομαχικοί σπασμοί και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός που ανέλαβε τον Πάταλ έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες επί 14 ημέρες για να τον επαναφέρει και να μπορέσει να εκτελεστεί κανονικά!
Σ' ένα εξίσου ειρωνικό διήγημα, τη "Συνέντευξη με τον κύριο λογοκριτή", ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει, μέσα από μια εξωφρενικά χιουμοριστική αφήγηση, πόσο μπελαλίδικη δουλειά είναι αυτή του λογοκριτή. Ο κύριος λογοκριτής εξηγεί τι ήταν αυτό που τον παρακίνησε να λογοκρίνει τη φράση: "Έστεκε ακουμπώντας στο δέντρο, κοιτούσε την καταιγίδα και αναπολούσε":
Έπρεπε να τη λογοκρίνω διότι αυτό που κολλάει στο μυαλό του αναγνώστη είναι η λέξη "καταιγίδα" και ο αναγνώστης, οδηγημένος από την ψυχολογία, θ' αρχίσει να "αναπολεί" όχι μια συγκεκριμένη καταιγίδα, αλλά την καταιγίδα γενικά κι έτσι θα σκέφτεται πως υπάρχουν καταιγίδες άλλου τύπου απ' αυτές που αποτελούν ουράνια φυσικά φαινόμενα, καταιγίδες πολιτικές, σαματάδες, κύριε, διαδηλώσεις".
Από την άλλη, στις αντι-αστυνομικές ιστορίες του Κάρελ Τσάπεκ "μερικές φορές η λύση δίνεται εντελώς τυχαία, άλλοτε βρίσκεται από συνηθισμένους ανθρώπους, χωρίς πολλή εξυπνάδα και φαντασία, και η κοινοτοπία θριαμβεύει επί της πρωτοτυπίας, άλλοτε πάλι δεν υπάρχει καθόλου λύση, παρά το μυστήριο παραμένει και η εξήγησή του θ' απαιτούσε μια λογική διαφορετική από εκείνη του ντεντέκτιβ. [...] Παντού είναι διάχυτη η αντίληψη ότι τα όρια ανάμεσα στο έγκλημα και τη δικαιοσύνη, τον απατεώνα και τον αστυνομικό, τον δολοφόνο και τον δικαστή είναι πολύ ρευστά"[4] .
Στο διήγημα "Ο μάντης" ένας εισαγγελέας οδηγείται σε συμπεράσματα για τους κατηγορουμένους εμπιστευόμενος σ' έναν μάντη τα χειρόγραφά τους. Οδηγεί έναν άθρωπο στην κρεμάλα, ενώ αμέριμνος συνειδητοποιεί ότι το χειρόγραφο που διάβασε ο μάντης δεν ήταν του εγκληματία, αλλά δικό του! Στο διήγημα "Ο ποιητής" ένα σουρεαλιστικό ποίημα οδηγεί στη σύλληψη του δράστη, ενώ στην "Ημέρα της Κρίσεως" διαπιστώνουμε πως στα δικαστήρια του βασιλείου των ουρανών ο Θεός είναι ένας απλός μάρτυς! Στην "Αποφυλάκιση" ένας καλόκαρδος κρατούμενος αποφυλακίζεται και, χαμένος στη πολύβουη πόλη, μπλέκεται πάλι στα δίχτυα της αστυνομίας, ώσπου οδηγείται τελικά στην αυτοκτονία. Στο "Μυστήριο του κλεμμένου παιδιού" ένας μισάνθρωπος που θυμίζει Ηρώδη αναζητά εναγωνίως ένα βρέφος για να το επιστρέψει στην απεγνωσμένη μητέρα του:
"Μα κυρία μου", είπε στο τέλος ο υπαστυνόμος, "δεν μπορεί να είναι τόσο σοβαρό το πράγμα. Για πες μου, δηλαδή, ποιος θα έκλεβε ένα μωρό; Τα μωρά δεν τα κλέβουν, τα ξεφορτώνονται [...] να μου έλεγες πως έκλεψαν το καρότσι, θα το καταλάβαινα. [...] Κυρά μου, πολύ σπάνια κλέβει κανείς κάτι από αγάπη, σχεδόν πάντα το κάνει για τα λεφτά. Για τον Θεό, πάψε επιτέλους τις κλάψες!"
Πολλά τέτοια συμβαίνουν σ' αυτές τις δύο συλλογές. Χαρακτήρες καλοί, κακοί, δίκαιοι, άδικοι, συνειδητά ή ασυνείδητα αστείοι, ο καθένας εκτίει την "ποινή" του μ' ένα βήμα που μετεωρίζεται μεταξύ εθιμικού και γραπτού δικαίου, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Κι όλα αυτά σ' έναν κόσμο εξίσου παράλογο με τον σημερινό.
[1] Από την εισαγωγή του Μάριου Δαρβίρα στο "Ο μεγαλύτερος Τσέχος συγγραφέας Jaroslav Hasek", Φαρφουλάς 2012
[2] Philip Thomson, "To γκροτέσκο" στη σειρά Η γλώσσα της Κριτικής, 27, Ερμής 1984
[3] Από την εισαγωγή του Μάριου Δαρβίρα στο "Ο μεγαλύτερος Τσέχος συγγραφέας Jaroslav Hasek" (μτφρ. Μάριος Δαρβίρας), Φαρφουλάς 2012
[4] Από την εισαγωγή του Δημοσθένη Κούρτοβικ στο Κάρελ Τσάπεκ, Από τη μία τσέπη στην άλλη (μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ), 'Αγρωστις 1991
Στις εικόνες: Ο Κάρελ Τσάπεκ, μια σκηνή από την ταινία "Ο καλός στρατιώτης Σβέηκ", ένα έργο του Michael Sowa και ένα σχέδιο του Leonardo Da Vinci.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου