Σελίδες

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Εξώφυλλα #5: Λολίτες



Η Λολίτα ήταν ξεδιάντροπη ή ο διακορευτής αποτρόπαιος; 
Αναμφίβολα, το δεύτερο.
Αναμφίβολα και το πρώτο.  

Ένα βιβλίο γραμμένο από την οπτική γωνία του θύτη προστατεύει ή εκθέτει το θύμα; 

Πώς μπορεί να (ανα)συνθέσει κανείς την ιστορία μελετώντας τα εξώφυλλα που έχουν κατά καιρούς σχεδιαστεί για το βιβλίο; 

Τι έχει η Λολίτα στο τσαντάκι της.

α) Ένα κόκκινο κραγιόν, για να βάφει τα χείλια της;


 
β) Ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου σε σχήμα καρδιάς;


 



















γ) Ένα κόκκινο μπικίνι;



δ) Ένα ζευγάρι ροζ σοσόνια;




ε) Το γλειφιτζούρι της;


 Τι κάνει η Λολίτα στον ελεύθερο χρόνο της.

 α) Μαδά μαργαρίτες... "Μ' αγαπά, δε μ'αγαπά;"





β) Κάνει μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι της λεμονάδας της;



γ) Βγαίνει βόλτα φορώντας τα μαύρα λουστρίνια της;



Τα εξώφυλλα απαντούν. 
Γεννούν ή επιβεβαιώνουν υποψίες.


Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Τα καλά παιδιά



Θυμάμαι στο "Ταξιδεύοντας στην Αγγλία" τον τρόπο με τον οποίο ο Καζαντζάκης περιέγραφε το Ήτον, το ξακουστό κολέγιο όπου σπούδαζε η αριστοκρατία της Αγγλίας: "Οι τοίχοι στις αίθουσες, στους διαδρόμους, είναι από πάνω έως κάτω ταπετσαρισμένοι με ξύλο, κι απάνω στο ξύλο πυκνά, κολλητά, σκαλισμένα, χιλιάδες ονόματα, οι μαθητές που περνούσαν, αιώνες, απάνω από τα θρανία τούτα. Χιλιάδες ψυχές σα να πυκνώνουν τον αγέρα και δυσκολεύεσαι ν' ανασάνεις". Ο αγέρας στο Ήτον ήταν πηχτός από ψυχές. 

Στο "Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά" του Πατρίκ Μοντιανό, το μυαλό του αφηγητή είναι πηχτό από αναμνήσεις. Η ανάσα δυσκολεύει και πάλι. Ο αφηγητής θυμάται τα χρόνια που πέρασε στο δικό του κολέγιο, το Βαλβέρ, τις ψυχές των δικών του συμμαθητών, καλά παιδιά όλοι τους, που για κάποιο λόγο, αν και οικότροφοι σ' ένα τέτοιο κολέγιο, απέτυχαν. 

Οι οικότροφοι του Ήτον, του Βαλβέρ, του κάθε κολεγίου, ασκούνται πάνω απ' όλα στον αθλητισμό, στα ομαδικά παιχνίδια, στην καλλιέργεια του ομαδικού πνεύματος, στη συνεργασία, τη συμβίωση, τη συγκατοίκηση στους εφηβικούς κοιτώνες. "Τα ομαδικά παιχνίδια υπηρετούν μεγάλο ηθικό σκοπό: σε συνηθίζουν να υποτάξεις την ατομικότητά σου σε μια γενική ενέργεια. Να μη νιώθεις πως είσαι άτομο ανεξάρτητο, παρά μέλος μιας ομάδας. Να υπερασπίζεσαι όχι μονάχα την ατομική σου τιμή, παρά ολόκληρη την τιμή της ομάδας που ανήκεις: σχολή, Πανεπιστήμιο, πόλη, έθνος", γράφει πάλι ο Καζαντζάκης.  

Πιστεύω πως ο κ. Ζανσμίτ ήθελε να μας εθίσει, εμάς τα παιδιά της τύχης και του πουθενά, στα αγαθά μιας πειθαρχίας και στην παρηγοριά μιας πατρίδας.

Οι συμμαθητές μου κι εγώ μεγαλώσαμε κάτω από τη μελαγχολική αιγίδα αυτού του ανθρώπου, και ίσως μερικοί από μας, χωρίς καν να το ξέρουν, διατηρούν ακόμη αυτά τα σημάδια.  
 
Αυτοί οι νέοι μαθαίνουν πως η ζωή είναι ένα παιχνίδι. Σαν το τένις, σαν το γκολφ. Δεν παίζεις μόνος σου, παίζεις με τους άλλους και έχεις ευθύνη απέναντί τους. Όταν το παιχνίδι, όμως, βγαίνει από το χώρο του κολεγιακού γηπέδου και τοποθετείται στην αρένα της ζωής, αποδεικνύονται κακοί παίκτες. Τι δεν πήγε καλά; Όταν οι οικότροφοι εγκαταλείπουν το βασίλειο Βαλβέρ, που το κυβερνά ο Πέδρο, ο διευθυντής τους, απειλούνται από έναν κόσμο σκληρό και ακατανόητο. Κι εκεί, ο Πέδρο δεν μπορεί να κάνει τίποτα πια γι' αυτούς. 

Τι να της πω; Πως ο Μπομπ δεν ήταν κακός άνθρωπος -κάθε άλλο- μα ένα ευαίσθητο και αθώο αγόρι κι αυτός, και πως αναζητούσε μια ισορροπία, διαφορετικά δεν θα είχε διαλέξει μια κοπέλα σαν κι αυτήν; Δυστυχώς, όλους εμάς τους παλιούς του Βαλβέρ μας ταλαιπωρούσαν κατά καιρούς ανεξήγητες μελαγχολίες και εκρήξεις θλίψης, που ο καθένας μας πάσχιζε να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του. Όλοι μας είχαμε μια "βίδα", όπως έλεγε συχνά ο καθηγητής μας της χημείας, ο κ. Λαφόρ.

Ο αφηγητής συναντά κάποιους από τους συμμαθητές του περίπου είκοσι χρόνια μετά. Εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους οι περισσότεροι, βρίσκονται στην ηλικία που επιχειρούν τη δική τους οικογένεια, την οποία τελικά εγκαταλείπουν με τη σειρά τους. Άλλοι επειδή δεν έχουν μάθει να συνυπάρχουν παρά μόνο με τους έφηβους συμμαθητές τους (Μισέλ), άλλοι επειδή παραμένουν κακομαθημένα παιδιά των εξαφανισμένων μπαμπάδων τους και αντιμετωπίζουν τη ζωή σαν ένα ατέλειωτο σαρπράιζ πάρτι (Φιλίπ Γιολάντ), άλλοι γιατί απλά δεν τα καταφέρνουν μ' αυτή την πολυπόθητη ισορροπία (Μπομπ Φόουλς), άλλοι γιατί παραμένουν για πάντα ανώριμοι έφηβοι και αναγκάζονται να διορίσουν έναν γιατρό-κηδεμόνα για να τους συμβουλεύει (Ντανιέλ Ντεζοντό).


Ύστερα σκέφτομαι κι άλλα καλά παιδιά, άλλων λογοτεχνικών "κολεγίων"... Τα παιδιά της "Λέσχης των τιποτένιων" του Τζόναθαν Κόου, τα παιδιά από το "Ένα κάποιο τέλος" του Τζούλιαν Μπαρνς, που δεν ξεπερνούν ποτέ την αυτοκτονία του συμμαθητή τους, τα παιδιά του "Θολού βυθού" που μεγαλώνουν στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης μαζί με τον Γιάννη Ατζακά. Όλα τους καλά παιδιά, που δεν μπορούν όμως να συνυπάρξουν με τους πραγματικούς άλλους. 

Τελικά το πείραμα της ανατροφής μόνο στο εργαστήριο της οικογένειας έχει πιθανότητες να πετύχει; 

"Θα προτιμούσα να μην ξαναδείτε τον Ντανιέλ", είπε κοφτά.
"Γιατί;"
"Γιατί πιστεύω πως δεν του κάνει καλό". Το φιδίσιο βλέμμα του με διαπερνούσε. Ήθελε, δίχως άλλο, να με τρομοκρατήσει. Εμένα όμως μου 'ρχόταν να βάλω τα γέλια."
"Σε τι του κάνω κακό; Είμαι παιδικός του φίλος".
"Ακριβώς, μόλις είπατε τη σωστή λέξη". 

***

Πατρίκ Μοντιανό, Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά... (μτφρ. Βάσω Νικολοπούλου - Νίκη Ντουζέ), Πόλις, Αθήνα 2014.

Οι εικόνες είναι από την ταινία "Tα 400 χτυπήματα" του Φρανσουά Τρυφώ.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Εδώ Πολυτεχνείο





Όλη η Αθήνα, φώναζαν, πρέπει να κατεβεί, αλλά ήταν πια πολύ αργά, γιατί οι άλλοι, που ξενύχταγαν εκεί απέξω, βγήκαν απ' τη σύγχυση και μπήκαν στα τανκς. Μετά, μπήκαν και στο Πολυτεχνείο, και τα μακέλεψαν εκείνα τα παιδιά. Κόσμο πολύ σακάτεψαν και σκότωσαν, γιατί το μπόρεσαν! Και το μπόρεσαν, γιατί, τη νύχτα εκείνη, δεν είχαν κατέβει, να πεις, κι όλοι αυτοί που κατεβαίνουν, τώρα, κάθε χρόνο, για τη γιορτή που γίνεται έξω απ' το Πολυτεχνείο! Αν είχε κατέβει -και το ένα τρίτο μοναχά, απ' αυτουνούς που πάνε τώρα στη γιορτή- οι άλλοι που ΄χαν τα τανκς, θα σκόρπαγαν στα σίγουρα. Γιαυτό και λέω, πως κι αυτό που γίνεται -εκεί απέξω- κάθε χρόνο, μέσα στο σύστημα είναι, το γνωστό. Και τα μιλιούνια, που πάνε, τώρα, και γιορτάζουν, σε σύγχυση μεγάλη βρίσκονται, γιατί δεν το 'χουν καταλάβει, ακόμα, πως κατεβαίνουν, κάθε χρόνο, και γιορτάζουν, την επέτειο για το ότι δεν κατέβηκαν όταν έπρεπε! Αυτό είναι που γιορτάζεται: γιαυτό, κιόλας, το σάμαλι και το μαλλί της γριάς∙ γιαυτό και τα στεφάνια τα πολλά, και η παρέα με το ένα εκατομμύριο ανθρώπους που περπατάει απ' το Πολυτεχνείο μέχρι την πρεσβεία

***
 
Γιατί οι θυσίες γίνονται από τους λίγους και οι γιορτές απ' τους πολλούς. Γιαυτό κιόλας, εγώ, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νιώθω κάτι σα ντροπή, και δε μου ΄ρχεται να πάω σ' αυτή τη πορεία, γιατί το βράδυ εκείνο, που φώναζαν τα παιδιά απ' το Πολυτεχνείο, δεν τα κατάφερα να κάνω τίποτα. Μονάχα το στομάχι μου πόναγε και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό. Κι ύστερα, δεν μπορούσα άλλο, και βγήκα απ' το σπίτι. Πήρα το δρόμο και κατέβαινα για το Πολυτεχνείο, αλλά στα μισά έψαξα στις τσέπες, κι είδα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου την ταυτότητα. Αρχίνησα τότε κι αναρωτιόμουν: ποιος είμαι, σκέφτηκα, και πού πάω; Σαν τι μπορώ να κάνω εγώ αυτή την ώρα; Δεν έχω απάνω μου και την ταυτότητα!.. Και πού πάω, είπα, χωρίς ταυτότητα, μέσα σ' αυτή τη κόλαση; [...] 
Τίποτα άλλο δεν κατάφερα να κάνω, γιαυτό και λέω, πως είναι αστείο να γιορτάζω τώρα, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο ανθρώπους, το ότι δεν έκανα, το βράδι εκείνο, τίποτα!


Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Αφίσες #1: Kuba Kolodziejak

 


















Η Πολωνία είναι χώρα με μεγάλη παράδοση στη γραφιστική τέχνη. Η Σχολή Αφίσας της Βαρσοβίας έχει αναδείξει ήδη από τη δεκαετία του '50 σπουδαίους γραφίστες που ασχολούνται με τον σχεδιασμό αφίσας και μπορούν να συναγωνιστούν σε ποιότητα, φαντασία και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τους πιο καταξιωμένους ζωγράφους. Εδώ τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και τη γραφιστική τέχνη γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. 





Οι Πολωνοί γραφίστες χρησιμοποιούν έντονα χρώματα, που είναι γνωστά στο κοινό τους από τη λαϊκή τέχνη, ενώ οι αφίσες τους αφορούν τόσο καλλιτεχνικά γεγονότα όσο και κοινωνικά θέματα. 


 


















Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν οι αφίσες του Kuba Kolodziejak, που αφορούν την οικονομική κρίση, τη βία, την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα ή την αδυναμία του να αντιδράσει σ' αυτά. 

Σε κάθε αφίσα αποτυπώνονται εντυπωσιακά το χιούμορ, η προσωπικότητα και η φαντασία του καλλιτέχνη. Ο συνδυασμός εικόνας και λεζάντας, ο μεταφορικός λόγος, το ύφος των μορφών που απεικονίζονται κάνουν την αφίσα να μοιάζει λιγότερο με καλλιτεχνική και περισσότερο με ακτιβιστική πράξη.






















Περισσότερα έργα του  Kuba Kolodziejak εδώ.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Ο Φελίνι για τον Φελίνι




Μια μέρα κατάλαβα ότι είχα γίνει σκηνοθέτης. Νομίζω ότι μπορώ να θυμηθώ ποια ακριβώς στιγμή συνέβη. Ήταν η πρώτη μέρα του γυρίσματος του "Λευκού Σεΐχη". Είναι αλήθεια όλ' αυτά, αλλά κάθε φορά που τα λέω όλοι με κοιτάζουν σαν να τους ξεφουρνίζω φαντασιοπληξίες. Στην πραγματικότητα έγινε ως εξής: ένα πρωί βρέθηκα σε μια βάρκα που με πήγαινε από το Φιουμιτσίνο σ' ένα κότερο στ' ανοιχτά όπου ήταν οι ηθοποιοί και το συνεργείο του "Λευκού Σεΐχη". Περίμεναν εμένα, το σκηνοθέτη. Είχα χαιρετήσει πριν ακόμη καλοχαράξει η αυγή την Τζουλιέτα με το ίδιο χτυποκάρδι και τον ίδιο φόβο που πάει κανείς να δώσει εξετάσεις. Μάλιστα είχα μπει σε μια εκκλησία να παρακαλέσω να πάνε όλα καλά. Πήγαινα με το Φιατάκι μου και στο  δρόμο για την Όστια, μου 'σκασε το ένα λάστιχο. Η ηθοποιοί και το συνεργείο βρίσκονταν κιόλας, όπως είπα, πάνω στο πλοίο, κι ήταν σαν να 'βλεπα την ίδια τη μοίρα μου να με περιμένει εκεί, στ' ανοιχτά της θάλασσας. Έπρεπε να γυρίσω μια ιδιαίτερα πολύπλοκη σκηνή με τον Σόρντι και την Μπρουνέλα Μπόβο. Όταν πλησίασα στο κότερο, είδα τα πρόσωπα του συνεργείου, τα φώτα και τα σκηνικά. Δεν έπαψα στιγμή ν' αναρωτιέμαι: Μα τι θα κάνω τώρα; Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε την ταινία ούτε τίποτα, ήθελα μόνο να το βάλω στα πόδια. Αλλά δεν είχα πατήσει καλά καλά το πόδι μου στο κότερο, κι άρχισα να δίνω οδηγίες, να ζητάω τούτο κι εκείνο, να κοιτάζω μέσα από τη μηχανή. Δίχως να ξέρω τι έκανα, τι σκοπό είχα. Μέσα στο ολιγόλεπτο ταξίδι από το λιμάνι στο κότερο, είχα γίνει ένας απαιτητικός, σχολαστικός, επίμονος σκηνοθέτης, μ' όλα τα στραβά και μ' όλα τα δίκια που πάντα απεχθανόμουν ή θαύμαζα σ' έναν αληθινό σκηνοθέτη.

