Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Φραντς Κάφκα: Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου



Έρχεται πάλι καλοκαιριάτικα αυτός 
ο Φραντς Κάφκα. Κάθεται. Παίζουμε σκάκι. 
Πίνουμε γάλα –που πολύ ταιριάζει 
με τα μαύρα ρούχα– Λέμε αστεία 
και γελάμε. Έχει ένα σιδερένιο βήχα
που με αναστατώνει. Βγάζει το παλτό
και με ρωτάει για σένα. Του εξηγώ
ότι κοιμάσαι δίπλα. Συνεχίζουμε. 
Τα ξημερώματα φεύγει, παίρνοντας μαζί του
το μισό δωμάτιο –όπως πάντα με κερδίζει
Γιάννης Κοντός 

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μόνο όνειρα, καθόλου ύπνος. 
[Ημερολόγιο, 21 Ιουλίου 1913]

Μια συλλογή ονείρων του Κάφκα μπορεί να διαβαστεί σαν συλλογή διηγημάτων. Αλλόκοτα, φανταστικά, βασανιστικά, απογυμνωμένα από μυθοπλασία, τα όνειρα απηχούν τις βαθύτερες ανησυχίες του. Σε επιστολές προς αγαπημένα του πρόσωπα, σε προσωπικά σημειώματα και σε ημερολόγια συχνά αφηγείται εφιαλτικές στιγμές της νύχτας, όταν τα όνειρα τον απομακρύνουν από τον ύπνο.  "Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ως αστείρευτη πηγή παρανοήσεων, και βέβαια ο κόσμος, με το θόρυβο, τη βρόμα και τη συνεχή του κίνηση ως ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στο υποκείμενο και στην πραγμάτωση των στόχων του" είναι σταθερές που απαντούν στα γραπτά του και στα όνειρά του.


Σήμερα το μεσημέρι, πριν με πάρει ο ύπνος δεν αποκοιμήθηκα όμως, βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω μου ο κορμός μιας γυναίκας από κερί. Το πρόσωπό της ήταν γερμένο πάνω στο δικό μου, το αριστερό της μπράτσο πίεζε το στήθος μου. [Ημερολόγιο, 16 Νοεμβρίου 1911] 

Όταν ήμουν ξαπλωμένος σήμερα το απόγευμα στο κρεβάτι και κάποιος γύρισε γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά, βρέθηκα να έχω για μια στιγμή κλειδαριές σε όλο μου το σώμα, σαν να βρίσκομαι σε αποκριάτικο χορό, και σε τακτά χρονικά διαστήματα ανοίγει και κλείνει, μια εδώ, μια εκεί, κάποια κλειδαριά.  [Ημερολόγιο, 30 Αυγούστου, 1912]

Επιστολές σε ερωμένες, γράμματα στον πατέρα, αποσπάσματα ημερολογίων φέρνουν στο φως την πιο σκοτεινή πλευρά του· αυτή που έχει καθιερώσει το επίθετο "καφκικός" για τον χαρακτηρισμό του ζοφερού, του ασφυκτικού, του εφιαλτικού, του ανοίκειου. 


Στον αντίποδα αυτών, σκέφτομαι τον Κάφκα σαν μια τρυφερή ύπαρξη, ένα παιδί που αρνήθηκε να αποχωριστεί την αθωότητα, που δεν μπόρεσε να ενηλικωθεί. Σκέφτομαι διαρκώς τη σχέση του με το κοριτσάκι του πάρκου.

Σε μια από τις βόλτες του, ο Κάφκα συνάντησε ένα κορίτσι που έκλαιγε απαρηγόρητο γιατί έχασε την κούκλα του. Τη διαβεβαίωσε πως η κούκλα δεν έχει χαθεί, αλλά έχει φύγει για ταξίδι και μάλιστα του είχε δώσει ένα γράμμα για τη μικρή της φίλη. Ο συγγραφέας αφιέρωσε εκείνο το βράδυ για να γράψει ως κούκλα στο κοριτσάκι, ενώ για αρκετές εβδομάδες κλεινόταν στο γραφείο του και, απόλυτα αφοσιωμένος στο έργο που είχε αναλάβει, υποδυόταν μέσα από τα γραπτά του την κούκλα που γυρίζει τον κόσμο. 

Ήταν ένας τρόπος διώξει τους εφιάλτες του ή να διασκεδάσει μια παιδική απογοήτευση, από αυτές που κανείς μας δεν έχει ξεχάσει;

***

[1] Franz Kafka, Όνειρα (πρόλογος - μετάφραση: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη), Άγρα, Αθήνα 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου