Καθόταν εκεί. Αν τη ρωτούσες από πότε, θα σου απαντούσε: “Πάντα, πάντα εδώ κάθομαι”. Περιμένει εδώ, πότε καμιά φιλενάδα, πότε καμιά συνάδελφο, πότε το τρένο, πότε το βράδυ.
Το γκαρσόνι τής χαμογελάει φιλικά όταν της φέρνει καφέ.
Έχει ένα κόκκινο πορτοφολάκι, που της πάει πολύ, όπως μπορεί να πηγαίνει ένα πορτοφολάκι σε μια νέα κοπέλα. Μπορεί και να την κέρναγε κανείς τον καφέ, όμως πάνω στην ώρα, έρχεται η φιλενάδα ή το τρένο, κι αρνιέται ευγενικά.
Σήμερα κάποιος της είπε στο γραφείο ότι είναι νόστιμη, ο διευθυντής τής το είπε, εκείνη έπαιζε με το πορτοφολάκι.
Σκέφτεσαι πως οι ωραίες γυναίκες δεν κάνει να περιμένουν. Είναι νέα, σκέφτεσαι πάλι. Θα την ήθελες λιγάκι πιο ξεβγαλμένη.
Προσέχεις πώς κατεβάζει κάτω τον καπνό. Της το ’μαθε μια φιλενάδα της, το ξέρεις.
Στις εξήμισι φεύγει το τρένο. Την κοιτάζουν καθώς ξεκουμπώνει το στενό πανωφόρι, το βγάζει, ξεφλουδίζεται. Μετά το φοράει πάλι, σφίγγεται μέσα του, το στρώνει στα γοφά.
Έχει μεγάλο στόμα.
Έχει ωραία μαλλιά.
Είναι μικροκαμωμένη και νόστιμη.
Ξέρεις τη φωνή της: “Έναν καφέ, παρακαλώ – ευχαριστώ πολύ – χαίρετε”. Θηλυκιά φωνή. Ελαφίσια μάτια.
Θα μπορούσες να τη ρωτήσεις. Το γκαρσόνι τη ρώτησε: “Τι θα πάρετε, παρακαλώ;”
Είναι μικρή κοπέλα, μια σταλιά πραματάκι, κουκλίτσα, μπιζουδάκι, σκέφτεσαι ακόμα.
Και βέβαια θα μπορούσες να τη ρωτήσεις.
Έχει τρυφερό χέρι.
Περιμένει εδώ, πότε καμιά φιλενάδα, πότε καμιά συνάδελφο, το τρένο, το βράδυ.
Είναι μια κοπέλα.
Αν τη ρωτήσεις, είναι κιόλας γυναίκα.
Πέτερ Μπίχσελ, "Οι άντρες"
***
[1] Πέτερ Μπίχσελ, Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει τον γαλατά, γράμματα, Αθήνα 1986.
[2] Φωτογραφία: Anka Zhuravleva