Φ. Φελίνι, Ο Φελίνι για τον Φελίνι (μτφρ. Τασούλα Καραισκάκη), Οδυσσέας, Αθήνα 1982.

***

Η φωτογραφία είναι από σκηνή του "Άμαρκορντ", ενός πολιτικού φιλμ του Φελίνι για τον φασισμό, αλλά και για τη νοσταλγία της ανάμνησης. Για την "επιστροφή στην εποχή μιας αθεράπευτης εφηβείας που μας παγιδεύει μέσα της για πάντα", όπως έλεγε ο σκηνοθέτης.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Το παράνομο ζευγάρι και η "γραμμή του ορίζοντα"



Στη "Γραμμή του ορίζοντα" του Αντόνιο Ταμπούκι ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ένα πτώμα. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη σκηνή του νεκροτομείου και τελειώνει με τη σκηνή του νεκροταφείου, όπου θάβεται ο νεκρός, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η αιτία του θανάτου του. Ποιο είναι το θύμα και γιατί δεν το αναζητά κανείς; Ο νεκρός δεν ανησυχεί κανέναν, "άλλος ένας μικρός θάνατος στη μεγάλη κοιλιά του κόσμου, ένα ασήμαντο πτώμα, χωρίς όνομα και ιστορία, ένα θραύσμα της αρχιτεκτονικής των πραγμάτων, ένα απομεινάρι". 

"Μα αυτός τι είναι για σένα"; ρώτησε σιγά, "είναι ένας άγνωστος δεν μετράει τίποτα στη ζωή σου". Μιλούσε ψιθυριστά, ήταν ταραγμένος και τα χέρια του έμοιαζαν νευρικά. 
"Κι εσύ"; του είπε ο Σπίνο, "εσύ ποιος είσαι για τον εαυτό σου; Το ξέρεις πως αν μια μέρα αποφάσιζες να μάθεις, θα αναγκαζόσουν να ψάξεις τον εαυτό σου παντού..."; 


Η λύση θυμίζει τη γραμμή του ορίζοντα, που όσο την πλησιάζεις τόσο ξεμακραίνει. Καθώς ξεμακραίνει, όμως, η πόλη ζωντανεύει. Νιώθεις το γαλάζιο δειλινό της, την υγρασία της να ποτίζει τα ρούχα, τη μελαγχολία του λιμανιού της, τα παλιοσίδερα και τον θόρυβο των ναυπηγείων της. 

Υπάρχουν μέρες που η ζηλιάρικη ομορφιά αυτής της πόλης μοιάζει να αποκαλύπτεται: τις ημέρες, για παράδειγμα, που ο άνεμος καθαρίζει την πόλη, όταν ο μπάτης προαναγγέλλει τον λίβα και σκουπίζει τους δρόμους πλαταγίζοντας σαν τεντωμένο πανί. Τότε τα σπίτια και τα καμπαναριά αποκτούν μια φωτεινότητα υπερβολικά ρεαλιστική, με περιγράμματα διαυγή, ενώ το φως και η σκιά συγκρούονται με λύσσα, χωρίς να παντρεύονται, και σχεδιάζουν λευκές και μαύρες σκακιέρες από σκιερές και λαμπερές κηλίδες, από στενοσόκακα και από μικρές πλατείες. 

 Σ΄αυτή την πόλη, που δεν ξέρεις ποια είναι, και δε χρειάζεται και να μάθεις, ζει ένα παράνομο ζευγάρι, η Σάρα και ο Σπίνο. Σε κάθε πόλη πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο ζευγάρι. Δυο άνθρωποι που ονειρεύονται να φύγουν. Μια γυναίκα που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο της ένα μεγάλο υπερωκεάνιο να πλησιάζει φωταγωγημένο στο λιμάνι. Βλέπει τα αναπαυτικά καθίσματα του καταστρώματος, τους άντρες με τα λευκά παντελόνια, την κουβέρτα που θα σκεπάζει τα πόδια της και θα την προστατεύει από τη θαλάσσια αύρα. Βλέπει τον εαυτό της να περιμένει στην αποβάθρα, με τις βαλίτσες  αραγμένες μπροστά της. 



Η Σάρα μαζεύει τα πόδια της και σκεπάζει τους ώμους με ένα σάλι ακόμη κι όταν κάνει ζέστη, διότι η νυχτερινή υγρασία τής προκαλεί προβλήματα στην αρθρίτιδά της. Κοιτάζει προς τη θάλασσα, μια σκοτεινή μάζα που θα μπορούσε να είναι απλώς η νύχτα αν τα ακίνητα φώτα των πλοίων που περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στο λιμάνι δεν υπογράμμιζαν τη θαλάσσια φύση της. "Δεν θα ήταν ωραίο να φεύγαμε;", λέει. Είναι δέκα χρόνια που η Σάρα λέει ότι θα ήταν ωραίο αν φεύγανε, κι εκείνος απαντάει ότι, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα το κάνουν. Από μια σιωπηρή συμφωνία η συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα δεν προχώρησε ποτέ πάνω από αυτές τις δύο κοινότοπες φράσεις: κι όμως εκείνος ξέρει καλά πόσο η Σάρα ονειρεύεται την ανέφικτη αναχώρησή τους.  



Η Σάρα και ο Σπίνο κουβαλούν τη μελαγχολία της πόλης τους, το υγρό κλίμα, τη μουντάδα του λιμανιού. Ζουν την αναζήτηση μια κοινής ευτυχίας, που κι αυτή ξεμακραίνει όπως η γραμμή του ορίζοντα. Περιμένουν το ρεπό τους, για να μαγειρέψουν μαζί ένα κοινό γεύμα, να ξαπλώσουν μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Μετά εκείνη θα του ψιθυρίσει πως είναι κρίμα που γνωρίστηκαν τόσο αργά, όταν ήδη είχαν παιχτεί όλα τα παιχνίδια, πως είναι σίγουρη ότι μαζί του θα ήταν ευτυχισμένη. Εκείνος θα της δώσει κουράγιο, θα της πει πως είναι καλύτερα έτσι, θα της μιλήσει για την καθημερινότητα και τον έρωτα. Και θα εξακολουθήσουν να ψιθυρίζουν τα ραντεβού τους στα πιο σκοτεινά τραπέζια των καφέ του λιμανιού.

Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας έχει ήδη κατεβάσει τα ρολά και μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του μια καληνύχτα. 

Τα φώτα σβήνουν. Ξεκινά ο κινηματογράφος. Κι εκεί ζωντανεύει ένα άλλο ζευγάρι, μιας άλλης πόλης. Οι μορφές της Σάρας και του Σπίνο παίρνουν σταδιακά τις μορφές των δύο ηθοποιών, που επίσης παρανομούν, σε μια τόσο διαφορετική, μα εξίσου θλιβερή ιστορία.

  ***

Αντόνιο Ταμπούκι, Η γραμμή του ορίζοντα (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Άγρα, Αθήνα 1998.
Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία "Κολαστήριο" του Μπέλα Ταρ.