Σελίδες

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Εξώφυλλα #4: Μόμπι Ντικ


Λέγε με Ισμαήλ

 

Στο πρώτο κεφάλαιο του Μόμπι Ντικ, ο Ισμαήλ ξεκινά την αφήγηση αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη το λόγο για τον οποίο αφιέρωσε τη ζωή του στους ωκεανούς. Είναι το δικό του ανικανοποίητο. Όταν πιάνει τον εαυτό του να στραβώνει το στόμα, όταν μες στην ψυχή του είναι Νοέμβρης υγρός, όταν μέσα του δε σταματά το ψιλόβροχο, όταν τον κυβερνούν οι υποχονδρίες του, όταν συνειδητοποιεί πως τίποτα δεν τον κρατά στη στεριά. Τότε μπαρκάρει. Είναι το δικό του υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Μιας σφαίρας που θα έστρεφε στον εαυτό του. 



Να εκδικηθείς ένα άλαλο κτήνος!


Όλα τα ορατά αντικείμενα, άνθρωπέ μου, δε μοιάζουν παρά σα χάρτινες μάσκες. Σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας όμως -στη ζωντανή πραγματικότητα, στο αναμφισβήτητο γεγονός-, κάτι εκεί-μέσα που δε γνωρίζουμε, προικισμένο ωστόσο με στοχασμό, προβάλλει τα χαρακτηριστικά του χυτά πίσω από την άλογη μάσκα, σα σε καλούπι. Αν ο άνθρωπος θελήσει να ακολουθήσει το δρόμο του, μέσα από αυτή τη μάσκα θα περάσει. Πώς μπορεί ο φυλακισμένος να βγει έξω, αν δεν τρυπήσει τον τοίχο; Για μένα η άσπρη φάλαινα είναι αυτός ο τοίχος, μετακινημένος δίπλα μου. Μερικές φορές νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα.


Ο Αχαάβ καλλιεργούσε μέσα του μιαν άγρια μνησικακία ενάντια στη φάλαινα, διψώντας όλο και περισσότερο για εκδίκηση μέσα στον παροξυσμό της τρέλας του, έτσι που στο τέλος έφτασε να θεωρεί ίδιο πράγμα με τη φάλαινα, όχι μόνο όλους τους πόνους που υπόφερε στο κορμί του, αλλά και όλους τους διανοητικούς και πνευματικούς παροξυσμούς. Έβλεπε την Άσπρη Φάλαινα να κολυμπάει μπροστά του και μες στη μονομανία του θαρρούσε πως ενσάρκωνε όλες εκείνες τις δυνάμεις του κακού, που μερικοί βαθύνοες άνθρωποι νιώθουν να τους τρώνε από μέσα, ως το σημείο μάλιστα να ζουν με μισή καρδιά και με μισό πνευμόνι. 


Ω, Θεέ! τι βασανιστικές υστερίες τυραννούν τον άνθρωπο εκείνο που φλέγεται από κάποια ανεκπλήρωτη εκδικητική μανία. Κοιμάται με σφιγμένα χέρια και ξυπνάει με τα ματωμένα καρφιά του μπηγμένα στις παλάμες.


Άσπρο


[...] στη βαθύτερη έννοια αυτού του χρώματος κρύβεται κάτι ασύλληπτο, που προκαλεί μεγαλύτερο πανικό στην ψυχή κι από το κόκκινο χρώμα που μας κόβει το αίμα. 


[...] Αλλά και η κοινή, κληρονομική πείρα όλης της ανθρωπότητας δεν παραλείπει μερικές φορές να επιβεβαιώνει τον υπερφυσικό χαρακτήρα αυτού του χρώματος. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως το μοναδικό χαρακτηριστικό που παρουσιάζει η όψη των νεκρών, και κατατρομάζει εκείνον που την βλέπει, είναι η επίμονη ωχρότητά της, μια ωχρότητα σαν του μαρμάρου· σαν να ΄ταν πράγματι η ωχρότητα αυτή σημάδι της τρομάρας που επικρατεί στον άλλο κόσμο, όπως είναι και σημάδι της φρίκης των θνητών πάνω στη γη. 


 Ζωή


Δεν υπάρχει μια σταθερή κι ευθεία πορεία σ' αυτή τη ζωή, μια πορεία που να μην αρχίζει πάλι από την αρχή· δεν προχωράμε περνώντας σταθερά από τη μια κατάσταση στην άλλη· φτάνουμε λοιπόν σ' εκείνη τη μοναδική ανάπαυλα στο τέλος, περνώντας από την ασυναίσθητη μαγεία της νηπιακής ηλικίας, από την αμφιβολία της εφηβικής ηλικίας (αυτή την κοινή τραγική μοίρα), από το σκεπτικισμό και την απιστία μετά· για να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει το μυαλό τελικά στο Εάν της ανδρικής ηλικίας. Άπαξ όμως και περάσουμε από όλα αυτά, ξανακάνουμε τον ίδιο κύκλο· γινόμαστε λοιπόν νήπια, παιδιά, άντρες, καταλήγοντας σε κείνα τα Εάν· κι αυτό συνεχίζεται αιώνια. Πού βρίσκεται άραγε το τελικό λιμάνι, από όπου δεν θα ξανασαλπάρουμε πια; 

Με τον Μόμπι-Ντικ ταξιδέψες στους ωκεανούς, φαντάστηκες θηριώδη φαλαινοθηρικά, φαλαινοθήρες και κανίβαλους, πολιτισμένους και πρωτόγονους. Είδες τον άνθρωπο ως προσωποποίηση του Διαβόλου, να εκδικείται ένα κήτος που τον έβλαψε από ένστικτο. Ένα κήτος ολόλευκο, αγνό, αθώο ή απόν. Ταυτίστηκες με το ζώο, γιατί το γνώρισες. Γνώρισες τα πάντα για τις διαστάσεις του, το σκελετό του, τα πνευμόνια του, την αναπνοή και το λίπος του, το ταξίδι του. Λυπήθηκες για την κομματιασμένη του σάρκα και την πληγωμένη ψυχή του. Και όταν η τριχιά που έμελλε να το αποτελειώσει στραγγάλισε τον άνθρωπο που την κρατούσε, όταν το πλοίο έγινε φάντασμα και χάθηκε στους ατμούς της Φάτα Μοργκάνα, όταν κοντάρια, λόγχες και ξίφη τα κατάπιε η ρουφήχτρα και το καράβι βούλιαξε στην κόλαση του βυθού, όταν η θάλασσα μετατράπηκε σε ένα τεράστιο σάβανο και κατάπιε εκείνους που δε σεβάστηκαν τη δύναμη και τη ζωή που φιλοξενεί στα σπλάχνα της, ήρθε η δικαίωση της φύσης και η δική σου κάθαρση. 
 
*** 
Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα (μτφρ. Α.Κ. Χριστοδούλου), εκδόσεις  Gutenberg, Αθήνα  1992.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου