Πολλές συλλήψεις αυτές τις μέρες και μακάρι να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να 'χουμε κι άλλα τέτοια ευχάριστα και στην ώρα τους. Κι επειδή οι συλλήψεις είναι πολλές και ακούμε πολλά περί Δικαιοσύνης αλλά και λόγω επειδής αυτό το έρμο το μπλογκ πρέπει να ανανεώνεται, πλην όμως η γράφουσα δεν έχει και πολλή έμπνευση, σήμερα θα θυμηθούμε κατιτίς κλασικό.
Ποιος λογοτεχνικός ήρωας συνελήφθη χωρίς να ξέρει το γιατί; (Καμία σχέση με τους συλληφθέντες των ημερών. Αυτοί πολύ καλά ξέρουν.) Ούτε το όνομά του δε γνωρίζουμε... Ήταν ο καημένος ο Κ. από τη Δίκη του Φραντς Κάφκα. Πιθανόν να πρόκειται για το αρχικό γράμμα του ονόματος του συγγραφέα.
Τον Κ. που λέτε τον έπιασαν στον ύπνο. Ήρθαν στο σπίτι του οι δεσμοφύλακες, καταβρόχθισαν το πρωινό του και τον ειρωνεύτηκαν κιόλα:
Αν συνεχίσει η τύχη να σας ευνοεί όπως και στην επιλογή των δεσμοφυλάκων σας, τότε μείνετε ήσυχος.
Και να φανταστείτε πως κατά τα άλλα ζούσε σε μια κοινωνία δημοκρατική, σαν τη δική μας:
Ποιοι ήσαν τάχα ετούτοι οι
δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό
πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει στο ίδιο του
το σπίτι;
Ήταν τόσο τυχερός ο Κ. που μπορούσε να εξακολουθήσει να εργάζεται παρά το γεγονός ότι είχε συλληφθεί. Ο επιθεωρητής μάλιστα ήταν εξαιρετικά καθησυχαστικός:
«Πώς να πάω στην Τράπεζα αφού
έχω συλληφθεί;» «Α! καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής, που είχε φτάσει κιόλας
στην πόρτα. Με παρανοήσατε. Φυσικά έχετε συλληφθεί, αλλ’ αυτό δε θα σας
εμποδίσει να πηγαίνετε στη δουλειά σας. Δε θα εμποδιστείτε να συνεχίσετε την
κανονική σας ζωή.» «Μα τότε δεν είναι άσχημο να σε συλλαμβάνουν», είπε ο Κ.
πλησιάζοντας τον Επιθεωρητή. «Δεν είπα ποτέ πως είναι», είπε ο Επιθεωρητής.
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία λοιπόν, γιατί να φοβόμαστε τη Δικαιοσύνη; Έλα όμως που η ευνομούμενη πολιτεία μπορεί να είναι και διεφθαρμένη... Ο Κ. στην απολογία του προς το Δικαστήριο ανεφέρει χαρακτηριστικά:
[...] Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πίσω απ’ όλες τις ενέργειες του
δικαστηρίου, εννοώ την υπόθεσή μου, πίσω από τη σύλληψή μου και τη σημερινή
ανάκριση, κινείται ένας μεγάλος οργανισμός. Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι
μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους
οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους,
αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της ύψιστης
πράγματι βαθμίδος, για την απαραίτητη και ολιγάριθμη ακολουθία κλητήρων,
γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων· δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία,
κύριοι, αυτού του μεγάλου οργανισμού; Να,
σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις
εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα,
όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι
δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους;
Αδύνατον. Ακόμα και ο Ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να
παραδεχτεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του.
Και ενώ ο Κ. είναι φυσικά πεπεισμένος για την αθωότητά του, είναι επίσης πεπεισμένος για την καταδίκη του. Μάταια ζητά τις συμβουλές του ζωγράφου Τιτορέλλι, που υπόσχεται να τον απαλλάξει. Εδώ όμως το παράλογο που τόσο αγαπούσε ο Κάφκα φτάνει στα όριά του. Ο Κ. δε χρειάζεται βοήθεια γιατί είναι αθώος. Αφού είναι αθώος θα έπρεπε να μείνει ήσυχος. Μα από τη στιγμή που κατηγορείται από το Δικαστήριο κανείς δεν είναι αθώος. Κι έτσι ο Κ. μπλέκεται σ' ένα λαβύρινθο αναζήτησης βοήθειας που στην πραγματικότητα δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα γιατί δύο μόνο είδη αθώωσης υπάρχουν: η φαινομενική και η αναβολή της δίκης επ' αόριστον...
«[...] Κάποτε φαντάζεται κανείς ότι η όλη υπόθεση λησμονήθηκε, τα έγγραφα
χάθηκαν και η αθώωση έγινε οριστική. Τέτοιο πράγμα δεν μπορεί ποτέ να το
φανταστεί όποιος πραγματικά γνωρίζει το Δικαστήριο. Ουδέποτε χάνεται ένα
έγγραφο. Το Δικαστήριο ποτέ δεν ξεχνά τίποτα. Κάποια μέρα – τελείως απροσδόκητα
– κάποιος δικαστής θα πάρει το φάκελο και θα τον μελετήσει προσεκτικά, θα
διαπιστώσει ότι η κατηγορία ισχύει ακόμα, και θα διατάξει την άμεση σύλληψη.
Υποτίθεται, φυσικά, ότι περνά μεγάλο διάστημα μεταξύ της φαινομενικής αθωώσεως
και της νέας συλλήψεως· αυτό είναι
δυνατόν και γνωρίζω κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις, είναι όμως εξίσου δυνατόν να
επιστρέψει ο αθωωθείς κατευθείαν από το Δικαστήριο στο σπίτι του και να βρει να
τον περιμένουν κιόλας οι αστυνομικοί για να τον ξανασυλλάβουν. Τότε, βέβαια, η
ελευθερία του έληξε.»
«Η αναβολή συνίσταται στο
εξής: η υπόθεση παρεμποδίζεται να προχωρήσει πέρα από τα αρχικά της στάδια. Για
να το επιτύχει κανείς αυτό πρέπει ο κατηγορούμενος και ο αντιπρόσωπός του, αλλά
κυρίως ο αντιπρόσωπός του, να βρίσκεται σε συνεχή προσωπική επαφή με το
Δικαστήριο. Πρέπει να σας ξανατονίσω ότι αυτό δεν απαιτεί τόσο έντονη
συγκέντρωση των ενεργειών όπως στη φαινομενική αθώωση, ωστόσο απαιτεί
μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Δεν τολμάς ν’αφήσεις από τα μάτια σου την υπόθεση,
επισκέπτεσαι το Δικαστή κατά κανονικά διαστήματα καθώς και σε έκτακτες
περιπτώσεις, και πρέπει να κάνεις ό,τι σου περνάει από το χέρι για να
διατηρήσεις τις φιλικές σχέσεις μαζί του·
αν δε γνωρίζεις προσωπικώς το Δικαστή, τότε πρέπει να προσπαθήσεις να
τον επηρεάσεις μέσω άλλων Δικαστών που ξέρεις, αλλά χωρίς να εγκαταλείψεις τις
προσπάθειές σου για να επιτύχεις μια προσωπική συνάντηση. Αν δεν αμελήσεις
τίποτα απ’ αυτά, τότε μπορείς να είσαι αρκετά σίγουρος ότι η υπόθεση δε θα
προχωρήσει πέρα από τα αρχικά της στάδια. Όχι πως η δίωξη σταματάει, αλλά ο
κατηγορούμενος είναι σχεδόν βέβαιος ότι θα αποφύγει την καταδίκη, σαν να ήταν
ελεύθερος.[...]»
Ας ελπίσουμε στο σημείο αυτό η Δικαιοσύνη μας να μη θυμηθεί την αναβολή επ' αόριστον, όπως έχει κάνει σε πολλές άλλες περιπτώσεις...
Στην περίπτωση του Κ. πάντως ήταν πολύ αποτελεσματική. Και πολύ άδικη. Τον αποτελείωσαν σ' ένα ξέφωτο το ξημέρωμα. "Σαν το σκυλί!"
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Φραντς Κάφκα, Η Δίκη (μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς), Κέδρος, Αθήνα 1995.