Σελίδες

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Το αστείο του Γιάννη Παλαβού



Στις ιστορίες του Γιάννη Παλαβού συμβαίνουν πολλά.  Αστεία και σοβαρά. Ευτράπελα και τραγικά.

Πηγαίνει στο χωριό του το καλοκαίρι. Είναι μακριά από τους φίλους της Αθήνας. Κλείνεται για δύο μήνες στο δωμάτιο και κατεβάζει μουσική κλέβοντας δίκτυο απ' το γείτονα. Ακόμα κι όταν εκείνος είναι πια νεκρός. Κοιμάται μέχρι αργά το μεσημέρι. Κλειδώνεται στο δωμάτιο με νοικιασμένες ταινίες. Διαβάζει τη χτεσινή εφημερίδα κουλουριασμένος στο κρεβάτι.

Η ζωή στην επαρχία δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή. Αδέσποτα σκυλιά, δουλειά στο συνεταιρισμό, πυλώνες της ΔΕΗ μέσα στις ροδακινιές. Τα καλώδια κάνουν τον πυλώνα να μοιάζει με κατάρτι και το χωράφι με καράβι. Κέδροι, πεύκα, ο κάμπος στον ορίζοντα.

Το εβδομήντα εννιά και το ογδόντα γεννήθηκαν τα ξαδέρφια μου. Η οικογένεια χρειαζόταν χώρο. Τα ζώα σφάχτηκαν, ο στάβλος καθαρίστηκε κι εκείνη υποβιβάστηκε εκεί. Θυμάμαι ακόμα ένα παχουλό γουρουνάκι να γουργουρίζει στο σημείο που τώρα βρίσκεται το ντιβάνι. 

Η γιαγιά είναι άρρωστη. Έχουν αλλάξει πολλά. Γέροι άνθρωποι, νέοι άνθρωποι. Θέλει να τους πει ότι τους αγαπά. Δεν πρόλαβε. Νιώθει τύψεις. Φαντάζεται το παρελθόν τους. Η μάνα μου φρόντιζε τη γιαγιά, της άλλαζε εσώρουχα, την τάιζε, της έστρωνε τα μαλλιά. Μισό αιώνα πριν γινόταν το αντίστροφο. Πώς ήταν η γιαγιά πριν γίνει η ζωή της ένα παράθυρο πλάι στο κρεβάτι;

Πώς ήταν ο πατέρας του πριν γίνει πατέρας; Λουστρίνια και Καζαντζίδης, το πρωί στα
φλιπεράκια, το βράδυ στις ταβέρνες. Επιβίωνε κάνοντας θελήματα, κάνα μεροκάματο εδώ, καμιά ψευτοδουλειά εκεί. Τώρα παίρνει σύνταξη. Πίνει ρετσίνα με τους φίλους του. Άνθρωποι με τσακισμένες μέσες και πλάτες έπειτ' από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία.

Στο νοσοκομείο. Ο πατέρας γερμένος, κοιτάζει τον τοίχο. Η μητέρα αργεί να ξυπνήσει από τη νάρκωση και ο Σαράντος έχει δει μόλις τους γονείς του νέους, να κάνουν έρωτα. Έχει δει τη στιγμή της σύλληψής του. 

Στη βόλτα με τη Μαρία, τη γουρουνίτσα σκέφτεται και το δικό της "παρελθόν". Αιώνες πριν, χιλιετίες, πρόγονοί της, αγριογούρουνα με αρκουδίσιο τρίχωμα, κυνηγούσαν τις νύχτες, σκότωναν ερημίτες και ταξιδευτές σε βουνά σαν κι αυτό.

Σε άλλες ιστορίες η αναπόληση γίνεται τόσο βαθιά που μ' ένα παφ εξαφανίζεται. Παρόν, παρελθόν, μέλλον. 'Ολα συγχέονται αρμονικά σ' αυτή την υπέροχη συλλογή.

Η ζωή στην πόλη. Τα φοιτητικά χρόνια, η δουλειά, ο μονόλογος του εφοριακού, οι ιστορίες των ανθρώπων της. Μια ώριμη σύντροφος που ξέρει να συγχωρεί και να καταλαβαίνει.

Χιούμορ αλλού μακάβριο και αλλού όχι. Άνθρωποι με μειωμένη αυτοεκτίμηση, μια γουρουνίτσα που δε θέλει να υπακούσει, ένας φοβισμένος σκύλος, ένα παιδί που πετάει ψηλά με το ποδήλατο και η ζωή μετά το θάνατο. Ούτε στον παράδεισο ούτε στην κόλαση. Σε μια αποθήκη με αναλώσιμα γραφείου όπου τα τυποποιημένα σημειώματα ήταν μάλλον πληκτικοί διαιτητές γκολφ ή λέκτορες σε επαρχιακά πανεπιστήμια, τα φθαρμένα ντοσιέ οι ροκάδες των δυτικών συνοικιών και ο αφηγητής έχει μετατραπεί σε ένα γυαλιστερό και κομψό συρραπτικό. Ένα περηφρονημένο φαξ, που δεν το χρησιμοποιούν πια, θυμίζει το Νίκο από διήγημα της συλλογής "Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες", που γίνεται δημοφιλής στο σχολείο γράφοντας στους συμμαθητές του κασέτες και μόλις κυκλοφορούν τα αντιγραμμένα CD, όλοι τον εγκαταλείπουν. 

Βαθιά ευαισθησία που αποτυπώνεται με εκφραστική λιτότητα και μια γλώσσα απλή, πολύ απλή. Τόσο που σε κάποια σημεία θυμίζει κάτι από Ιωάννου, Χάκκα, ίσως και Βαλτινό. 

***

Γιάννης Παλαβός, Το αστείο, Νεφέλη, Αθήνα 2010.

Στην εικονογράφηση, έργα του Τάκη Γιαννούσα.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου