Σελίδες

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Κυνό-τυπες ιστορίες



Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.
Εντός του σκύλου, είναι θεοσκότεινα κι άντε να διαβάσεις.
Γκρούτσο Μαρξ

Κοιτώ το ράφι της βιβλιοθήκης και κατεβάζω τρία βιβλία με ένα και μοναδικό κριτήριο: τους σκύλους στα εξώφυλλα. Παρατηρώ τη μουσούδα του σκύλου στην "Αθανασία των σκύλων" του Κώστα Μαυρουδή, τον αγριεμένο σκύλο στο "Νοέμβριο" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, την ουρά-φιτίλι του σκυλάκου που "Περιπολών περί πολλών τυρβάζει" και είναι λες και την ακούω να τσιρτσιρίζει. Το βλέμμα των σκύλων με πείθει. Αισθάνομαι σαν να είμαι σε ένα πετ-σοπ και να με κοιτούν επίμονα, παρακαλώντας με να τα υιοθετήσω και να βγουν επιτέλους από τα μεταλλικά κλουβιά τους. Τα παίρνω και τα τρία. 

Διαβάζω την τρίτη ιστορία από την "Αθανασία των σκύλων". Στη "Βιριδιάνα" του Μπουνιουέλ ο Χόρχε σώζει ένα σκύλο. "Η απελευθέρωση του σκύλου" είπε ο κριτικός, "δεν προσφέρει τίποτε. Υπάρχουν χιλιάδες άλλοι δεμένοι. Η λύση, καταλαβαίνουμε, αν δεν είναι συλλογική δεν είναι λύση. Η φιλανθρωπία μας, λέει ο Μπουνιουέλ, είναι μάταιη". 

[...] Στο τέλος της ταινίας του Σπίλμπεργκ, ένας Εβραίος, που είχε σωθεί χάρις στο βιομήχανο Σίντλερ, απευθύνεται σ' αυτόν με μια φράση από το Ταλμούδ: "Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο"[1]. Σκέφτομαι ότι σήμερα έσωσα τρία σκυλιά από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. 

Ως παιδί δεν είχα ποτέ σκύλο. Ζήλευα όσους είχαν. Πίστευα πως -εκτός από το σκύλο-  έχουν γονείς καλύτερους απ' τους δικούς μου. Τώρα δεν τους ζηλεύω, τους εκτιμώ. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν στη γειτονιά σκυλάκια τσέπης, σκυλάκια τσάντας, σκυλάκια με λούτρινα και μάλλινα αξεσουάρ -μα τα ζώα έχουν τη δική τους γούνα- και πλείστοι ζωόφιλοι με την αντίστοιχη αισθητική. Έκτοτε, το ξανασκέφτομαι. Εννοώ το αίσθημα απέναντι στον κάτοχο του ζώου. Η εκτίμηση για το ζωντανό παραμένει αδιαπραγμάτευτη. "Είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος, όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν". Εγώ κι ο Ροΐδης.

Ένα βαρετό χειμωνιάτικο σαββατόβραδο -ήμουν οχτώ χρονών- δεν είχα μαθήματα να διαβάσω, δεν είχαμε καμιά επίσκεψη να πάμε, δεν έπαιζε τίποτα η τηλεόραση. O πατέρας μου τρύπωσε στο κοριτσίστικο δωμάτιο, ξαπλώσαμε οι τέσσερίς μας στα κρεβάτια -εκείνος, εγώ κι οι αδερφές μου- και ανήμπορος προφανώς να σκαρφιστεί κανένα παραμύθι που δε μας είχε πει, μας αφηγήθηκε την ιστορία του "Ασπροδόντη". Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στον παγωμένο αμερικανικό Βορρά. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα, ονειρευόμουν για πολλά βράδια το σκύλο. 

Και τότε, το κάλεσμα της φωνής της ράτσας του έφτασε στον Μπακ κατά τρόπο που δεν μπορούσε πια μήτε να το αγνοήσει, μήτε να το απαρνηθεί. Ανακάθησε κι αυτός, κ' έβγαλε το ίδιο ουρλιαχτό. Και μόλις τελείωσε το μοναχικό τραγούδι του, βγήκε από τη γωνιά του, κι ολόκληρη η ορδή των λύκων μαζεύτηκε γύρω του, τρίβοντας το ρίγχος τους πάνω στο δικό του, μ' έναν τρόπο, που ήτανε ακόμα άγριος, μα ήτανε κιόλας φιλικός [2].

Αν η λογοτεχνία μάς δίνει την ευκαιρία να ζήσουμε κι άλλες ζωές εκτός από τη δική μας, τότε σ' αυτές τις ζωές είχα πολλούς σκύλους. Είχα τη γλυκιά Καστάνκα και το Μαντροσκυλάκο του Τσέχοφ, είχα τον Ασπροδόντη και τον αγαπημένο μου Μπακ του Τζακ Λόντον, είχα οπωσδήποτε τον Ντίνγκο, το σκυλί του Ντανίλο Κις. Γίνομαι η κυρία με το σκυλάκι, με λίγη ακόμη φαντασία γίνομαι το σκυλάκι. 

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν στη "Φάρμα των ζώων" υπήρχε κανένας σκύλος. Δεν μπορώ να θυμηθώ κι αν ο κύριος Κόϋνερ αγαπούσε τους σκύλους. Θυμάμαι ότι το αγαπημένο του ζώο ήταν ο ελέφαντας. Θυμάμαι ότι δεν αγαπούσε τις γάτες. Ναι, 

Ο κύριος Κόϋνερ δεν αγαπούσε τις γάτες. Δεν του φαινόταν να είναι φίλοι του ανθρώπου, γι' αυτό κι εκείνος δεν ήταν δικός τους φίλος. "Αν είχαμε τα ίδια νιτερέσα," έλεγε, "τότε η εχθρική στάση τους θα μου ήταν αδιάφορη". Μα του κ. Κ. δεν του άρεσε και να διώχνει τις γάτες από την καρέκλα του. "Το να αναπαύεσαι είναι μια δουλειά", έλεγε, "πρέπει λοιπόν να πετύχει". Κι όταν οι γάτες νιαούριζαν μπροστά στην πόρτα του σηκωνόταν από το κρεβάτι του, ακόμα και στο κρύο, και τις έμπαζε μέσα, στη ζέστη. "Ο υπολογισμός τους είναι απλός," έλεγε, "σα φωνάξουν, τους ανοίγουν. Αν πάψουν να τους ανοίγουν, θα πάψουν κι αυτές να φωνάζουν. Το να φωνάζει κανείς είναι πρόοδος"[3]

Πάντως ο σκύλος έχει προοδεύσει περισσότερο. Φωνάζει πιο πολύ από τη γάτα. Το ίδιο είναι να μην ανοίγεις σ΄ένα σκύλο και το ίδιο ν' αφήσεις απέξω ένα γατί; 

Σκέφτομαι κι άλλες ιστορίες με σκύλους, το σκύλο που με ακολουθούσε όποτε έκανα βόλτα στο Μουσείο, το Μάκη της κυρα-Μάρως στο χωριό, που τρύπωνε στις αυλές, έπνιγε τις κότες των γειτόνων, έκλεβε ρολόγια και κάλτσες, ανακάτωνε τα πράματα, ώσπου η γειτονιά ξεσηκώθηκε και η κυρα-Μάρω αναγκάστηκε, του φόρεσε μια πέτρα και τον έπνιξε στον Τάνο. Αλλά εκείνος δε γύρισε, όπως ο Μουσταφά στην ιστορία που ανθολογεί ο Μαυρουδής. Εκεί ο Ρομπέρ δένει ένα σκοινί και μια πέτρα στο λαιμό του Μουσταφά και τον βουτά στη θάλασσα. Χάνει εν τω μεταξύ το σκούφο του. Τη νύχτα ακούει το κλαψούρισμα του σκύλου έξω από την πόρτα του. Είναι ο Μουσταφά που κρατά το σκούφο στα δόντια του. Ο Μάκης όμως δε γύρισε πίσω. Πνίγηκε ο καημένος στον Τάνο ποταμό για να μην παραπονιούνται οι γείτονες. Κοντεύουν εξήντα χρόνια. 

Διαβάζω στο "Περιπολών περί πολλών τυρβάζω" του Σκαμπαρδώνη για τον Σποκ και την Πηνελόπη, τον Πλούτο στο συνεργείο των αυτοκινήτων, που κλαίει στο άκουσμα των ασθενοφόρων. Διαβάζω τις αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες:

Στην Ία,
Στη Μουφ, που έφυγε τον Νοέμβριο του 2010
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα 
Στα αδέσποτα του 751 [4]

Και στον "Νοέμβριο" ξανά:

Στην Ία, διακαώς, 
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα
Στη Μούφ, που κοιμάται

Στα αδέσποτα [5]

Τώρα "που το ανεκπλήρωτο εγκαταστάθηκε φιλικά στη ζωή μας", δε λυπόμαστε για τους σκύλους που δεν είχαμε. Μας φτάνουν αυτοί που σώζουμε, που ταΐζουμε, που χαρίζουμε, που φυλάμε τα καλοκαίρια, που κατεβάζουμε από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης.

***

[1] Κώστας Μαυρουδής, Η αθανασία των σκύλων, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013
[2] Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989
[3] Μπέρτολντ Μπρεχτ, Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991
[4] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
[5] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014
 

4 σχόλια:

  1. Αλκμήνη, σε ευχαριστώ πολύ. Φαντάζομαι σου πέρασε από το μυαλό πως στους σκύλους που "φυλάξαμε τα καλοκαίρια" ανήκαν και τα δικά σου λαυριώτικα τετράποδα... Σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή