Σελίδες

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Αποκριά


Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς...

Καρνάβαλος, Ξάνθη 1937 (Αρχείο Οικ. Ανδρέου)

Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο! Τι οχλοβοή, τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λαντό αργά, τα 'να πίσω από τ' άλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλες μαύρες, μ' άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερμπαντέν και βροχή το κομφετί. "Εδώ ο χαρτοπόλεμος! Χαρτί και πόλεμος![1]"



Ο Δημήτριος Λουκάτος στα Λαογραφικά του αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις κοινωνικές ψυχαγωγίες και εκτονώσεις του ελληνικού λαού. Η έννοια του κοινωνικού -στις προβιομηχανικές τουλάχιστον εποχές- ταυτιζόταν με αυτήν του λαϊκού. Οι άνθρωποι ζούσαν "λαϊκά", λέει ο Λουκάτος, και στον κύκλο του χρόνου αναζητούσαν την ψυχαγωγία άλλοτε στη φύση, άλλοτε σε εμπνεύσεις πνευματικές ή διαφόρων ειδών ελευθεριότητες.

Καλόγερος απάρθενος, οχτώ χρονώ [...]
Στο δρόμο όπου πήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει,
χήρες τον αρωτήσανε, χήρες τον αρωτάνε.
Πόσο παππούμ' τ' αδράχτια σου, πόσο και τα σφοντύλια;
Στο τσίμπημα, στο φίλημα, σου δίνω πέντε-δέκα,
και στο καλό γονάτισμα πάρτα με τα σακκούλια.  
(Δημοτικό της αποκριάς)

Η ελευθεριότητα της Αποκριάς ήταν απαραίτητη πριν από την παραδοσιακή ασκητική της Σαρακοστής. Όλα επιτρέπονται. Στα Καρναβάλια μπορεί ν' ακούσει κανείς ό,τι πιο ελευθερόστομο και να δει ό,τι πιο μιμικό θα απέκρουε η κοινότητα σε άλλες ώρες. Τα υπονοούμενα και τα αισχρόλογα ακούγονται ελεύθερα και γίνονται αποδεκτά, ακόμη και σε νεότερες ηλικίες. Ο Λουκάτος υποστηρίζει πως επίτηδες η λαϊκή κοινωνία τα επινόησε αυτά, για να μυήσει τους νέους στο μυστικό της γονιμότητας. 
 
Ήτανε η μέρα του Καρνάβαλου.
Οι μασκαράδες ήτανε μόνο άντρες ντυμένοι γυναίκες. Μαζευόντουσαν απ΄το πρωί και το μεσημέρι το λιμάνι είχε γεμίσει. 
Μπροστά στεκόντουσαν οι οικοδόμοι ντυμένοι μαθήτριες. Μπλε ποδιά και άσπρο γιακαδάκι, φιόγκο στα μαλλιά, πιο κάτω τα πόδια τους γεμάτα τρίχες, και φορούσαν τα χοντρά παπούτσια που βάζανε στο χτίστικο. Βαστούσανε σάκες κόκκινες και τα νύχια τους ήτανε μαύρα απ΄τα τσιμέντα. 
Πιο πίσω ήταν οι πόρνες. Με τα στήθια, τις κάλτσες τις δικτυωτές, τις φούστες τις σκιστές μέχρι το γοφό, τις ψεύτικες βλεφαρίδες, τα κόκκινα στόματα, τις περούκες, τα τακούνια που σφηνώνανε στις πλάκες [2]

Εξάλλου, βασικό χαρακτηριστικό του καρναβαλιού είναι ο χορός, καλλιτεχνική και ερωτική εκδήλωση καθαρά εκτονωτική. "Μην ξεχνάμε πως και τις Νεράιδες, την ποθερωτική αυτή φαντασίωση των ανδρών, οι λαϊκές παραδόσεις τις δίνουν πάντα πανέμορφες και προκλητικές, ιδιαίτερα σε ώρες χορού"[3], σημειώνει ο Λουκάτος.


 
Και δώσ' του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο που 'ρχόταν, απάνω σ' ένα γάιδαρο τ' ανάποδα, με του γαιδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς στα γκέμια, κι έκοβε μ' ένα ψαλίδι τρίχες απ' την ουρά του και τις μοίραζε στον κόσμο! Απ' την πυρά κρεμόταν η επιγραφη ΕΘΝΙΚΟΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στον γαϊδουροκαβαλάρη έτρεχ' ένας μουτζουρωμένος παλιάτσος και του 'δινες χαρτάκια από ένα πανέρι που 'γραφε απέξω ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΙΣ[4].

Δεν είναι τυχαίο που στην "Κερένια κούκλα" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου ο έρωτας ανάμεσα στο Νίκο και τη Λιόλια γεννιέται τη νύχτα της Αποκριάς. Όπως παρατηρεί η Αγγέλα Καστρινάκη, το καρναβάλι είναι ο τόπος και ο χρόνος που γιορτάζεται η κρυφή ενότητα των αντιθέτων. Τα όρια ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, στο γήρας και τη νεότητα, στη ζωή και τον θάνατο παύουν να υφίστανται.

Η πλατεία ήταν γεμάτη τραπέζια με κρασιά, τα 'χανε βάλει οι γείτονες, ο Καρνάβαλος άρχισε να πίνει, πίνανε όλοι ασταμάτητα και οι γειτόνοι βγάζανε συνέχεια καινούργιες νταμιτζάνες κι όταν τις ήπιαν όλες, πιάσαν το χορό. [...]

Οι μαθήτριες κάτω απ' το παράθυρο με το ραδιόφωνο άρχισαν να χορεύουν ροκ. Τα τριχωτά τους πόδια πετούσαν στον αέρα, οι φιόγκοι στα μαλλιά τους στράβωσαν και κρεμόντουσαν μπροστά στη μύτη τους, μερικές κάνανε και φιγούρες και φαινόντουσαν τα σορτσάκια τους, το πλήθος χτυπούσε τα πόδια με ρυθμό... [5]




Η Αποκριά είναι γιορτή μαγική, διονυσιακή, μυστηριακή. Μοναδική γιορτή του χρόνου που επιτρέπεται η παραβίαση των κανόνων που τον διέπουν. Τα κορίτσια δεν κοιτούν χαμηλά, οι γέροι δεν είναι κουρνιασμένοι στις καρέκλες τους, οι άντρες δε συγχρωτίζονται μόνο μεταξύ τους στα καφενεία, κανείς δεν προσέχει τα λόγια του.

πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό

κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι

γυάλινος χαρτοπόλεμος

μάτωνε τις καρδιές

Στον παραλογισμό του σκηνικού της αποκριάς ο Σαχτούρης ενέταξε το δικό του εξωλογικό βίωμα του πολέμου. Και εδώ οι άνθρωποι αλλάζουν ρόλους και υπόσταση, προς χάριν μιας διαφορετικής εκτόνωσης, αδελφοκτόνας. Και στου Σαχτούρη την αποκριά, κάθε λογική αίρεται. Παιδιά πεθαίνουν και ανεβαίνουν στον ουρανό, γυάλινος χαρτοπόλεμος ματώνει τις καρδιές των ανθρώπων, το φεγγάρι μαχαιρωμένο πετιέται στη θάλασσα.
  
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά[6].


 ***

[1],[4] Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013.
[3] Δημήτριος Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992.
[2], [5] Μαργαρίτα Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
[6] Στην αρχή και στο τέλος, αποσπάσματα από το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, Αποκριά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου