Ένα μικρό κορίτσι περιμένει έξω από το σχολείο, αλλά κανείς δεν έρχεται να το πάρει. Χτυπάει το κουδούνι, αλλά κανείς δεν του ανοίγει την πόρτα. Είναι εφτά χρονών. Το φωνάζουν "μικρή Μπιζού". Δώδεκα χρόνια μετά, περιπλανιέται σε μια έρημη πόλη, σε στάσεις και σταθμούς του μετρό, σε δρόμους και λεωφόρους, ακολουθώντας ένα κίτρινο παλτό, αναζητώντας παρελθόν και ταυτότητα. Ένα εκτυφλωτικό χρώμα ξεχωρίζει σ' αυτό το νουάρ μυθιστόρημα, όπου κατά τα άλλα κυριαρχεί το λευκό. Το λευκό και όχι το μαύρο. Το χρώμα της απουσίας. Όλα περιστρέφονται γύρω από το καμπαρέ Le néant. Néant, όπως λέμε τίποτα, μηδέν.
Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ' έλεγαν πια "Μικρή Μπιζού", και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής.
Η Μικρή Μπιζού, δεκαεννιά χρονών, συναντά σε ένα σταθμό του μετρό μια γυναίκα που φορά ένα κίτρινο παλτό. Της μοιάζει με τη μητέρα της. Η μητέρα της έχει πεθάνει στο Μαρόκο. Θυμάται μια φωτογραφία της και ένα πορτρέτο της φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Τόλα Σουνγκούροφ. Ακολουθεί τη γυναίκα με το κίτρινο παλτό και ο αναγνώστης καλείται σε μια αινιγματική έρευνα σε παντοπωλεία, τηλεφωνικούς θαλάμους, διαμερίσματα-φαντάσματα. Η διαδρομή θυμίζει υπνοβασία στο ομιχλώδες τοπίο του Παρισιού.
Τα ίχνη τους μπερδεύονται και χάνονται για πάντα. Σ' αυτή τη ροή υπάρχουν σταθερά σημεία. Δε θα 'πρεπε να αρκεστώ στο να περιμένω καθισμένη σ' ένα απ' τα παγκάκια του σταθμού. Πρέπει να μείνεις γι' αρκετή ώρα στα σημεία όπου είναι τα εκδοτήρια και τα κιόσκια των εφημερίδων, στον μεγάλο κυλιόμενο διάδρομο, καθώς και στους άλλους διαδρόμους. Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν εκεί όλη μέρα, αλλά δεν τους δίνεις σημασία παρά μόνο αφού περάσει λίγος καιρός και τους συνηθίσεις. Ζητιάνοι. Πλανόδιοι μουσικοί. Πορτοφολάδες. Ναυάγια που δε θα ξαναβγούν ποτέ στην επιφάνεια.
Τα επώδυνα επεισόδια της παιδικής ηλικίας απασχολούν την ηρωίδα, που αναζητά σιωπηλά τις αιτίες της εγκατάλειψής της. Η αναζήτηση μιας μητέρας που δεν υπάρχει πια δεν είναι παρά η αναζήτηση της ταυτότητας της ίδιας της μικρής Μπιζού. "Πρέπει να βρεθεί ένα σταθερό σημείο, για να πάψει η ζωή να σε πηγαινοφέρνει σαν το φτερό στον άνεμο...". Αναζήτηση του εαυτού στο παράλογο, στην απώλεια, στα θρύψαλα της μνήμης.
Για τελευταία φορά, ήθελα να μαζέψω κάποιες ισχνές αναμνήσεις, να ξαναβρώ τα ίχνη της παιδικής μου ηλικίας. Σαν τον ταξιδιώτη που θα φυλάει στην τσέπη του ως το τέλος μια παλιά, ληγμένη ταυτότητα.
Το οδοιπορικό στο Παρίσι είναι γκρίζο, σκοτεινό και χαμηλόφωνο. Η πόλη του φωτός μετατρέπεται σε πόλη του ημίφωτος. Μόνο οι επιγραφές των καταστημάτων ξεχωρίζουν και τα νέον που τρεμοπαίζουν. Νύχτες αγρύπνιας, μέρες μοναξιάς. Το μόνο που τις ελαφραίνει, η ανθρώπινη παρουσία.
"Τι ακριβώς αποζητάτε στη ζωή;" [...]
"Αποζητώ ... ανθρώπινες σχέσεις..."
Βγήκαμε από το ταξί και, τη στιγμή που μπαίναμε στο δρόμο μου, ένιωσα μια περίεργη αίσθηση ελαφρότητας. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα αυτόν τον δρόμο με κάποιον. Τις νύχτες, όταν επέστρεφα μόνη κι έφτανα στη γωνία αυτής της οδού Κουστού, είχα ξαφνικά την εντύπωση ότι άφηνα το παρόν και γλιστρούσα σε μια ζώνη όπου ο χρόνος είχε σταματήσει.
Η αγάπη και η στέρηση, το φως και το σκοτάδι, η πόλη και το δάσος της Βουλόνης, το παρόν και το παρελθόν, η ενήλικη ζωή και η παιδική ηλικία, η μοναξιά και η συντροφιά. Εναλλαγές χωρίς κανέναν συνδετικό ειρμό. Εναλλαγές που γίνονται άλλοτε στη συνείδηση της ηρωίδας και άλλοτε στο χώρο και το χρόνο της δράσης.
Η μικρή Μπιζού επιστρέφει. Επιστρέφει στα χρόνια που πέρασαν, επιστρέφει εκεί που άρχισαν όλα, "μήπως και καταλάβει". Επιστρέφει εκεί που όλοι μας επιστρέφουμε. Μήπως και καταλάβουμε.
[1] Πατρίκ Μοντιανό, Η μικρή Μπιζού (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2002.
[2] Στην "εικονογράφηση" έργα του Edward Hopper.
Για τελευταία φορά, ήθελα να μαζέψω κάποιες ισχνές αναμνήσεις, να ξαναβρώ τα ίχνη της παιδικής μου ηλικίας. Σαν τον ταξιδιώτη που θα φυλάει στην τσέπη του ως το τέλος μια παλιά, ληγμένη ταυτότητα.
Το οδοιπορικό στο Παρίσι είναι γκρίζο, σκοτεινό και χαμηλόφωνο. Η πόλη του φωτός μετατρέπεται σε πόλη του ημίφωτος. Μόνο οι επιγραφές των καταστημάτων ξεχωρίζουν και τα νέον που τρεμοπαίζουν. Νύχτες αγρύπνιας, μέρες μοναξιάς. Το μόνο που τις ελαφραίνει, η ανθρώπινη παρουσία.
"Τι ακριβώς αποζητάτε στη ζωή;" [...]
"Αποζητώ ... ανθρώπινες σχέσεις..."
Βγήκαμε από το ταξί και, τη στιγμή που μπαίναμε στο δρόμο μου, ένιωσα μια περίεργη αίσθηση ελαφρότητας. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα αυτόν τον δρόμο με κάποιον. Τις νύχτες, όταν επέστρεφα μόνη κι έφτανα στη γωνία αυτής της οδού Κουστού, είχα ξαφνικά την εντύπωση ότι άφηνα το παρόν και γλιστρούσα σε μια ζώνη όπου ο χρόνος είχε σταματήσει.
Η αγάπη και η στέρηση, το φως και το σκοτάδι, η πόλη και το δάσος της Βουλόνης, το παρόν και το παρελθόν, η ενήλικη ζωή και η παιδική ηλικία, η μοναξιά και η συντροφιά. Εναλλαγές χωρίς κανέναν συνδετικό ειρμό. Εναλλαγές που γίνονται άλλοτε στη συνείδηση της ηρωίδας και άλλοτε στο χώρο και το χρόνο της δράσης.
Η μικρή Μπιζού επιστρέφει. Επιστρέφει στα χρόνια που πέρασαν, επιστρέφει εκεί που άρχισαν όλα, "μήπως και καταλάβει". Επιστρέφει εκεί που όλοι μας επιστρέφουμε. Μήπως και καταλάβουμε.
[1] Πατρίκ Μοντιανό, Η μικρή Μπιζού (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2002.
[2] Στην "εικονογράφηση" έργα του Edward Hopper.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου