Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Αριθμός 11



Στο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, ο αριθμός 11 αναδεικνύεται σε μυστήριο που σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό σε καθεμιά από τις πέντε σπονδυλωτές ιστορίες του μυθιστορήματος: Αριθμός λεωφορείου, αριθμός των ορόφων του σπιτιού μιας άπληστης συζύγου, αριθμός της κατοικίας του Βρετανού Υπουργού Οικονομικών και άλλα τέτοια. (Μικρή είχα αναπτύξει μια ξεχωριστή θεωρία για τους αριθμούς, την ποιότητα του καθενός και τα χαρακτηριστικά του. Ο αριθμός 11 παρέμενε αινιγματικός. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ πώς ήταν μονός, από τη στιγμή που αποτελείται από δύο μονάδες.)

Η ιστορία ξεκινά το 2003 με τη δολοφονία του Ντέβιντ Κέλλυ, επιθεωρητή όπλων των Ηνωμένων Εθνών την εποχή της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, και τελειώνει το 2015. Τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία ιστορία, πρωταγωνίστρια είναι η νεαρή Ρέιτσελ, ένα κορίτσι που κατά τη διάρκεια αυτών των δώδεκα χρόνων μεγαλώνει, ωριμάζει και αφυπνίζεται πολιτικά. 

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, που περιγράφεται η σκοτεινή επίσκεψη της Ρέιτσελ και του αδελφού της σε ένα αββαείο, στοιχεία λογοτεχνίας μυστηρίου θυμίζουν πολύ το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέιμς, όπου τα όρια ανάμεσα το ορατό και το αόρατο, την αίσθηση και την ψευδαίσθηση είναι δυσδιάκριτα. Στο τελευταίο κεφάλαιο, η αράχνη που απειλεί το μέγαρο του Βρετανού μεγιστάνα σερ Γκίλπμπερτ Γκαν και η αγωνία που προκαλεί η απόδρασή της, εκτοξεύονται σε ύψη που μάλλον αγγίζουν την υπερβολή, το θρίλερ, το παράλογο ή την παρωδία.   

"Η επαιτεία", διακήρυξε, "μετατρέπεται σε σοβαρό πρόβλημα για το Μπέβερλι και τα περίχωρά του. Το συμβούλιο πρέπει να το αντιμετωπίσει, αλλά ειλικρινά φαίνεται πως πάσχει από έλλειψη προθυμίας και μέσων". Παρατήρησε, σ' αυτό το σημείο, πως κρατούσα μια πιατέλα με μπισκότα γεμιστά με κρέμα κάτω από τη μύτη του. "Ω! Για μένα είναι αυτό; Πολύ ευγενικό". 

Μεταξύ αυτών, ένα μωσαϊκό από πρόσωπα και γεγονότα: η Άλισον, φίλη της Ρέιτσελ, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του "διαφορετικού": μαύρη, ανάπηρη και ομοφυλόφιλη. Η μητέρα της Άλισον, διάσημη τραγουδίστρια του παρελθόντος, αποφασίζει να ξεπληρώσει τα χρέη της συμμετέχοντας σε ένα ριάλιτι τύπου σερβάιβορ και την τρολάρουν ανελέητα οι νεαροί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γιατί δεν είναι πια ούτε νέα ούτε όμορφη. Μια καθηγήτρια πανεπιστημίου ασχολείται με το μυστήριο του Λοχ Νες και έχει στη διάθεσή της μια τεράστια συλλογή από παλιές βρετανικές ταινίες αμφιβόλου ποιότητας. Ένας φιλόδοξος αστυνομικός αναζητά το πολιτικό στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ανεξισχνίαστες υποθέσεις του. Μια δημοσιογράφος πατά επί πτωμάτων για να κάνει πρωτοσέλιδο. Και ένας από τους πλουσιότερους άντρες της Βρετανίας χτίζει για τη σύζυγό του ένα λαβύρινθο έντεκα ορόφων, με τεχνητές λίμνες και φοίνικες θαμμένους σαράντα μέτρα κάτω από το έδαφος. 

Μια Τετάρτη μεσημέρι επέστρεφε σπίτι από τη βιβλιοθήκη με το λεωφορείο με τον Aριθμό 11. Ανέβηκε από το Χάρμπορν και σκόπευε να κατέβει κοντά στο σπίτι της στη Γιάρντλι, μια διαδρομή είκοσι πέντε λεπτών περίπου. Αλλά, καθώς πλησίαζε στη στάση της, άλλαξε γνώμη. Το λεωφορείο ήταν ζεστό· το σπίτι της ήταν κρύο. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κόσμο· το σπίτι της ήταν άδειο. Η θέα από τη θέση της στο λεωφορείο μεταβαλλόταν διαρκώς· η θέα από το σπίτι της ήταν μονότονη. Ξαφνικά δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να σηκωθεί από την άνετη θέση της και να βγει έξω στο κρύο. 

Ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ο αστυνόμος Πίμπλιμ λέει κάπου πως για να κατανοήσει κανείς ένα έγκλημα, πρέπει να αντιληφθεί το κίνητρο του δράστη και αυτό προϋποθέτει να λάβει υπόψη του την επίδραση της οικονομίας και του περιβάλλοντος, της κουλτούρας και του κεφαλαίου, του τοπίου και του αστικού τοπίου, της πολιτικής της ταυτότητας και της πολιτικής των κομμάτων. 

Για να μπορέσει κανείς να λύσει ένα αγγλικό έγκλημα, που το έχει διαπράξει άγγλος εγκληματίας, πρέπει να αναλογιστεί την κατάσταση της ίδιας της Αγγλίας. 

Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και για τα μυθιστορήματα του Κόου: για να τα κατανοήσει κανείς,  πρέπει να έχει υπόψη του την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Αγγλίας. Όχι όμως σε αυτό το μυθιστόρημα. Εδώ περιγράφονται  συνθήκες που μας είναι πιο οικείες απ΄ό,τι άλλοτε. Ο κανιβαλισμός των θαμώνων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ανελέητο τρολάρισμα, ο εξευτελισμός διασημοτήτων του παρελθόντος στα προγράμματα της μεσημεριανής ζώνης για λίγα λεπτά δημοσιότητας, η προθυμία ανθρώπων να συμμετάσχουν σε ριάλιτι όπου υποχρεώνονται να γλείψουν κόπρανα και να φάνε κατσαρίδες για λίγα χρήματα, οι τράπεζες τροφίμων, τα παροπλισμένα καλοριφέρ στα παγωμένα σπίτια, τα κομμένα επιδόματα, μας είναι όλα γνώριμα. Η κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα δεν διαφέρει πολύ από αυτήν που παρουσιάζει ο Κόου. Και οι φωνές που διαμαρτύρονται, όπως αυτή της Ρέιτσελ, αντιμετωπίζονται σαν "νεανικά ξεσπάσματα πολιτικής αφέλειας".
 
Ο Τζόναθαν Κόου είναι από κείνους τους συγγραφείς που οι φαν του δεν τον προδίδουν ποτέ. Κάθε του βιβλίο αποτελεί εκδοτικό γεγονός και γίνεται γρήγορα ανάρπαστο, τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ελλάδα. Έχω την υποψία ότι σε κανένα από τα πρόσφατα μυθιστορήματά του δεν συναντήσαμε την πολιτική σάτιρα του "Τι ωραίο πλιάτσικο!", το καυστικό χιούμορ τού "Ιδιωτικού βίου του Μάξουελ Σιμ" ή την ευαισθησία τού "Σαν τη βροχή πριν πέσει". Ωστόσο, πάντοτε στις σελίδες του το πολιτικό με το κωμικό συνυπάρχουν, η αγωνία με την αναγνωστική ευχαρίστηση εναλλάσσονται, το απροσδόκητο με το αναμενόμενο πάνε παρέα, και όλα αυτά με μπόλικη Βρετανία, σερβιρισμένη κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη. Έτσι, κάθε φορά ο αναγνώστης μένει, αν μη τι άλλο, ικανοποιημένος. 

*** 

Τζόναθαν Κόου, Αριθμός 11 (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη), Πόλις, Αθήνα 2016. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου