Σελίδες

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Αγαπημένε μου πατέρα


Είναι περίεργο πώς χτίζεται μέσα μας ο φόβος, από τους γονείς μας,
από τους άλλους γύρω μας. Είμαστε τόσο αθώοι στην αρχή, 
που δεν το καταλαβαίνουμε.
Μαρίνα Αμπράμοβιτς.

Ο πατέρας μου προσπάθησε πολλές φορές να με μάθει κολύμπι, σε πισίνα, στα ρηχά νερά μιας λίμνης, αλλά τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Το νερό με τρομοκρατούσε, ειδικά όταν με κάλυπτε ολόκληρη, και το κεφάλι μου μαζί. Στο τέλος η υπομονή του εξαντλήθηκε. Μια καλοκαιρινή μέρα που ήμασταν στην παραλία, μ' έβαλε σε μια μικρή βάρκα με κουπιά και, αφού απομακρυνθήκαμε πολύ από την ακτή, με πέταξε στο νερό σαν σκυλί. Ήμουν έξι ετών. 
Πανικοβλήθηκα. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν βυθιστώ στα νερά της Αδριατικής, ήταν τον πατέρα μου να τραβάει κουπί και ν' απομακρύνεται απ' το σημείο, με την πλάτη του γυρισμένη σε μένα. Ούτε καν κοίταξε πίσω. Βυθιζόμουν όλο και περισσότερο, κοπανούσα τα χέρια μου σαν τρελή, το νερό έμπαινε στο στόμα μου. 
Όμως, εκεί που πνιγόμουν, σκεφτόμουν ξανά και ξανά πως ο πατέρας μου έφυγε κωπηλατώντας χωρίς να κοιτάξει καν πίσω του, και θύμωσα. Δε θύμωσα απλώς, έγινα έξαλλη. Σταμάτησα να καταπίνω νερό και τότε, μ' έναν παράξενο τρόπο, εκεί που χτυπιόμουν, ανέβηκα στην επιφάνεια και κολύμπησα ως τη βάρκα. 
Ο Βόγιο μάλλον με άκουσε, γιατί, παρόλο που ακόμη δεν κοίταζε προς τα πίσω, άπλωσε το χέρι, με άρπαξε απ' το μπράτσο και με τράβηξε πάνω. 
Κάπως έτσι οι αντάρτες μάθαιναν τα παιδιά τους να κολυμπούν.[1]

Αγαπημένε μου πατέρα, 
Πριν λίγο καιρό με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι. 
Όπως συνήθως δεν είχα τι ν' απαντήσω. 
Φραντς Κάφκα

Μόνο και μόνο η απλή θέα του σώματός σου με συνέθλιβε. Θυμάμαι ότι συχνά ξεντυνόμαστε στην ίδια καμπίνα. Εγώ ήμουν αδύνατος και καχεκτικός, ενώ εσύ ήσουν ψηλός, δυνατός, με φαρδιές πλάτες. Όσο βρισκόμουν στην ίδια καμπίνα, ένιωθα αξιοθρήνητος, όχι μόνο σε σύγκρισή μ' εσένα, αλλά και με τον κόσμο ολόκληρο, εφόσον εσύ ήσουν το μέτρο κάθε πράγματος. Όταν όμως βγαίναμε από την καμπίνα και παρουσιαζόμαστε στα μάτια των ανθρώπων, εγώ, ένας μικρός σκελετός που σε κρατούσε από το χέρι και πατούσε στις σανίδες με πόδια γυμνά και τρέμοντα, φοβόμουν το νερό και ήμουν ανίκανος να μιμηθώ τις κινήσεις που έκανες κολυμπώντας, και τις οποίες, καλοπροαίρετα μεν, αλλά για μεγάλη μου ντροπή, επαναλάμβανες αδιάκοπα, ώσπου να τις μάθω. Τότε, ναι, ντρεπόμουν πολύ. Σε στιγμές ανάλογες, όλες οι θλιβερές εμπειρίες μου, απ' όποιο χώρο κι αν προέρχονταν, εναρμονίζονταν κατά τρόπο μεγαλειώδη. Πόσο καλά αισθανόμουν όταν συνέβαινε να ξεντυθείς πρώτος κι εγώ να μείνω μόνος στην καμπίνα, αποφεύγοντας για λίγο το όνειδος της δημόσιας εμφάνισής μου.[2]

***


[1]Marina Abramovic, Περνώντας από τοίχους (μτφρ: Αφροδίτη Γεωργαλιού), Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.
[2] Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα (μτφρ: Φαίδων Καλαμαράς), Νεφέλη, Αθήνα 1987. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου