Τo καλοκαίρι που καιγόταν η Ηλεία ήταν κάτι άνθρωποι που παρά τις παραινέσεις και την επιμονή της πυροσβεστικής υπηρεσίας αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Θέλαν να καούν εκεί, μαζί με τα ζωντανά και τα υπάρχοντά τους, κρατώντας στο χέρι ένα λάστιχο ποτίσματος που έτσι κι αλλιώς δε θα γλίτωνε τίποτα από την περιουσία τους. Κι έμεναν εκεί και φώναζαν για βοήθεια, στις ορεινές πλαγιές που χωρίζουν την Αρκαδία από την Ηλεία, κι εμείς τους βλέπαμε στις τηλεοράσεις των διαμερισμάτων μας, σαστισμένοι από τον καύσωνα και τους πύρινους ανέμους εκείνου του καλοκαιριού. Τέτοιοι άνθρωποι, τόσο απλοί στην ψυχοσύνθεσή τους, τόσο δύσκολοι κι ακατανόητοι για τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πρωταγωνιστούν στις δέκα ιστορίες της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου, που διαδραματίζονται στους ίδιους τόπους.
Η πλοκή της κάθε ιστορίας είναι μάλλον απλή, ο λόγος κυλά ανεμπόδιστα με τη ροή και τη μουσικότητα μιας ντοπιολαλιάς που ο αφηγητής γνωρίζει καλά, ενώ το ξετύλιγμα της υπόθεσης είναι αργό και οδηγεί με φυσική αναγκαιότητα την ιστορία στο τέλος της. Η μικρογεωγραφία του τόπου δίνει ρόλο σε πλαγιές, λοφίσκους, υψώματα και ράχες και το κάθε μικροτοπωνύμιο διεκδικεί το δικό του μερίδιο στη μνήμη.
Τη διαδρομή την ήξερε καλά, πέτρα πέτρα. Μετά το Τουμπίτσι, πήρε το περικοπό κατά του Σπαθάρη. Είχε μεγάλη ανηφόρα μέχρι ν' ανέβει στην πλαγιά του Γκούτζιου και να φτάσει στο χωριό. Πέρασε κι απ' του Ντελαλή. Ερημιά. Σπίτια μισογκρεμισμένα, τα είχαν πνίξει τ' αλίσβατα και οι αντράκλες. Στάθηκε στο χωράφι του μπάρμπα του του αγαπημένου, του Γιώρη του Πουλή, που πέθανε τριαντα τριών χρονών, να ιδεί τις ελιές που 'χανε οι πρωτοξαδέρφες του, τα κορίτσια του συχωρεμένου.
Μεγαλύτερη αρετή της συλλογής είναι η αλήθεια της. Ο συγγραφέας, φορέας μιας παράδοσης λογοτεχνικής αλλά και τοπικής, παρουσιάζει τον κόσμο της επαρχίας όπως είναι. Τίποτα δεν εξωραϊζεται, τίποτα δε μοιάζει εξιδανικευμένο. Δεν παρατηρεί τις εμπειρίες άλλων προσπαθώντας να τις μεταπλάσει σε λογοτεχνία, αλλά συλλαμβάνει με ποιητικό τρόπο ένα βίωμα που φαίνεται πως είναι προσωπικό. Δεν υπάρχει νοσταλγία για το παρελθόν. Κανείς δεν αναπολεί μια εποχή που η φτώχεια, η πείνα, η αυτοδικία και το βίαιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών αποτελούσαν καθημερινή πράξη.
Σε κάθε διήγημα ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα πλέγμα σχέσεων: η σχέση με τον αδερφό, τον σύζυγο, τους γειτόνους, η σχέση με το ζώο, η σχέση με τον τόπο.
Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουνε τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμό.
- 'Αιντε Τσίλη μου, έλα καλώς τονε. Ήσυχα, πουλάκια μου, κι εγώ θα σας φιλέψω λουκουμάκια σα γυρίσουμε πίσω στο κονάκι...
Η επαφή με τη γενέθλια γη παίρνει άλλοτε τη μορφή εξάρτησης, αφού αυτή είναι που δίνει στον άνθρωπο το καθημερινό του και τον κρατά στη ζωή, και άλλοτε συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι άνθρωποι δεν το 'χουν σε τίποτα να βρεθούνε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική ή την Αυστραλία, για ένα γάμο και ένα κομμάτι ψωμί. Ο συγχωριανός στην πόλη, ο πατριώτης στην ξενιτιά μάς θυμίζουν σχέσεις που σήμερα έχουν αποδυναμωθεί. Τους ανθρώπους συνδέουν πια ανήκουστα πράγματα για εκείνον τον καιρό: προσωπικές προτιμήσεις, πολιτικές τοποθετήσεις, δουλειές, ενδιαφέροντα και γούστα.
Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουνε τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμό.
- 'Αιντε Τσίλη μου, έλα καλώς τονε. Ήσυχα, πουλάκια μου, κι εγώ θα σας φιλέψω λουκουμάκια σα γυρίσουμε πίσω στο κονάκι...
Η επαφή με τη γενέθλια γη παίρνει άλλοτε τη μορφή εξάρτησης, αφού αυτή είναι που δίνει στον άνθρωπο το καθημερινό του και τον κρατά στη ζωή, και άλλοτε συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι άνθρωποι δεν το 'χουν σε τίποτα να βρεθούνε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική ή την Αυστραλία, για ένα γάμο και ένα κομμάτι ψωμί. Ο συγχωριανός στην πόλη, ο πατριώτης στην ξενιτιά μάς θυμίζουν σχέσεις που σήμερα έχουν αποδυναμωθεί. Τους ανθρώπους συνδέουν πια ανήκουστα πράγματα για εκείνον τον καιρό: προσωπικές προτιμήσεις, πολιτικές τοποθετήσεις, δουλειές, ενδιαφέροντα και γούστα.
Το στοιχείο που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες του βιβλίου επιλέγουν να λύσουν τις διαφορές τους. Άνθρωποι που έχουν τόσο συνδέσει τη ζωή τους με την προφορική παράδοση σε κάθε μορφή της (παραμύθια, τραγούδια, αινίγματα, μύθοι, παροιμίες, ορμήνιες, χωρατά) δεν καταφεύγουν ποτέ στο λόγο για να δώσουν λύση σε μια υπόθεσή τους. Τα προβλήματα λύνονται μόνο με πράξεις: με το πλήγωμα ενός ζώου για εκδίκηση, με τη δωρεά ενός κομματιού γης, με το γάμο, με το φονικό, με την αυτοχειρία. Οι άνθρωποι που "δεν ήξεραν γράμματα", όπως χαρακτηριστικά και αφοπλιστικά κλείνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής, που συνοψίζει ίσως την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς, δε ζητούν και δε δίνουν εξηγήσεις. Εκφράζουν την οργή και την ευγνωμοσύνη τους με άλλους τρόπους.
Κοντά ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία κι ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης, ο Ανέστης ο Κουτσοβασίλης, που δεν είχε βγει ακόμη από το σπίτι μετά την πτώση του στον γκρεμό, κάλεσε τον Τάκη το Λουμιώτη, το συμβολαιογράφο από τα Τρόπαια, και τον παπα-Θόδωρο και το Βασίλη τον Μπακατσέλο για μάρτυρες, κι εκεί, μέσα στην κάμαρη που βρισκόταν ξαπλωμένος, είπε με δυσκολία:
- Κυρ Τάκη, γράψε ότι εγώ, ο Ανέστης Κουτσοβασίλης του Πανάγου και της Ζαφείρως, δωρίζω το χτήμα μου στου Ντελαλή στον Κωνσταντίνο Γαζέτα του Μαρινίου, λόγω της υποχρέωσής μου που ζω κι αναπνέω.
Στο υπόστρωμα κάθε μικρής ιστορίας υπάρχουν γεγονότα της μεγάλης Ιστορίας: η Μικρασιατική Καταστροφή, οι ξενιτεμοί, ο πόλεμος του '40, ο Εμφύλιος, η χούντα. Περνούν από τα διηγήματα και τη σκέψη του αναγνώστη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που περνούν κι από τις ζωές των προσώπων, άλλοτε με διακριτικότητα και άλλοτε επηρεάζοντας βαθιά τις τύχες των ανθρώπων και των οικογενειών, τα προξενιά και την εξέλιξη της ζωής, την ίδια τη ζωή.
Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ' το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα 'χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ' αυτό ήτανε καθαρός -όπως τον έμαθε ο πατέρας του. Με το βασιλέα! Κι εδώ, σ' αυτό τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με το βασιλέα ήσαν.
Στο τελευταίο διήγημα, ο εθνικόφρων Σωτήρης Ντάρλας, φίλα προσκείμενος στο καθεστώς της 21ης Απριλίου και πρόεδρος των εν Ελευσίνι Πελοποννησίων, βγάζει λόγους για τη σωτηρία του έθνους, κάνει την πατρίδα επάγγελμα, και κάπως έτσι, κούτσα κούτσα, μεγαλώνει το οικοπεδάκι του και αβγατίζει η περιουσία του. Χαμοκέλες και αυθαίρετα που πήραν τη μορφή της άναρχης πολιτείας που απλώνεται γύρω από το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής μάς θυμίζουν έναν από τους τρόπους που το τσιμεντένιο λεκανοπέδιο απέκτησε το σημερινό του πρόσωπο σε τοπίο και κατοίκους, συνθέτοντας τη σύχρονη ηθογραφία της μεγαλούπολης.
Κοντά ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία κι ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης, ο Ανέστης ο Κουτσοβασίλης, που δεν είχε βγει ακόμη από το σπίτι μετά την πτώση του στον γκρεμό, κάλεσε τον Τάκη το Λουμιώτη, το συμβολαιογράφο από τα Τρόπαια, και τον παπα-Θόδωρο και το Βασίλη τον Μπακατσέλο για μάρτυρες, κι εκεί, μέσα στην κάμαρη που βρισκόταν ξαπλωμένος, είπε με δυσκολία:
- Κυρ Τάκη, γράψε ότι εγώ, ο Ανέστης Κουτσοβασίλης του Πανάγου και της Ζαφείρως, δωρίζω το χτήμα μου στου Ντελαλή στον Κωνσταντίνο Γαζέτα του Μαρινίου, λόγω της υποχρέωσής μου που ζω κι αναπνέω.
Στο υπόστρωμα κάθε μικρής ιστορίας υπάρχουν γεγονότα της μεγάλης Ιστορίας: η Μικρασιατική Καταστροφή, οι ξενιτεμοί, ο πόλεμος του '40, ο Εμφύλιος, η χούντα. Περνούν από τα διηγήματα και τη σκέψη του αναγνώστη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που περνούν κι από τις ζωές των προσώπων, άλλοτε με διακριτικότητα και άλλοτε επηρεάζοντας βαθιά τις τύχες των ανθρώπων και των οικογενειών, τα προξενιά και την εξέλιξη της ζωής, την ίδια τη ζωή.
Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ' το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα 'χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ' αυτό ήτανε καθαρός -όπως τον έμαθε ο πατέρας του. Με το βασιλέα! Κι εδώ, σ' αυτό τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με το βασιλέα ήσαν.
Στο τελευταίο διήγημα, ο εθνικόφρων Σωτήρης Ντάρλας, φίλα προσκείμενος στο καθεστώς της 21ης Απριλίου και πρόεδρος των εν Ελευσίνι Πελοποννησίων, βγάζει λόγους για τη σωτηρία του έθνους, κάνει την πατρίδα επάγγελμα, και κάπως έτσι, κούτσα κούτσα, μεγαλώνει το οικοπεδάκι του και αβγατίζει η περιουσία του. Χαμοκέλες και αυθαίρετα που πήραν τη μορφή της άναρχης πολιτείας που απλώνεται γύρω από το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής μάς θυμίζουν έναν από τους τρόπους που το τσιμεντένιο λεκανοπέδιο απέκτησε το σημερινό του πρόσωπο σε τοπίο και κατοίκους, συνθέτοντας τη σύχρονη ηθογραφία της μεγαλούπολης.
***
Δημήτρης Κανελλόπουλος, Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου