Σελίδες

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Hotel Savoy: Mετά τον πόλεμο


 "Πόσο πιο ψηλά μπορεί να ξεπέσει κανείς;"

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις τελείωσε. Χιλιάδες άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο. Ο αφηγητής, Εβραίος με ρωσική καταγωγή και στρατιώτης του αυστριακού στρατού, μετά από πέντε χρόνια αιχμαλωσίας σε στρατόπεδο της Σιβηρίας φτάνει στο Hotel Savoy, που δέχεται να φιλοξενήσει ανθρώπους συντετριμμένους ή ανήμπορους. Γοητευτικά και παράξενα πλάσματα κάνουν εκεί μια στάση, προτού συνεχίσουν την πορεία τους στο άγνωστο. 

Όλα συνθέτουν ένα παράξενο μεταπολεμικό σκηνικό: εφτά πατώματα, ένας χρυσός θυρεός και ο ατσαλάκωτος πορτιέρης στην είσοδο, καθαρά αποχωρητήρια με ζεστό νερό και εγγλέζικα σαπουνάκια, καμαριέρες με λευκά σκουφιά, ευρύχωρα ασανσέρ, μεγάλες ηλεκτρικές λάμπες και πράσινα διακριτικά αμπαζούρ, λουλούδια, πουπουλένια παπλώματα... 

Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι' άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή -όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Αν κοιτάξω πίσω μου, βλέπω έναν στρατιώτη, έναν δολοφόνο, έναν παρά τρίχα δολοφονημένο, έναν αναστημένο, έναν φυλακισμένο, έναν περιπλανώμενο.

Το Hotel Savoy, όμως, δεν είναι ίδιο για όλους. Όσο ανεβαίνει κανείς στα ψηλότερα πατώματα, τόσο αυξάνεται η φτώχεια και η εξαθλίωση των ενοίκων. Δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να γευτούν τα βουτυρωμένα μπριός και τη ζεστή σοκολάτα που σερβίβρει το εστιατόριο του ισογείου.  Και το πιο παράξενο, κανένας δεν ξέρει πόσα είναι τα πατώματα συνολικά. Οι ένοικοι των τελευταίων ορόφων ελπίζουν να "πέσουν" χαμηλότερα, να ζήσουν κάτι από τη χλιδή και την πολυτέλεια εκείνων που μένουν κάτω, ενώ ταυτόχρονα εύχονται να μην υπάρχουν από πάνω τους άλλοι όροφοι, όπου τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο εφιαλτικά. 

Το ξενοδοχείο δεν του άρεσε πια: ούτε το πλυσταριό, με τους αποπνικτικούς ατμούς του, ούτε το φριχτό καλόκαρδο παιδί του ασανσέρ, ούτε τα τρία πατώματα των φυλακισμένων.  [...] Είμαι κι εγώ απ' αυτούς που είναι θαμμένοι ψηλά. Δεν μένω στον έκτο όροφο; Δεν θα με αναγκάσει η μοίρα να ανέβω στον έβδομο; Υπάρχουν μόνο εφτά πατώματα; Κι αν είναι οχτώ; Δέκα; Είκοσι; Πόσο πιο ψηλά μπορεί να ξεπέσει κανείς; Ως πού μπορεί να φτάσει; Ως τον ουρανό; Ως την ευλογημένη αιωνιότητα;  

Το ξενοδοχείο μετατρέπεται σ' ένα σύμβολο της μεταπολεμικής Ευρώπης: απέξω  αστραφτερή κι αξιοζήλευτη, μέσα γεμάτη φέρετρα και στοιβαγμένα πτώματα, ζωντανούς-νεκρούς, τρελούς και κυνηγημένους που οι ήσυχοι και καλοζωισμένοι συνάνθρωποί τους σχεδόν αγνοούν την ύπαρξή τους. "Το 748 αρρώστησε ξαφνικά" λένε οι καμαριέρηδες. Στα τρία τελευταία πατώματα δεν υπάρχουν ονόματα. Φωνάζουν τους ανθρώπους με τα νούμερα των δωματίων τους, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κάθε κρατούμενος είχε τον αριθμό του. Άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν, μα όλοι τους γυρίζουν στο δωμάτιό τους, λες και επιστρέφουν σε μια από καιρό χαμένη πατρίδα.

Ήρθε πάλι η ώρα γι' αυτούς που γυρίζουν απ' το μέτωπο. Έρχονται ομάδες ομάδες, πολλοί μαζί. Σαν να τους ξεβράζει το κύμα, όπως συμβαίνει σε ορισμένα ψάρια κάποιες εποχές του χρόνου. Η μοίρα τούς σπρώχνει προς τα δυτικά αυτούς που γυρίζουν απ' το μέτωπο. Δυο μήνες τώρα δεν είχαμε δει ούτε έναν. Μετά, άρχισαν τη μια βδομάδα μετά την άλλη να καταφθάνουν απ' τη Ρωσία και τη Σιβηρία κι όλες τις χώρες της μεθορίου. Σκόνη ολόκληρων χρόνων περιπλάνησης σκεπάζει τις αρβύλες τους, τα πρόσωπά τους. Τα ρούχα τους είναι κουρέλια, τα ραβδιά τους κοντά και κουρασμένα. Έρχονται από τον ίδιο δρόμο πάντα, δεν ταξιδεύουν με το τρένο, ταξιδεύουν περπατώντας. Έχουν περπατήσει χρόνια πριν φτάσουν εδώ.

Το λόμπι γεμίζει με κόσμο. Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν, όλα τα πρόσωπα είναι ίδια,  παρόλο που οι περισσότεροι έχουν πεινάσει ο ένας πλάι στον άλλο.

Είναι φοβερό που περνάει από δίπλα μου κάποιος και δεν τον αναγνωρίζω, παρόλο που μαζί του μοιράστηκα ώρες θανάσιμου κινδύνου. Ζήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον φριχτές στιγμές της ζωής μας, ενωμένοι στον απόλυτο φόβο -και τώρα να που δεν γνωριζόμαστε. Θυμάμαι ότι την ίδια θλίψη ένιωσα και κάποια άλλη φορά, όταν συνάντησα σ' ένα τρένο μια κοπέλα και δεν μπορούσα να θυμηθώ αν είχα κοιμηθεί μαζί της ή αν απλώς της είχα δώσει τα ρούχα μου να μου τα μπαλώσει. 
 
Το Σαβόι καίγεται και η εικόνα του θυμίζει μια Ευρώπη γεμάτη από ανθρώπους που γυρεύουν να γλιτώσουν, σπαρταρώντας παγιδευμένοι σ' έναν περιχαρακωμένο φλεγόμενο χώρο. Γύρω τους όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. "Μόνοι τους έγραψαν το πεπρωμένο τους και θαρρούσαν πως τους το ΄γραψε ο Θεός. Ξεστρατίζουν και υποφέρουν, πεθαίνουν και κληροδοτούν τη δυστυχία τους στα παιδιά τους".



***  

Joseph Roth, Hotel Savoy (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), ΑΓΡΑ, Αθήνα 2009.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου