Πεδίον του Άρεως, Πλατεία Πρωτομαγιάς |
Η πέργκολα με τους ροδώνες |
Σε
ποιον ανήκει το Πάρκο; Ποιος θα μπορούσε να αφηγηθεί καλύτερα τις
ιστορίες του; Τα αδέσποτα σκυλάκια που προσπαθούν να ξεδιψάσουν στις
σπασμένες βρύσες του; Οι άστεγοι που κοιμούνται στα ξεχαρβαλωμένα
παγκάκια; Νεαρά και παράνομα ζευγάρια που ερωτοτροπούν στις φυλλωσιές;
Έμποροι και χρήστες που ανταλλάσσουν ουσίες σε σεσημασμένα σημεία του;
Τα παιδιά που κάνουν πατίνι και ποδήλατο στην πλατεία Πρωτομαγιάς; Οι
κάτοικοι της Κυψέλης, της Νεάπολης, του Γκύζη που το διασχίζουν
καθημερινά για να πάνε στις δουλειές τους; Οι θαμώνες του; Οι
παππούληδες που παίζουν σκάκι και ντάμα τα απογεύματα της άνοιξης; Οι
τρελοί και παρατημένοι που απευθύνουν το παραλήρημά τους στα δέντρα; Οι
υπάλληλοι του δήμου που μαζεύουν τις σύριγγες και καθαρίζουν τις χημικές
τουαλέτες;
Όσοι πρόλαβαν
το Πάρκο στις δόξες του αφηγούνται ιστορίες τόσο διαφορετικές από τις
δικές μας: μια όαση στην καρδιά της πόλης, ένας τόπος συνάντησης των
κατοίκων της Αθήνας. Παιδιά να δροσίζονται στα σιντριβάνια, νέοι ν' αγκαλιάζονται κάτω από τις πέργκολες, μια γειτονιά να ανταμώνει και ροκ
συντροφιές στο Green Park. Εμείς το προλάβαμε στα τελευταία του. Δύο
εκθέσεις βιβλίου κάθε χρόνο το ζωντάνευαν. Ύστερα έκλεισε για να μας
ανταμείψει με το ρετουσαρισμένο του πρόσωπο, αλλά μέχρι να ολοκληρωθεί η
επέμβαση εξωραϊσμού του η Αθήνα ήταν πια μια άλλη πόλη.
Η Μαυρούλα |
Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ή πριν από αυτές, γίνονται ξεναγήσεις. Λογιών λογιών άνθρωποι μιλούν για τα δέντρα που επιλέχτηκαν, τα ιστορικά πρόσωπα που περπάτησαν το πάρκο, τα αγάλματα και τις μεγάλες προσωπικότητες που κοιμούνται εκεί μαρμαρωμένες. Και όσο εμείς ξεναγούμαστε, οι πραγματικοί κάτοικοι του πάρκου τρυπιούνται, στρώνουν υπνόσακους, παίζουνε ξύλο, γελούν εκκωφαντικά προκαλώντας την αμηχανία μας, μας υπενθυμίζουν πως σ΄αυτό τον χώρο οι ξένοι είμαστε εμείς. Παντού αλλού είναι εκείνοι.
Νυχτώνει, ο κόσμος αρχίζει να φεύγει και φαντάζομαι πως το Πάρκο θέλει να φύγουμε επιτέλους κι εμείς και να παραδοθεί στην παρακμή του. Ένα κορίτσι κάθεται κάτω από την πέργκολα με τους ροδώνες. Εκμεταλλεύεται το ελάχιστο φως των φανοστατών του δρόμου και ανοίγει ένα αυτοσχέδιο τετράδιο πάνω στα πόδια της. Όταν περνώ από δίπλα της, γράφει αργά αργά και με κουλουριαστά γράμματα τη φράση: "είμαι ήδη δυο μέρες...". Κρυφοκοιτώ, αλλά δεν προλαβαίνω τη συνέχεια και απλά τη φωτογραφίζω από μακριά για να εμπλουτίσω την όμορφη φωτογραφική μου συλλογή με λίγη από την απελπισία της.
Τώρα βλέπω πού και πού το Πάρκο στον ύπνο μου: ένα υπαίθριο πανδοχείο να σερβίρει πρωινό στους ενοίκους του, να μετράει διαθεσιμότητα σε κλίνες και να ετοιμάζεται για την καλοκαιρινή σεζόν.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου