"Στον παράδεισο θ΄ακούω".
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν


Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Ντέσμοντ συγκρίνει την κώφωση με την τυφλότητα, υπερθεματίζοντας υπέρ της δεύτερης που, αν και τραγικότερη, δεν χαρακτηρίζεται από την γελοιότητα της πρώτης. Είναι σαν να συγκρίνει κανείς τον πεζό με τον ποιητικό λόγο, το κωμικό με το τραγικό. Το δεύτερο, όσο να πεις, παραμένει γοητευτικότερο. "Οι τυφλοί κομίζουν πάθος". Βέβαια, κανείς δεν θα επέλεγε την τυφλότητα. Ωστόσο, κρύβει ένα μεγαλείο.
Ο αγώνας ανάμεσα στα δυο όργανα είναι απολύτως άνισος. Τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, εκφράζουν συναισθήματα, ξεχειλίζουν δάκρυα, φωτίζονται και λάμπουν και αστράφτουν. Τα αυτιά, ε, τα αυτιά είναι στ' αλήθεια αστεία πράγματα.
Στο ίδιο κεφάλαιο ο Ντέσμοντ κάνει λογοπαίγνια με τις λέξεις "κώφωση" (deaf) και "θάνατος" (death). Στην προσπάθειά του να πείσει για την αδιέξοδη κατάστασή του, αναφέρει στίχους του Μίλτον, του Τζόνσον, του Τόμας Χουντ, Ντίλαν Τόμας, του Οράτιου. Αντικαθιστά τη μια λέξη με την άλλη και η τελεσιδικία του θανάτου εναλλάσσεται με αυτήν της κώφωσης. Τα ευτράπελα γεννούν συμπάθεια για τον πρωταγωνιστή, θαυμασμό για τα αποθέματα γνώσεων του συγγραφέα και βαθιά εκτίμηση για τη μεταφράστρια που επιστρατεύει πνευματικές δεξιότητες, γνώση και σπιρτάδα ώστε να μην ελαττωθεί στο ελάχιστο η απόλαυση του Έλληνα αναγνώστη.
Ο Ντέσμοντ έχαιρε εκτίμησης στο πανεπιστήμιο και ήταν πρόεδρος του τμήματός του. Από τη στιγμή που βγαίνει στη σύνταξη αισθάνεται σαν "συντρίμμι ακαδημαϊκού ναυαγίου". Εν τω μεταξύ, όσο εκείνος αποσύρεται από την ενεργό δράση, τόσο αυξάνεται η δημοτικότητα της γυναίκας του που έχει κατάστημα με είδη διακόσμησης στην πόλη που ζουν.
Μερικές φορές, όταν πήγαινε με τη γυναίκα του σε τούτη ή την άλλη εκδήλωση, ένιωθε σαν βασιλικός σύζυγος που συνόδευε την μεγαλειοτάτη, βαδίζοντας πάντα ένα δυο βήματα πίσω της, με τα χέρια του δεμένα στην πλάτη κι ένα αόριστο χαμόγελο χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη να παγώνει στα χείλη του.
Μα πώς να αρνηθεί αυτές τις εξόδους, από τη στιγμή που η μοναδική εναλλακτική λύση είναι περισσότερες μοναχικές ώρες στο σπίτι με την τηλεόραση στη διαπασών; Και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να ζει καθημερινά με ένα "πλαστικό φασόλι" αξίας χιλιάδων λιρών τοποθετημένο στο αυτί του.
Η στιγμή αφαίρεσης του ακουστικού βοηθήματος στο τρένο μοιάζει με ως διά μαγείας αυτόματη αναβάθμιση από την Τουριστική στην Πρώτη Θέση: το μεταλλικό κροτάλισμα και τρίξιμο των τροχών πάνω στο συρμό ελαττώνεται σ' ένα ανεπαίσθητο ρυθμικό κλικ-κλακ, και οι φωνές των συνεπιβατών σου μετατρέπονται σ' ένα καθησυχαστικό μουρμουρητό.
Σ' αυτή την ηλικία, που η συζυγική ζωή δεν κρύβει πια ευχάριστες εκπλήξεις, η επαγγελματική καταξίωση είναι μακρινό παρελθόν, και η φροντίδα των γονιών μετατρέπεται σε καθημερινό άγχος, τι μπορεί να περιμένει κανείς; Εύκολα ο πρώην καθηγητής μπλέκει στα δίχτυα μιας μάλλον ανισόρροπης Αμερικανίδας φοιτήτριας, μιας μεταπτυχιακής γκρούπι που προσπαθεί να τον σαγηνεύσει για να ολοκληρώσει ευκολότερα τη διδακτορική της διατριβή πάνω στη σύνταξη και τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των αυτοκτονικών σημειωμάτων!
Σαν ανάπηρος καουμπόι που κλαίει τη μοίρα του επειδή ένα άσχημο ατύχημα τον υποχρέωσε να αποσυρθεί, άρπαξα απ' τα μαλλιά την ευκαιρία να καβαλικέψω ξανά το άλογό μου και να φύγω για μια τελευταία παγάνα.
Το ημερολόγιο του καθηγητή Μπέιτς είναι γραμμένο με χιούμορ και ειλικρίνεια. Η γκρίνια για τις ημέρες των Χριστουγέννων, η αδυναμία δύο οικογενειών να συνυπάρξουν για μερικές ώρες γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, η σιωπή των μοναχικών ωρών, η φασαρία των οικογενειακών μαζώξεων, η διαρκής συγκατάβαση... Μα πάνω από όλα, η ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη ενός ζεστού σπιτικού και την παρουσία όσων αγαπάμε θυμίζουν πως "η ζωή είναι ωραία, ακόμη κι όταν η ένταση αρχίζει να χαμηλώνει αμετάκλητα..."
David Lodge, Ανήκουστος βλάβη (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), Εκδόσεις BELL, Αθήνα 2009.
Στο ίδιο κεφάλαιο ο Ντέσμοντ κάνει λογοπαίγνια με τις λέξεις "κώφωση" (deaf) και "θάνατος" (death). Στην προσπάθειά του να πείσει για την αδιέξοδη κατάστασή του, αναφέρει στίχους του Μίλτον, του Τζόνσον, του Τόμας Χουντ, Ντίλαν Τόμας, του Οράτιου. Αντικαθιστά τη μια λέξη με την άλλη και η τελεσιδικία του θανάτου εναλλάσσεται με αυτήν της κώφωσης. Τα ευτράπελα γεννούν συμπάθεια για τον πρωταγωνιστή, θαυμασμό για τα αποθέματα γνώσεων του συγγραφέα και βαθιά εκτίμηση για τη μεταφράστρια που επιστρατεύει πνευματικές δεξιότητες, γνώση και σπιρτάδα ώστε να μην ελαττωθεί στο ελάχιστο η απόλαυση του Έλληνα αναγνώστη.
Ο Ντέσμοντ έχαιρε εκτίμησης στο πανεπιστήμιο και ήταν πρόεδρος του τμήματός του. Από τη στιγμή που βγαίνει στη σύνταξη αισθάνεται σαν "συντρίμμι ακαδημαϊκού ναυαγίου". Εν τω μεταξύ, όσο εκείνος αποσύρεται από την ενεργό δράση, τόσο αυξάνεται η δημοτικότητα της γυναίκας του που έχει κατάστημα με είδη διακόσμησης στην πόλη που ζουν.
Μερικές φορές, όταν πήγαινε με τη γυναίκα του σε τούτη ή την άλλη εκδήλωση, ένιωθε σαν βασιλικός σύζυγος που συνόδευε την μεγαλειοτάτη, βαδίζοντας πάντα ένα δυο βήματα πίσω της, με τα χέρια του δεμένα στην πλάτη κι ένα αόριστο χαμόγελο χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη να παγώνει στα χείλη του.
Μα πώς να αρνηθεί αυτές τις εξόδους, από τη στιγμή που η μοναδική εναλλακτική λύση είναι περισσότερες μοναχικές ώρες στο σπίτι με την τηλεόραση στη διαπασών; Και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να ζει καθημερινά με ένα "πλαστικό φασόλι" αξίας χιλιάδων λιρών τοποθετημένο στο αυτί του.
Η στιγμή αφαίρεσης του ακουστικού βοηθήματος στο τρένο μοιάζει με ως διά μαγείας αυτόματη αναβάθμιση από την Τουριστική στην Πρώτη Θέση: το μεταλλικό κροτάλισμα και τρίξιμο των τροχών πάνω στο συρμό ελαττώνεται σ' ένα ανεπαίσθητο ρυθμικό κλικ-κλακ, και οι φωνές των συνεπιβατών σου μετατρέπονται σ' ένα καθησυχαστικό μουρμουρητό.
Σ' αυτή την ηλικία, που η συζυγική ζωή δεν κρύβει πια ευχάριστες εκπλήξεις, η επαγγελματική καταξίωση είναι μακρινό παρελθόν, και η φροντίδα των γονιών μετατρέπεται σε καθημερινό άγχος, τι μπορεί να περιμένει κανείς; Εύκολα ο πρώην καθηγητής μπλέκει στα δίχτυα μιας μάλλον ανισόρροπης Αμερικανίδας φοιτήτριας, μιας μεταπτυχιακής γκρούπι που προσπαθεί να τον σαγηνεύσει για να ολοκληρώσει ευκολότερα τη διδακτορική της διατριβή πάνω στη σύνταξη και τα γλωσσικά χαρακτηριστικά των αυτοκτονικών σημειωμάτων!
Σαν ανάπηρος καουμπόι που κλαίει τη μοίρα του επειδή ένα άσχημο ατύχημα τον υποχρέωσε να αποσυρθεί, άρπαξα απ' τα μαλλιά την ευκαιρία να καβαλικέψω ξανά το άλογό μου και να φύγω για μια τελευταία παγάνα.
Σ' αυτή την καθημερινότητα, το μάθημα χειλεανάγνωσης μετατρέπεται σε μοναδική διαφυγή· ένα αναζωογονητικό διάλειμμα μέσα στη βδομάδα του γλυκού καθηγητή, μια ευπρόσδεκτη προσωρινή διακοπή από την κοπιώδη ενδοσκόπηση, τους ορίζοντες της οποίας ανοίγει διάπλατα η συνταξιοδότηση...
Το ημερολόγιο του καθηγητή Μπέιτς είναι γραμμένο με χιούμορ και ειλικρίνεια. Η γκρίνια για τις ημέρες των Χριστουγέννων, η αδυναμία δύο οικογενειών να συνυπάρξουν για μερικές ώρες γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, η σιωπή των μοναχικών ωρών, η φασαρία των οικογενειακών μαζώξεων, η διαρκής συγκατάβαση... Μα πάνω από όλα, η ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη ενός ζεστού σπιτικού και την παρουσία όσων αγαπάμε θυμίζουν πως "η ζωή είναι ωραία, ακόμη κι όταν η ένταση αρχίζει να χαμηλώνει αμετάκλητα..."
***
David Lodge, Ανήκουστος βλάβη (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), Εκδόσεις BELL, Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου