Σελίδες

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Χλόη και Φρόσω


Ζεις σ' αλλιώτικους καιρούς. Εξουσιάζεις 
έναν κόσμο κατάκλειστο, όπως του ονείρου.
Αιώνες τώρα
που πια έχουν γίνει λησμονιά, αφήνεις μόνο
στο χέρι το δισταχτικό να σ' αγαπά.
[Απόσπασμα από το ποίημα του Χ. Λ. Μπόρχες, "Σ' ένα γάτο"]

Αυτές τις μέρες φροντίζω τη γάτα της μητέρας μου, τη Χλόη. Αν η χλόη είχε το χρώμα τούτης της γάτας, δεν ξέρω πώς θα νιώθαμε στην εξοχή. Η Χλόη μοιάζει με πίσσα φουντωτή, κάπως δυσκίνητη όσο ωριμάζει, έφτασε πια τα εννέα κιλά. Τα δίδυμα που γέννησε με εξωσωματική η κυρία του πρώτου ορόφου -και τα δυο μαζί- δεν φτάνουν ούτε στο μισό το βάρος του γατιού μας. Μα, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το όνομα τής ταιριάζει πολύ, και ας μην είναι ούτε τρυφερή ούτε και πράσινη. 

Ο Αργύρης Χιόνης στο διήγημά του "Πώς χτίζεται ένα σπίτι"[1], αφηγείται την περιπέτεια της συμβίωσής του με τη δική του γάτα, τη Φρόσω.

Έτσι ξεκίνησε η συμβίωσή μας: μ' ένα σωρό, εκ μέρους μου, παραχωρήσεις και υποχωρήσεις: καμία εκ μέρους της. 
Εκτός απ' την καλύτερή μου πολυθρόνα οικειοποιήθηκε και την αριστερή μασχάλη μου. Κάθε φορά που μ' έβρισκε καθισμένο μπρος στην τηλεόραση, κούρνιαζ' εκεί κι άρχισε να τη ζυμώνει και να τη βυζαίνει δίχως τελειωμό, μ' αποτέλεσμα να μην προλαβαίνω ν' αγοράζω καινούργια πουκάμισα. [...]
Εξαιτίας της άλλαξε, επίσης, και ο τρόπος κατακλίσεώς μου, δηλαδή η ύπτια στάση. Από την πρώτη κιόλας νύχτα, που κοιμήθηκε μαζί μου, διάλεξε ως γατάκι το στομάχι μου, συνήθεια που δεν εγκατέλειψε ούτε τις επόμενες νύχτες, αφού όσο κι αν τη μετατόπιζα, δεξιά ή αριστερά, αυτή επέστρεφε εκεί με μια διαβολεμένη επιμονή.

Το αυτό ισχύει για όλες τις γάτες: Ανυποχώρητες σε κάθε τους καπρίτσιο. Αν η γάτα αποφασίσει να καθίσει κάπου, δεν τη σηκώνει ούτε γερανός. Η μητέρα μου χρόνια τώρα θυσιάζει διακοπές και ταξίδια, αν δεν μπορέσω να φροντίσω τη Χλόη. Καθότι εγκαταλελειμμένη αγριόγατα, έχει επιτεθεί στην κυρία Ιωάννα του 5ου, στη θεία μου, στο θείο μου και σε όποιον άλλον μπαίνει στο, σαβανωμένο λόγω απουσίας, διαμέρισμα για να της αφήσει φαγητό. Εμένα με συμπαθεί. 360 μέρες το χρόνο, όποτε επισκέπτομαι το πατρικό σπίτι, με αγνοεί επιδεικτικά. Τις εναπομείνασες 5 που η σεπτή μου μητέρα παραθερίζει, κουτουλάει το κεφάλι της στα πόδια μου μόλις ανοίγω την πόρτα, μου κάνει νάζια και, αν τυχόν μείνω και ξαπλώσω στο διαμέρισμά της (διότι εννοείται πως έστω για τις λίγες εκείνες ώρες, αποτελώ φιλοξενούμενή της) μου κάνει το χατίρι να πλαγιάσει στο στήθος μου και πιέζει το στέρνο μου ρυθμικά με τα μαξιλαράκια των ποδιών της γουργουρίζοντας.   

Κάποτε που δεν φάνηκα συνεπής στη φροντίδα της, πιστεύοντας πως για δυο-τρεις μέρες θα τα περάσει φίνα στο σπίτι και χωρίς εμένα, από τη στιγμή που είχε και νερό και φαγάκι, η μητέρα μου τα βρήκε όλα γης μαδιάμ: τούφες μαλλιών και κακά της παντού. 

Αυξάνονταν, λοιπόν, οι μαδημένες τούφες, κι όσο αυξάνονταν αυτές, τόσο μειώνονταν ο όγκος της υπέροχης, φουντωτής ουράς της, χωρίς εγώ, ο πανηλίθιος, να καταλαβαίνω τι συνέβαινε, ώσπου ένα ξημέρωμα που, τίγκα στο πιοτό, επέστρεψα στο σπίτι, την έπιασα επ' αυτοφώρω, να επιδίδεται στο φρικτό έργο της αυτοκαταστροφής της. Είχε μαδήσει με τα δόντια της όλη την ουρά της και καταγινόταν τώρα με το ξερίζωμα και της τελευταίας, ακραίας φούντας. 

Η Χλόη είναι ερωτευμένη με την μητέρα μου, όπως και η Φρόσω ήταν ερωτευμένη με τον αφέντη της. Και επειδή δεν μπορούσε να τον έχει όσο θα ήθελε κοντά της, σιγά σιγά αυτοκτονούσε. Άρχισε από την ουρά της, αλλά θα συνέχιζε και πιο πάνω μέχρις ολικής εξαφάνισης της ομορφιάς της, δηλαδή της ύπαρξής της.   Έτσι, λοιπόν, τώρα πια φροντίζω τη Χλόη με συνέπεια, θυσιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο μου και φροντίζοντας ποτέ να μη λείπω όσο απουσιάζει από την πόλη η μητέρα, για να γλιτώσω το ζωάκι απ΄την αυτοκαταστροφή. Κι ας μη μου το ανταποδίδει παρά ζυμώνοντας με τα μαξιλαράκια των ποδιών της το στήθος μου, πράγμα αφόρητο στις ζέστες, λόγω της εννιάκιλης γούνας της. 

Έπειτα, δεν μπορώ να αποφύγω τη σκέψη πως η μητέρα μου άντεξε με περίσσιο θάρρος τον ξενιτεμό δύο θυγατέρων της, δε θα αντέξει να χάσει την ερωτοχτυπημένη γάτα της.

***

[1] Αργύρης Χιόνης, Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2016.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου