Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Ο φτωχούλης του "Κήπου"


Βήματα αντηχούν μέσα στη μνήμη
Να πηγαίνουν στο διάδρομο που δεν επήραμε
Κατά τη θύρα που δεν την ανοίξαμε ποτέ
Και βγάζει στο ροδόκηπο;
Τ.Σ. Έλιοτ, από τα "Τέσσερα Κουαρτέτα"


Ένας κοινόχρηστος ροδόκηπος. Τον κατοικούν ήχοι, παιδικοί ψίθυροι και θόρυβοι που έρχονται από τις αγορές του κόσμου. H μεγάλη καμπάνα της Εκκλησίας, φαντάσματα και ολονυχτίες ψυχών χαμένων στη μνήμη. Η φωνή του Βιζυηνού που αναρωτιέται ποιος ήτο φονεύς του αδελφού του και ο Μαρσέλ Προυστ που θυμάται τη σκοτεινή αλέα απ' όπου ερχόταν τη νύχτα ο κύριος Σουάν... Ρωγμές σε χρόνους και τόπους του παρελθόντος δημιουργούν ένα ηχητικό λογοτεχνικό σύμπαν γεμάτο εικόνες. Επίσημοι προσκεκλημένοι του ο Γέητς, ο Έλιοτ, ο Καβάφης, ο Πάουντ, η Αχμάτοβα και τόσες ακόμη φωνές. Κάπου ανάμεσα στους ενοίκους, περιφέρεται ένας πτωχός υποψήφιος αυτόχειρ που φωνάζει την πείνα του σ' αυτή την τόσο σπάνια αγορά [1]

Όσο θέλεις κλέβε, κι όσα θέλει ο Θεός σου δίνει. Είναι λοιπόν κατάσταση πραγμάτων ένας ωσάν κι εμένα και να πεινάει! Πεινάω. Πεινάω, παιδί μου, πώς να το πω, πεινάαα-ω. Να, μα το Θεό, πεινάω. Έχω από την παραμονή του Λαζάρου να φάου και Λάζαρος που μας έρχεται, χρόνος. Αφού έμαθα εις πόσα άρθρα διαιρείται η πείνα. 'Σαμέ τώρα έχω μάθει τα πέντε κύρια άρθρα. Πρώτον κύριον άρθρον της πείνας είναι γουργούριση των εντέρων. Δεύτερον είναι η ατρόχιση των οδόντων. Τρίτο είναι η εγκοπή των ποδών. Τέταρτον είναι η κομμάρα στα μάτια. Και πέμπτο, ζωή στα γαϊδουροκατσικο-μούλαρά μου! Είναι ζωή λοιπόν; Για φαντάσου, μ' ένα τέταρτο που θ' αποθάνω! Και δε με νοιάζει τίποτα άλλο, που θα με πάνε στο νεκροταφείο και θα με κοροϊδεύουν οι άλλοι πεθαμένοι. Θα μου λένε "Μωρέ, κι εδώ νηστικός μάς ήρθες!". Πρέπει λοιπόν να δώσω τέρμα εις την ζωήν μου, προτού πεθάνω νηστικός. Να πάρω ένα μπιστόλι, να δώσω μια κουμπουριά εκεί να παν τα μυαλά μου στον αέρα. Αλλά, αν είχα μπιστόλι, δε θα το πούλαα; Αλλά θα σκοτωνόμουνα πρώτα και κατόπιν, αν έβρισκα συμφέρον, το επούλαγα. Αλλά πάλι άσχημος θάνατος ο σκοτωμός. Απεφάσισα να πέσω στο πηγάδι να πνιγώ. Με το ένα, δύο, τρία, μπαταμπλού μες στο πηγάδι. Αλλά κάνω έτσι κι είδα κι έχει νερό μες στο πηγάδι, μωρέ, αν πέσω μέσα να πνιγώ, θα βραχώ και θα πάρω καμιά πούντα. Μα, εγώ θέλω να πάω από πνιγμό. Δε θέλω να πάω από σαρανταπλεμονία. Εχτός εαυτού ήτουν και βαθύ, ώστε να πήγαινα κάτω να πνιγώ, θα σκοτωνόμουνα στο δρόμο. Κι έπειτα, τι απαίσιος θάνατος ο σκοτωμός! Για φαντάσου να με βγάνουνε απ' το πηγάδι και να με στρώσουν χάμου, να έρχεται ο κόσμος να με βλέπει σκοτωμένο! Ο ένας θα λέει, "Λείπε το 'να του ποδάρι, πώς θ' ανεβαίνει στις ταράτσες να κλέβει ντομάτα για πελντέ;". Ο άλλος θα λέει "Ε! τον καημένο! εστραμπούληξε το μάτι του. Τώρα πώς θα βλέπει τις τσέπες που φουσκώνουν για να αρπάζει τα πορτοφόλια;". Ο άλλος θα λέγει "Μπά! Έκοψε τα δάχτυλά ρου, πώς θα κόβει τις καδένες για να αρπάζει τα ρολόγια;". Γι' αυτό κι αυτός ο θάνατος δε μ' αρέσει. Θέλω να πεθάνω από έναν γλυκύ θάνατο. Έτσι να φάου καμιά σαρανταριά λουκούμια και ν' αποθάνω. Ή να φάου κάνα ταψί κανταΐφι, να σκάσω, να πάω στην οργή. Ναι, θ' αποθάνω από λουκουμοθάνατο. Πάω να βρω λουκούμια ν' αποθάνω[2]


***


[1] Η παράσταση REM/ κήπος ανεβαίνει στο θέατρο Σφενδόνη σε σκηνοθεσία της Άννας Κοκκίνου. 
[2] Αντώνης Μόλλας, Λίγο απ' όλα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου