Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει

"In every job that must be done, there is an element of fun!"

Αναρωτιέμαι πόσα από τα παιδάκια που γιορτάζουν αυτές τις μέρες τα Χριστούγεννα, απολαμβάνουν τις χειμερινές τους διακοπές και την ανάπαυλα από το σχολείο, γνωρίζουν τη Μαίρη Πόπινς ή την γνώριζαν προτού το νέο τρέιλερ της Ντίσνεϊ αρχίσει να προβάλλεται στα σινεμά. Έχουν περάσει πια πενήντα πέντε χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας το 1964, με πρωταγωνίστρια τη Τζούλι Άντριους, που έκανε τότε το ντεμπούτο της. Ήταν η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση για την οποία μάλιστα τιμήθηκε με το Όσκαρ του πρώτου γυναικείου ρόλου. Πόσοι θυμούνται το "σουπερκαλιφταντζιλιστικεξπιαλιντόσιους" ή τα αξιολάτρευτα τραγούδια εκείνης της ταινίας;

Η ανιψιά μου, που είναι τεσσάρων, τα γνώριζε και τα τραγουδούσε στις μακρινές διαδρομές με το αυτοκίνητο πολύ προτού πάρει χαμπάρι πως "η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει". Αλλά μάλλον δεν μετράει καθότι είναι κατά το ήμισυ Βρετανίς. Εγώ, πάντως, που ως κορίτσι δεν αγαπούσα και τόσο πολύ τον κινηματογράφο, πόσο μάλλον τα μιούζικαλ, και όταν παρακολουθούσα καμιά ταινία ήθελα πάντοτε να είναι κινούμενα σχέδια και όχι ταινία με κανονικούς ηθοποιούς, είχα ξετρελαθεί όταν είδα για πρώτη φορά -στις αρχές του δημοτικού- τη Μαίρη Πόπινς. Κάναμε διαγωνισμό με τις αδερφές μου ποια θα πει γρηγορότερα τη μαγική λέξη, ενώ αισθανόμουν για πρώτη φορά πως γνωρίζω κάτι πραγματικά καινούργιο: τον ρόλο της γκουβερνάντας, για τον οποίο τίποτα δεν ξέραμε ως τότε, το γκρίζο τοπίο του συννεφιασμένου Λονδίνου, τις συνήθειες μιας άλλης εποχής. Όλα αυτά σε πολύ μικρή ηλικία.

Η Μαίρη Πόπινς ήταν μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία για την Ντίσνεϊ και όχι άδικα. Εισήγαγε στην κινηματογραφική βιομηχανία ένα νέο πρόσωπο, αυτό της Τζούλι Άντριους, που δεν είχε καμία σχέση με τις φαμ φατάλ της δεκαετίας του 1960: μια γυναικεία φιγούρα που θύμιζε λίγο μαμά και λίγο δασκάλα, με καθηλωτική αυστηρότητα και αφοπλιστική γλυκύτητα στο βλέμμα. 

Ύστερα, η ταινία σε έκανε να λυπάσαι αυτά τα αναρχικά αντιπαθητικά τέρατα, τον Μάικλ και την Τζέιν, δύο παιδιά εντελώς ανυπάκουα μα και εντελώς περιφρονημένα. Ο πατέρας τους, ο κύριος Μπανκς ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του στην τράπεζα και φιλοχρήματος, ενώ η σύζυγός του, η κυρία Γουίνιφρεντ, μια επίδοξη σουφραζέτα δοσμένη στον αγώνα της γυναικείας χειραφέτησης: δυο γονείς οι υποχρεώσεις των οποίων τους έκαναν σχεδόν να ξεχνούν πως έχουν παιδιά. Εκείνα έφερναν τον κόσμο ανάποδα ζητώντας λίγη προσοχή, ενώ φρόντιζαν να κάνουν τον βίο αβίωτο σε κάθε πιθανή γκουβερνάντα. Επιπλέον, το αντρόγυνο διαφωνούσε έντονα σε ό,τι αφορούσε την ανατροφή των παιδιών. Η κυρία ήταν υπέρ της ελευθεριακής αγωγής, ο κύριος αυστηρών αρχών. Ο κύριος Μπανκς αναζητούσε νταντάδες από τις αγγελίες των Τάιμς και όταν τα μικρά αποφάσισαν να συντάξουν τη δική τους αγγελία, την έκανε κομματάκια και την πέταξε στο τζάκι. 




Και ενώ όλες οι χοντρές και αντιπαθητικές υποψήφιες νταντάδες του Λονδίνου στριμώχνονται στην πόρτα του σπιτιού περιμένοντας να περάσουν από συνέντευξη, ένας άνεμος τις παρασέρνει μακριά και προσγειώνεται στην οικεία των Μπάνκς η Μαίρη Πόπινς. 

Αυτή η μαγεία είναι άλλο ένα από τα στοιχεία που έκανε την ταινία ακαταμάχητη στα μάτια των λιλιπούτειων θεατών. Είναι άλλο πράγμα να κάνει μαγικά ο Μίκι, που όπως και να το κάνουμε είναι ένα κινούμενο σχέδιο και μάλιστα ποντικίσιο, και άλλο να κάνει μαγικά μια γυναίκα με σάρκα κι οστά. Όλα σε κάνουν λίγο λίγο να πιστεύεις πως τα πράγματα στο δωμάτιο μπορεί να πετάξουν, πως η γενική καθαριότητα μπορεί να γίνει με ένα μαγικό ραβδί, πως λίγη ζαχαρίτσα μπορεί να σε βοηθήσει να κατεβάσεις ευκολότερα  το πανάθλιο σιρόπι για τον βήχα και πάει λέγοντας. Και κάπως έτσι, μετά από ένα δίωρο μπροστά στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη, αντικρίζεις την καθημερινότητα με λίγη περισσότερη αισιοδοξία και φαντάζεσαι πως μια όμορφη κοπέλα με στενό σακάκι, φουσκωτή φούστα, όμορφες δετές μπότες και καπελάκι μπορεί να προσγειωθεί από μέρα σε μέρα στο μπαλκόνι σου. Σε μια εποχή που ταινίες σαν τον Χάρι Πότερ δεν μπορούσαμε ούτε καν να τις φανταστούμε, η Μαίρη Πόπινς ήταν σχεδόν πρωτοποριακή. 



Δεν ξέρω τι ποιότητα θα έχει η νέα της μεταφορά στη μεγάλη οθόνη. Φαντάζομαι ότι κινηματογραφικά δε θα είναι σπουδαία, αν και κατά τη γνώμη μου ο ρόλος ταιριάζει γάντι στην Έμιλι Μπλαντ. Έχει στο βλέμμα της βρετανικό πουριτανισμό και δασκαλίστικη τρυφερότητα στις ιδανικές αναλογίες. Όσο, όμως, σκέφτομαι την παλιότερη ταινία, όλο και περισσότερο εντυπωσιάζομαι με το πόσα πολλά ζητήματα τόλμησε να θίξει: τον φιλοχρήματο επιχειρηματία που θεωρεί την οικογένεια ενόχληση, την καριερίστα μητέρα που άλλοτε αναλώνεται σε κοινωνικές επαφές και άλλοτε στις προσωπικές της φιλοδοξίες, το παρατημένο παιδί που μεγαλώνει στην καλύτερη περίπτωση με νταντάδες και στη χειρότερη μόνο του στο παιδικό δωμάτιο. 

Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος που και σήμερα ακόμη αγαπώ την Μαίρη Πόπινς είναι άλλος. Γιατί αποδεικνύει περίτρανα αυτά που κι εγώ προσπαθώ πάντοτε να εφαρμόζω στη σχέση μου με τα παιδιά: ότι με λίγη καλή θέληση η πειθαρχία μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με την αταξία και η καλοσύνη με την αυστηρότητα. Και όταν οι δοσολογίες είναι σωστές, το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει μαγικό. 





















Πολλοί νέοι εικονογράφοι έχουν φιλοτεχνήσει τη δική τους Μαίρη Πόπινς. Εγώ διάλεξα την αγαπημένη μου Βαρνελωνέζα Júlia Sardà. Αν δείτε αυτές τις ημέρες την ταινία στα σινεμά, στείλτε μας μια ανταπόκριση. 

***


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου