Σελίδες

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Μπάμπουσκα


Natasha Sim


Ποτέ δεν κατάλαβα. Η Μπάμπουσκα νέα είναι ή γριούλα; 

Raquel Aparicio

Οι κοπέλες που κρύβει μέσα της συνομήλικες ή νεότερές της; 


Θέλει να την ξεκοιλιάσουμε ή προτιμά να μείνει για πάντα μπιμπελό της βιβλιοθήκης; 


Αν την αφήναμε στην ησυχία της, θα έσπαγε το κέλυφος για να γνωρίσει τον κόσμο;

Henn Kim


Φιλοξενεί μέσα της τις κόρες της ή το παρελθόν της;


Πώς νιώθει όταν αποχωρίζεται τα σωθικά της;

Alessandro Gοttardo

Απελευθέρωση είναι ή αποχωρισμός


όταν αφήνουμε πίσω μας ξύλινα, σπασμένα κομμάτια του εαυτού μας;


***

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Όνειρο

Oνειρεύτηκα τρεις συγγραφείς φυλακισμένους. Ο ένας ήταν  φυλακισμένος σε κανονικό δεσμωτήριο, με κελιά, με κάγκελα, μ'  ανθρωποφύλακες. Αλλά ελευθερώθηκε. Ο δεύτερος ήταν αιχμάλωτος της συνείδησής του. Ελευθερώθηκε κι αυτός. Ο τρίτος είχε βρει τον τρόπο να γίνει ο πιο δυστυχισμένος απ' όλους κι έμεινε εγκλωβισμένος στην ανάμνηση της ερωμένης του.

Σύντροφε, κοιμάσαι;

Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουν οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
[1]

Monia Merlo

Είναι χρόνια τώρα που θέλω να γράψω ένα ωραίο βιβλίο. Ένα βιβλίο με δέντρα, μ’ ένα ψαράδικο λιμανάκι κι ένα μεγάλο έρωτα. Νάναι μια κόρη που να τη φωνάζουν Ίγγεμποργκ κι άλλη μια, η Μονάκριβη. Τα λόγια γεμάτα και ήρεμα σαν ποτάμι, να φεγγίζουν μες απ’ τις γραμμές του χρυσαφένια. Όπως το ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τα λιόδεντρα και τα πεύκα. Να τελειώσω το βιβλίο και να μη μου κάνει καρδιά να τ’ αφήσω, μόνο να κάθομαι να γράφω άλλες δυο σελίδες, με κυρτά των δέκα, λευκά, έτσι, για να μείνω ακόμα λίγο με τη συντροφιά των δακρυσμένων ηρώων μου. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπημένο που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν. 

Μα είναι τούτη η κατάρα της εποχής μας που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και τον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα: η φωνή, τα δάχτυλα κι η καρδιά μου. Κι ο Απρίλης, ο Απρίλης με τις πασχαλιές, γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σαν ξερή πέτρα να βουλιάζει αργά μέσα σε μιαν άγονη και πυρωμένη αμμοθάλασσα. Και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια κι ακρίδες και σκορπιοί και σκολόπετρες και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκκαλα της εξορίας και της μοναξιάς. Τον Απρίλη γευτήκαμε πρώτη φορά το φαρμάκι της προδομένη φιλίας. Γι’ αυτό είναι και πιο σκληρός.[2]


"Όταν λείπεις, προσπαθώ να μετρήσω την κίνηση του ρολογιού, να δω το φως πώς αλλάζει. Ξέρω πως το ρολόι κινείται, πως το φως όσο πλησιάζει το βράδυ λιγοστεύει και σώνεται. Δε βλέπω τίποτα. Ούτε τη θερμοκρασία που κατεβαίνει μαζί με το βράδυ, ούτε το δέντρο πως μεγαλώνει. Χωρίς εσένα, είμαι μικρός, το καταλαβαίνω, πολλές φορές ένα τίποτα. 

Συχνά δε θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα πεζοδρόμιο στ’ άλλο. Ξέρω μόνο πως ενώ πρώτα βρισκόμουν στο αντικρινό, τώρα είμαι εδώ. Γενικά υπάρχουν στη ζωή μερικά γεγονότα, που άθελά τους ξεχνιούνται. Παραδείγματος χάρη, πότε και πόσες φορές έκανα δήλωση, ακόμα και τι έγραφα μέσα. 

Όμως θυμάμαι όλους τους πόρους στο δέρμα σου, ίσως γιατί από κει αναπνέω, των παρειών σου το πύρωμα, έτσι όπως θα ‘θελα πάντα να είναι ζεστή η ζωή, τους κυματισμούς της κοιλιάς σου, μια κίνηση, που αν με συνόδευε στο πέρασμα του δρόμου για το αντικρινό πεζοδρόμιο, δε θα την ξεχνούσα ποτέ, της ραχοκοκαλιάς σου το τόξο, ουράνιο, τη μυστική σου σπηλιά, καμίνι που μέσα του λιώνουν όλες οι δεύτερες πράξεις μου, μερικά λυπηρά γεγονότα που σβήνουν εκεί και ξεχνιούνται ολότελα".[3]

***

[1] Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1991. 

[2] Μια εξομολόγηση του Στρατή Τσίρκα στα 1947. Από το άρθρο του Μίλτου Πεχλιβάνου, "Σημεία στίξεως της ανάγνωσης: Δημήτρης Ραυτόπουλος και Στρατής Τσίρκας", Μανδραγόρας, Τχ.30, Σεπτέμβριος 2003.  

[3] Μάριος Χάκκας, "Οι εξαιρετικές μου στιγμές", από τον Μπιντέ, Κέδρος, Αθήνα 1986


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Παλαιές Διαθήκες


 Δεν υπάρχει δρόμος

μήτε άνθρωπος

μονάχα σκόνη.[1] 

...η αντοχή, ο μόνος τρόπος επιβίωσης.[2]


Μια γυναίκα βασανίζεται. Σε ποιο απ' τα βλαστάρια της ν' αφήσει το σπίτι που γεννήθηκε; "Αν καταπέσω, ποιος θα με κοιτάξει;" 

"Αν καταπέσει, ποιος θα την κοιτάξει;"

Ξεκούκιζε τις τελευταίες χάντρες της ζωής της κι οριστική απόφαση ήταν αδύνατο να λάβει. 

Πρωτότοκοι, υστερότοκοι και αποπαίδια διεκδικούμε το βιός των προγόνων μας. Μόλις τελειώσει το πλιάτσικο, ξεπλένουμε τα χέρια στον νιπτήρα, τινάζουμε τη σκόνη απ' τα ρούχα, κλείνουμε το γενικό. 

Από την αρχαιότητα. Από τον καιρό του Δημοσθένη. Αναζητούμε από το πιάτο του θανάτου το συμπαθητικό μερτικό μας. 


Τους εμπιστεύτηκε τυφλά,

τους αγιογδύτες

τους άθλιους που πάτησαν

κι οι τρεις τυφλά

όλους του όρους της διαθήκης, 

ροκάνισαν όλα τα λεφτά.

δεκατέσσερα τάλαντα, 

τα έφαγαν, όλα τα ξεκοκάλισαν

και εγκατέλειψαν οι αδίστακτοι

το καχεκτικό αγόρι εφτά χρονών, 

τη μικρή αδερφή του και τη μάνα 

πάμφτωχους, αφρόντιστους, μονάχους.

Οι νεκροί: Σαν ψάρια, αφήνουνε οικόπεδα στην άμμο του βυθού. 

"Το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε", λένε. Κι αν γυρίσουνε πίσω;

"Κωλόπαιδο, 

Έχεις να δεις τη μάνα τρία χρόνια, 

και θες να σου γράψει και το σπίτι". 


Είμαστε κι εμείς που κρατάμε απ'

τους δικούς μας μόνο την ορμήνια τους.

Αν σήμερα, για παράδειγμα, 

τώρα ακριβώς, 

πρέπει οπωσδήποτε να πω 

τις τελευταίες λέξεις, 

να γράψω τη διαθήκη μου

σ' ένα χαρτί, 

μετρώ μονάχα ένα "γεια χαρά"

και ίσως

(δεν είμαι σίγουρη)

ένα "καλό βράδυ". 

Τα καημένα τα γεροντάκια.

Τα καημένα τα λόγια μας. 

* * * 

[1] Γιώργη Παυλόπουλου, "Η σκόνη" 

[2] Τίτου Πατρίκιου, "Δίσεχτα χρόνια"

[3] Όλα τα υπόλοιπα σκόρπιες φράσεις από την ποιητική συλλογή της Σοφίας Σακελλαρίου, "Από την τέφρα μου ίχνος να μη φυλαχτεί": Διαθήκες, Άγρα, Αθήνα 2020. 


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Κουκλίστικη ενηλικίωση

Όταν έρθει η ώρα να ενηλικιωθείς...

Θα σου ζητήσουν να αποχωριστείς την αδερφή σου


Να πετάξεις τα παλιά σου παιχνίδια


Να αφήσεις κάτω τους χαρταετούς της νιότης σου 


Τα κουβάρια, τις κλωστές, τα νήματα που σου 'μαθε η γιαγιά σου να κεντάς.


Να εγκαταλείψεις ρόδες και κορδέλες 


Το λούτρινο κατοικίδιό σου


Το χάρτινο καράβι σου


Την αγαπημένη σου κούκλα.

Θα μάθεις να ισορροπείς χωρίς να λικνίζεσαι σε άλογα με φεγγαρόσχημα πόδια


Θα μάθεις να στοχεύεις


Θα μάθεις να πιλοτάρεις



Θα γίνεις σαρκοφάγο

Θ' απλώσεις τα πλοκάμια σου



Και με λίγη καλή τύχη, κάπως θα μπαλώσεις το τραύμα.

***

[1] Στις εικόνες οι κούκλες της Sara Amaktine

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Δυο αγόρια


Σ’ εκείνο το δωμάτιο που δεν θερμαινόταν καλά, στη βορειοδυτική γωνία του σπιτιού στο Παρκ Πλέις, άρχισα έκπληκτος να νιώθω τα πρώτα σκιρτήματα μιας ηδονής που στην αρχή δεν ήξερα ούτε πώς να εκμαιεύσω ούτε πώς να ανταποδώσω στο σώμα που την προκαλούσε, το οποίο ήταν το δικό μου. Δεν υπήρχαν εικόνες που να συνδέονται μ’ αυτήν ούτε και αντικείμενο, πέρα από την αγνή σωματική αίσθηση. Ήταν σαν να είχα βρει τρόπο να τραγουδάω αλλά όχι από το λαρύγγι. Ανακάλυψα κατά τύχη και δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να την είχαν νιώσει κι άλλοι πριν από μένα. Έτσι, δεν συνέδεσα αυτές τις θεσπέσιες, έντονες αισθήσεις με τη δολοφονία που έδιωξε τον Κλίτους Σμιθ από το Λίνκολν, ή με αυτά που έκαναν οι άντρες και οι γυναίκες, τα οποία είχαν το ελεύθερο να κάνουν αρκεί να ήταν παντρεμένοι. Ή ακόμα με αυτά που συζητούσαν τα μεγαλύτερα αγόρια στ’ αποδυτήρια του σχολείου. Ήταν ένα απόλυτα ατομικό πάθος, κάθε άλλο παρά παθητικό, που με έκανε δύο ξεχωριστά αγόρια. Το ένα πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν επιμελές με τα μαθήματά του και προσπαθούσε να μπει στη χορωδία ή στη ρητορική ομάδα κι έμενε μετά το σχόλασμα για να συζητήσει με τον καθηγητή μαθηματικών. Το άλλο ήταν μελαγχολικό και σπάραζε από τύψεις κι από τους άλλους δεν ζητούσε τίποτα περ’ από την απουσία τους.

* * * 

William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (μτφρ: Παναγιώτης Κεχαγιάς), Gutenberg, Αθήνα 2020.