Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Κανάλ ντ' Αμούρ

Η οδός Τανταλίδου την ώρα που ανάβουν τα φώτα

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο διήγημά του "Το γιαούρτι" περιγράφει το γιαούρτωμα μιας τραβεστί που έκανε πιάτσα στην οδό Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη, μια χιονισμένη νύχτα του Φλεβάρη. Εκείνος δε συνήθιζε να πιάνει μαζί τους γνωριμίες και δεν τον χώνευαν. Το 'βρισκαν ακαταδεξιά να τις ακολουθεί στα πηγαινέλα, να ξημεροβραδιάζεται στις πιάτσες τους και να μην τους απευθύνεται. Δεν τις ενοχλούσε και δεν τον ενοχλούσαν. Εκείνη τη νύχτα η Πολυτεχνείου ήταν "άδεια από αδερφές και τεκνά" και μονάχα η τραβεστί σουλατσάριζε φορώντας ένα γούνινο πολυτελές παλτό. Ξάφνου, δυο τύποι πέρασαν με ένα μηχανάκι και της πέταξαν ένα κεσεδάκι γιαούρτι, που τη βρήκε στην πλάτη. 

Φανάρια τη νύχτα στη λεωφόρο Νίκης
Την πρόλαβα την ώρα που ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. "Μην κάνετε έτσι", της είπα φιλικά, "δεν είναι τίποτα, θα το σκουπίσουμε". "Δεν κλαίω τα χάλια μου", μου απάντησε μες στα δάκρυά της, "κλαίω το άτυχο παλτό μου, που το 'βαλα πρώτη φορά απόψε". Την έπιασα απ' το μπράτσο και την πήγα στο παρκάκι με τη βρυσούλα. Παίρνοντας με τις χούφτες μου νερό, καθάρισα σιγά σιγά όλα τα γιαούρτια, που σχημάτιζαν μια πλάγια γραμμή από τους ώμους στους γοφούς. Με κάτι χαρτομάντιλα που βρέθηκαν, προσπάθησα να καθαρίσω απ' τη γούνα και τα τελευταία υπολείμματα του γιαουρτιού. Μα κι έτσι το παλτό της φάνταζε σαν λεηλατημένο. Πάντως η πίκρα της είχε αρχίσει να υποχωρεί· μέχρι που έβγαλε και καθρεφτάκι να σιαχτεί. Στο τέλος φώναξε ένα ταξί και, πριν χωθεί στο πίσω κάθισμα, μου άρπαξε το χέρι και το φίλησε, λέγοντάς μου ελαφρά τρακαρισμένη: "Και να σκεφτείτε πως σας νόμιζα χαφιέ!"[1]

Ο Χριστιανόπουλος αφιέρωσε αρκετά κείμενά του στο ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης. Το αποτύπωσε ανθρώπινα, ως ανάμνηση και εμπειρία. Αυτός, όμως, που αποτύπωσε σε ένα ολόκληρο αφήγημα εκείνον τον κόσμο, που δεν υπάρχει πια, είναι ο Θωμάς Κοροβίνης με το Κανάλ ντ' Αμούρ. Το βιβλίο γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στις 22 Σεπτεμβρίου 1990, τη μέρα που κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη ο σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος. 

"Με τις φωτογραφίες δεν ξεχνιέται ούτε αλλάζει τίποτα"
Όποτε αναφέρεται το όνομά του, μου έρχεται στο μυαλό η σκηνή από εκείνο το διήγημα του Σκαμπαρδώνη, "Ο Τάκης Κανελλόπουλος στο Ντορέ". Ο σκηνοθέτης  κάθεται στο τραπεζάκι του. "Είχε παραγγείλει, όπως πάντα, τον καφέ του κι ένα ποτήρι ουίσκι χωρίς ποτό, γεμάτο με παγάκια. Έβαζε μέσα το κομπολόι του, από κεχρί, να παγώνει· μετά το έπαιρνε, το σκούπιζε καλά και το 'παιζε παγωμένο. Έτσι του άρεζε γιατί το ένιωθε καλύτερα στο χέρι κι έβγαζε πιο κρυστάλλινο ήχο"[2]

Τη μέρα που κηδευόταν αυτός ο ιδαίτερος σκηνοθέτης, ο Κοροβίνης σχεδόν ολοκλήρωσε το Κανάλ ντ' Αμούρ, προσπαθώντας να αποτυπώσει σε ένα κείμενο τα επιθανάτια σκιρτήματα μιας πόλης που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '80 είχε αρχίσει να αλλάζει δραματικά. Τα Λαδάδικα από κακόφημη συνοικία αναδεικνύονται στην πιο μοδάτη περιοχή της πόλης.

Εφημερίδα "Ακρόπολις"
Ο τόπος ήταν πήχτρα στην κούρσα. ΄Ολες μπάνικες, από μερσεντές μέχρι τζάγκουαρ. [...] Έκανα μεταβολή, τρόμαξα. Αν με πετούσες μέσα σ' ένα κοπάδι μαχαιροβγάλτες θα φοβόμουν λιγότερο. Τόσα χρόνια από δω κι από κει, τρίφτηκα με τους λούμπεν, μιλάω τη γλώσσα τους, ξέρω την καρδιά τους, συνήθισα τα χούγια τους, χνωτίστηκα μαζί τους τέλος πάντων, όχι για αλήτες δεν τους έχω, για τίποτα δεν τους έχω [3].  

Η πόλη ανακαινίζεται και στα μισοχαλασμένα καλντερίμια της, εκεί που στεγάζονταν μαγαζιά όπως το "Σεχραζάτ", ο "Παράδεισος", η "Καλή καρδιά", τώρα κυκλοφορούν ακριβά αυτοκίνητα, χρυσά τακουνάκια, θεατές της νυχτερινής αμαρτίας. 
δη από τη δεκαετία του '60, κάτοικοι των παραπλησίων στα Λαδάδικα δρόμων είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται πως κάτω απ' τα σπίτια τους κυκλοφορούν υποκοσμικοί και ανώμαλοι που μπορεί να αποπλανήσουν τα παιδιά τους. Η αστυνομία έκανε συχνά συλλήψεις, η τάξη έπρεπε να επιβληθεί σε όλους: αριστερίζοντες φοιτητές, ελευθεριάζοντες στον έρωτα, ακόμη και νοικοκυραίους αναγνώστες που προτιμούσαν τη "Μακεδονία" από τον "Ελληνικό Βορρά". 

Αυτοί που έστησαν σήμερα τα στέκια τους εκεί τριγύρω, είναι οι ίδιοι που εξαντλούσαν
την κακία τους κράζοντας και βγάζοντας τα σπασμένα [...
σ' όλους αυτούς και κυρίως πάνω στις χιλιογιαουρωμένες τραβεστές. [...] Εποχούμενοι με τις στραφτερές τους λαμαρίνες, γιοι μπαμπάδων, αυτοί που κρυφοπλήρωναν τις τραβεστί να τους κάνουν τα ανομολόγητα, ήταν οι ίδιοι που σε στιγμές ασφαλούς εκτόνωσης τις πετούσαν κόκα κόλες...

Νύχτα στο λιμάνι
Ο κόσμος της λαϊκής κραιπάλης, της λαγνείας και της παρανομίας απειλήθηκε από περιορισμούς, κυνηγητά κι απαγορεύσεις, και αποτελειώθηκε με την εμφάνιση του Έιτζ, αφήνοντας πίσω του κάμποσους αδικοθανατισμένους. Τώρα οι καφετέριες και τα μπαράκια κάναν τα Λαδάδικα να θυμίζουν κάπως την τουριστική Πλάκα.  

Μα εκείνος ο κόσμος, λέει ο Κοροβίνης, εκείνα τα ναυάγια της θεσσαλονικιώτικης αμαρτίας, παρά τους τσαμπουκάδες, τα τσαλίμια και τα καμώματα, λειτουργούσαν με δικούς τους νόμους και κανόνες, με μια δική τους, ανόθευτη ηθική. Εκείνος ο κόσμος θα βρίσκει πάντοτε στέκια να κρύψει την τρέλα του και να χορτάσει τις λαχτάρες του.


***

Οι πρώτες δύο φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης, όπως και η τελευταία, είναι του Βαγγέλη Κώστογλου. Η συλλογή των φωτογραφιών του εδώ
Η τρίτη φωτογραφία αποτελεί σκηνή από την ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου, "Παρένθεση".

[1] Ντίνος Χριστιανόπουλος, Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004. 
[2] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014.
[3] Θωμάς Κοροβίνης, Κανάλ ντ' Αμούρ, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου