Σελίδες

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Μαρία Μπέικου: πρώτες μέρες στην Τασκένδη


Η Μαρία Μπέικου γεννήθηκε στην Ιστιαία το 1925. Έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική, την οποία παράτησε όταν αποφάσισε να υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της. Υπήρξε Επονίτισσα, καπετάνισσα του ΕΛΑΣ, υπεύθυνη της Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών και μαχήτρια του ΔΣΕ. Μετά το τέλος του Εμφυλίου κατέφυγε στην Τασκένδη, όπου συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, την Άλκη Ζέη, τον Μάνο Ζαχαρία, τον Αντώνη Βογιάζο και άλλους. Σπούδασε στο Κρατικό Πανενωσιακό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, γνώρισε και αγάπησε ανθρώπους όπως ο Μιχαήλ Ρομ και ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Δούλεψε πολλά χρόνια ως εκφωνήτρια στον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Μόσχας. Το 1945, και ενώ υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ, παντρεύτηκε τον Γεωργούλα Μπέικο με τον οποίο επανασυνδέθηκαν το 1961. 

Στην μαρτυρία της περιγράφει γλαφυρά το ταξίδι των πολιτικών προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όταν κρυμμένοι στα αμπάρια φορτηγών πλοίων ταξίδεψαν με προορισμό τα λιμάνια της Βαλτικής και τη Σοβιετική Ένωση. Για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες η προσαρμογή στην Τασκένδη ήταν αδύνατη. Οι μαχητές του ΔΣΕ δεν ήξεραν να μιλούν ρώσικα και δυσκολεύονταν να συνεννοηθούν με τους ντόπιους. Οι διατροφικές τους συνήθειες ήταν διαφορετικές και δεν μπορούσαν συνηθίσουν τα φαγητά των Ουζμπέκων. Οι περισσότεροι ήταν αγρότες που δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους εργοστάσιο. Τώρα θα μετατρέπονταν σε βιομηχανικούς εργάτες που ψυχαγωγούνται παίζοντας ντόμινο, ντάμα, σκάκι και ακούγοντας κλασική μουσική στο γραμμόφωνο. 

Όταν πήγαμε στην Τασκένδη, μας εγκαταστήσανε σε κάποιους στρατώνες που είχανε κατασκευάσει Ιάπωνες αιχμάλωτοι. Ήταν κανονικοί στρατώνες, με θαλάμους που χωρούσαν άλλος ογδόντα, άλλος σαράντα διπλά κρεβάτια. Υπήρχαν και μερικοί μικρότεροι θάλαμοι. Μας μοίρασαν στις λεγόμενες πολιτείες, που βρίσκονταν κοντά σε βιομηχανικές μονάδες. Τη δική μας φουρνιά την εγκατέστησαν στην 4η πολιτεία, η οποία βρισκόταν σε μια βιομηχανική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικών καλωδίων. Αυτό το εργοστάσιο κατασκεύαζε καλώδια, μεγάλα, μικρά, μικρότερα. 
Στην Τασκένδη μάς έδωσαν καινούρια ρούχα. Τα όπλα τα είχαμε παραδώσει στην Αλβανία. Εγώ όμως είχα κρατήσει την μπρέντα μου, το πιστόλι μου, το οποίο παρέδωσα στην Τασκένδη όταν πια κατάλαβα ότι η επιστροφή στην πατρίδα θα αργούσε...


Βρισκόμασταν στην ξενιτιά, την οποία δεν επιλέξαμε, ήταν υποχρεωτική παραμονή. Στην Τασκένδη νιώσαμε ότι ήμασταν κάπου πολύ μακριά από τη χώρα μας, στο άγνωστο. Τότε αισθανθήκαμε αυτό το κενό μέσα μας. Ένα μεγάλο κενό. Και εκεί άρχισε το δράμα, γιατί ογδόντα γυναίκες σε έναν θάλαμο, σε άλλον σαράντα, σε άλλον είκοσι... Και έλεγαν οι γυναίκες: "Πού μας φέρατε;" Πώς να διαφωτίσεις αυτόν τον κόσμο, πώς να τους πεις ότι θα επιστρέφαμε σύντομα! Οι γυναίκες έμεναν ξαπλωμένες στα κρεβάτια τους και δεν ήθελαν να βγουν έξω. Λέγανε μόνο: "Γυρίστε μας πίσω". Τις πρώτες μέρες σηκώνονταν μόνο για να πάνε στην τουαλέτα, δεν άνοιγαν τα παράθυρα, δεν έτρωγαν, δεν έπιναν ούτε νερό. Ήταν τρομερό. Δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν. Δεν ήταν ότι δεν θέλανε. Κι εγώ προσπαθούσα να τις πείσω ότι ήρθαμε εδώ για το καλό μας, ότι εδώ θα δουλέψουμε, θα σπουδάσουμε και μετά θα επιστρέψουμε. Η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη, πάρα πολύ δύσκολη. Κι εγώ ήμουν υπεύθυνη. 


Λέγαμε ότι φταίει ο ξένος παράγοντας, ότι επενέβησαν οι Αμερικάνοι. Την αλήθεια λέγαμε. Στην προκειμένη περίπτωση λέγαμε την αλήθεια. Κι ότι, μόλις εξομαλυνθεί η κατάσταση, θα επιστρέψουμε κι ότι εδώ, στη Σοβιετική Ένωση, θα μας περιθάλψουν. Είναι γεγονός ότι μας περιποιήθηκαν, και μην ξεχνάμε πως είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια από τις ταλαιπωρίες και τις θυσίες του σοβιετικού λαού στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση είχε αιμορραγήσει πολύ. Μας τροφοδοτούσαν από το υστέρημά τους. Τα φαγητά τους όμως δεν μπορούσαμε να τα φάμε. Είχαν άλλες συνήθειες. Αφού είδαν ότι δεν τρώμε τα φαγητά που μαγείρευαν, μας ρώτησαν τι θέλαμε να φάμε και όλοι με ένα στόμα είπαμε:"Φασόλια!" Μας έφεραν φασόλια και τα μαγείρεψαν, αλλά τα είχαν μαγειρέψει διαφορετικά και δεν τα φάγαμε. Και τελικά μας ρώτησαν "Έχετε μάγειρα δικό σας;" Απαντήσαμε: "Ναι". Και τότε η κατάσταση στο φαγητό βελτιώθηκε πολύ. 

Τον πρώτο καιρό κάτι γινόταν κάθε μέρα κι είχα πολλή δουλειά. Συνέχεια με ευθύνες. Είχαμε ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα για όλη την ημέρα. Τα ρώσικα τα μάθαινα τη νύχτα -μας είχανε δώσει βέβαια δασκάλους, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, έπρεπε και μόνος σου να ασχοληθείς με τη γλώσσα. 

Η Κυριακή ήταν αργία και δεν είχα ασχολίες. Οι γυναίκες πήγαιναν στις άλλες πολιτείες, όπου είχαν τους δικούς τους. Έφευγαν. Θυμάμαι, όταν ήμουν στην 4η πολιτεία, την Κυριακή πήγαινα σε έναν παραπόταμο που περνούσε μέσα από την πολιτεία και είχε μια ιτιά και εγώ καθόμουν κάτω από την ιτιά και έκλαιγα. Μόνο την Κυριακή μπορούσα να κλάψω. 

***

[1] Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο:
Μαρία Μπέικου, Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ... (Εισαγωγή: Τασούλα Βερβενιώτη), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010. 
[2] Στις φωτογραφίες:
α) Η Μαρία Μπέικου σε νεαρή ηλικία. 
β) Οι μαχητές του ΔΣΕ Γιάννης Παρασκευόπουλος από την Αναγέννηση Σερρών και Πανωραία Μπαλτά-Παρασκευοπούλου από την Πυρσόγιαννη Κόνιτσας. Τασκένδη, 1950. 
γ) Το ελληνικό μουσικό συγκρότημα "Απόλλων". Τασκένδη, 6η πολιτεία, 1970. Από το αρχείο της Μάρθας Τριανταφυλλίδου. 
δ) Μαχητές του ΔΣΕ από τη Λυκόρραχη Κόνιτσας, Τασκένδη 1950. Από το αρχείο της Τζούλιας Φασουλή. 
ε) Τασκένδη, Πρωτομαγιά 1963.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου