Σελίδες

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Κυνό-τυπες ιστορίες



Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.
Εντός του σκύλου, είναι θεοσκότεινα κι άντε να διαβάσεις.
Γκρούτσο Μαρξ

Κοιτώ το ράφι της βιβλιοθήκης και κατεβάζω τρία βιβλία με ένα και μοναδικό κριτήριο: τους σκύλους στα εξώφυλλα. Παρατηρώ τη μουσούδα του σκύλου στην "Αθανασία των σκύλων" του Κώστα Μαυρουδή, τον αγριεμένο σκύλο στο "Νοέμβριο" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, την ουρά-φιτίλι του σκυλάκου που "Περιπολών περί πολλών τυρβάζει" και είναι λες και την ακούω να τσιρτσιρίζει. Το βλέμμα των σκύλων με πείθει. Αισθάνομαι σαν να είμαι σε ένα πετ-σοπ και να με κοιτούν επίμονα, παρακαλώντας με να τα υιοθετήσω και να βγουν επιτέλους από τα μεταλλικά κλουβιά τους. Τα παίρνω και τα τρία. 

Διαβάζω την τρίτη ιστορία από την "Αθανασία των σκύλων". Στη "Βιριδιάνα" του Μπουνιουέλ ο Χόρχε σώζει ένα σκύλο. "Η απελευθέρωση του σκύλου" είπε ο κριτικός, "δεν προσφέρει τίποτε. Υπάρχουν χιλιάδες άλλοι δεμένοι. Η λύση, καταλαβαίνουμε, αν δεν είναι συλλογική δεν είναι λύση. Η φιλανθρωπία μας, λέει ο Μπουνιουέλ, είναι μάταιη". 

[...] Στο τέλος της ταινίας του Σπίλμπεργκ, ένας Εβραίος, που είχε σωθεί χάρις στο βιομήχανο Σίντλερ, απευθύνεται σ' αυτόν με μια φράση από το Ταλμούδ: "Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο"[1]. Σκέφτομαι ότι σήμερα έσωσα τρία σκυλιά από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. 

Ως παιδί δεν είχα ποτέ σκύλο. Ζήλευα όσους είχαν. Πίστευα πως -εκτός από το σκύλο-  έχουν γονείς καλύτερους απ' τους δικούς μου. Τώρα δεν τους ζηλεύω, τους εκτιμώ. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν στη γειτονιά σκυλάκια τσέπης, σκυλάκια τσάντας, σκυλάκια με λούτρινα και μάλλινα αξεσουάρ -μα τα ζώα έχουν τη δική τους γούνα- και πλείστοι ζωόφιλοι με την αντίστοιχη αισθητική. Έκτοτε, το ξανασκέφτομαι. Εννοώ το αίσθημα απέναντι στον κάτοχο του ζώου. Η εκτίμηση για το ζωντανό παραμένει αδιαπραγμάτευτη. "Είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος, όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν". Εγώ κι ο Ροΐδης.

Ένα βαρετό χειμωνιάτικο σαββατόβραδο -ήμουν οχτώ χρονών- δεν είχα μαθήματα να διαβάσω, δεν είχαμε καμιά επίσκεψη να πάμε, δεν έπαιζε τίποτα η τηλεόραση. O πατέρας μου τρύπωσε στο κοριτσίστικο δωμάτιο, ξαπλώσαμε οι τέσσερίς μας στα κρεβάτια -εκείνος, εγώ κι οι αδερφές μου- και ανήμπορος προφανώς να σκαρφιστεί κανένα παραμύθι που δε μας είχε πει, μας αφηγήθηκε την ιστορία του "Ασπροδόντη". Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στον παγωμένο αμερικανικό Βορρά. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα, ονειρευόμουν για πολλά βράδια το σκύλο. 

Και τότε, το κάλεσμα της φωνής της ράτσας του έφτασε στον Μπακ κατά τρόπο που δεν μπορούσε πια μήτε να το αγνοήσει, μήτε να το απαρνηθεί. Ανακάθησε κι αυτός, κ' έβγαλε το ίδιο ουρλιαχτό. Και μόλις τελείωσε το μοναχικό τραγούδι του, βγήκε από τη γωνιά του, κι ολόκληρη η ορδή των λύκων μαζεύτηκε γύρω του, τρίβοντας το ρίγχος τους πάνω στο δικό του, μ' έναν τρόπο, που ήτανε ακόμα άγριος, μα ήτανε κιόλας φιλικός [2].

Αν η λογοτεχνία μάς δίνει την ευκαιρία να ζήσουμε κι άλλες ζωές εκτός από τη δική μας, τότε σ' αυτές τις ζωές είχα πολλούς σκύλους. Είχα τη γλυκιά Καστάνκα και το Μαντροσκυλάκο του Τσέχοφ, είχα τον Ασπροδόντη και τον αγαπημένο μου Μπακ του Τζακ Λόντον, είχα οπωσδήποτε τον Ντίνγκο, το σκυλί του Ντανίλο Κις. Γίνομαι η κυρία με το σκυλάκι, με λίγη ακόμη φαντασία γίνομαι το σκυλάκι. 

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν στη "Φάρμα των ζώων" υπήρχε κανένας σκύλος. Δεν μπορώ να θυμηθώ κι αν ο κύριος Κόϋνερ αγαπούσε τους σκύλους. Θυμάμαι ότι το αγαπημένο του ζώο ήταν ο ελέφαντας. Θυμάμαι ότι δεν αγαπούσε τις γάτες. Ναι, 

Ο κύριος Κόϋνερ δεν αγαπούσε τις γάτες. Δεν του φαινόταν να είναι φίλοι του ανθρώπου, γι' αυτό κι εκείνος δεν ήταν δικός τους φίλος. "Αν είχαμε τα ίδια νιτερέσα," έλεγε, "τότε η εχθρική στάση τους θα μου ήταν αδιάφορη". Μα του κ. Κ. δεν του άρεσε και να διώχνει τις γάτες από την καρέκλα του. "Το να αναπαύεσαι είναι μια δουλειά", έλεγε, "πρέπει λοιπόν να πετύχει". Κι όταν οι γάτες νιαούριζαν μπροστά στην πόρτα του σηκωνόταν από το κρεβάτι του, ακόμα και στο κρύο, και τις έμπαζε μέσα, στη ζέστη. "Ο υπολογισμός τους είναι απλός," έλεγε, "σα φωνάξουν, τους ανοίγουν. Αν πάψουν να τους ανοίγουν, θα πάψουν κι αυτές να φωνάζουν. Το να φωνάζει κανείς είναι πρόοδος"[3]

Πάντως ο σκύλος έχει προοδεύσει περισσότερο. Φωνάζει πιο πολύ από τη γάτα. Το ίδιο είναι να μην ανοίγεις σ΄ένα σκύλο και το ίδιο ν' αφήσεις απέξω ένα γατί; 

Σκέφτομαι κι άλλες ιστορίες με σκύλους, το σκύλο που με ακολουθούσε όποτε έκανα βόλτα στο Μουσείο, το Μάκη της κυρα-Μάρως στο χωριό, που τρύπωνε στις αυλές, έπνιγε τις κότες των γειτόνων, έκλεβε ρολόγια και κάλτσες, ανακάτωνε τα πράματα, ώσπου η γειτονιά ξεσηκώθηκε και η κυρα-Μάρω αναγκάστηκε, του φόρεσε μια πέτρα και τον έπνιξε στον Τάνο. Αλλά εκείνος δε γύρισε, όπως ο Μουσταφά στην ιστορία που ανθολογεί ο Μαυρουδής. Εκεί ο Ρομπέρ δένει ένα σκοινί και μια πέτρα στο λαιμό του Μουσταφά και τον βουτά στη θάλασσα. Χάνει εν τω μεταξύ το σκούφο του. Τη νύχτα ακούει το κλαψούρισμα του σκύλου έξω από την πόρτα του. Είναι ο Μουσταφά που κρατά το σκούφο στα δόντια του. Ο Μάκης όμως δε γύρισε πίσω. Πνίγηκε ο καημένος στον Τάνο ποταμό για να μην παραπονιούνται οι γείτονες. Κοντεύουν εξήντα χρόνια. 

Διαβάζω στο "Περιπολών περί πολλών τυρβάζω" του Σκαμπαρδώνη για τον Σποκ και την Πηνελόπη, τον Πλούτο στο συνεργείο των αυτοκινήτων, που κλαίει στο άκουσμα των ασθενοφόρων. Διαβάζω τις αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες:

Στην Ία,
Στη Μουφ, που έφυγε τον Νοέμβριο του 2010
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα 
Στα αδέσποτα του 751 [4]

Και στον "Νοέμβριο" ξανά:

Στην Ία, διακαώς, 
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα
Στη Μούφ, που κοιμάται

Στα αδέσποτα [5]

Τώρα "που το ανεκπλήρωτο εγκαταστάθηκε φιλικά στη ζωή μας", δε λυπόμαστε για τους σκύλους που δεν είχαμε. Μας φτάνουν αυτοί που σώζουμε, που ταΐζουμε, που χαρίζουμε, που φυλάμε τα καλοκαίρια, που κατεβάζουμε από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης.

***

[1] Κώστας Μαυρουδής, Η αθανασία των σκύλων, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013
[2] Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989
[3] Μπέρτολντ Μπρεχτ, Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991
[4] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
[5] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014
 

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Ουτοπίες



Στο θεατρικό έργο της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια "Αγαπητή Ελένα" -γραμμένο στη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές της δεκαετίας του '80- τέσσερις νέοι οραματίζονται μια διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζουν.
 
Eμείς σε τι κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε; Σε μια κοινωνία που μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα, αλλά τίποτα παραπάνω από αυτά, ή σε μια άλλη, όπου μπορούμε να αποκτήσουμε του κόσμου τα καλά, αλλά το πιθανότερο είναι να μην τα δούμε ούτε ζωγραφιστά; Ο Αριστοτέλης οραματιζόμενος τη δική του τέλεια πολιτεία είπε ότι ένα είναι το κύριο συστατικό της: το "ευ ζην" των μελών της. Σε τι συνίσταται άραγε αυτό το ευ; Ιδανική πολιτεία ονειρεύτηκε και ο Πλάτωνας, και ο Τομάζο Καμπανέλλα και ο Τόμας Μορ και πολλοί άλλοι. Στην "Πολιτεία του Ήλιου" του Καμπανέλλα, ο Γενοβέζος ονειρεύεται έναν τόπο όπου οι άνθρωποι θα ζουν "με τρόπο φιλοσοφικό, από κοινού". Και ο έρωτας θα είναι κοινός. Η ιδιοκτησία, ακόμη και στον έρωτα, κάνει τον άνθρωπο άρπαγα.

Άλλοι φιλόσοφοι ή λογοτέχνες είχαν πιο ανήσυχο ύπνο. Το όνειρο έγινε εφιάλτης και στο έργο τους ζωγράφισαν κοινωνίες τρομακτικές και όχι εξιδανικευμένες.

Οι προλετάριοι παρατημένοι στους εαυτούς τους θα συνεχίσουν να δουλεύουν, να γεννούν και να πεθαίνουν, όχι μόνο χωρίς να νιώθουν καμιά διάθεση να επαναστατήσουν, αλλά και χωρίς να έχουν την ικανότητα να καταλάβουν πως ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός απ' ό,τι είναι. Θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι, μόνο αν η εξέλιξη της βιομηχανικής τεχνικής απαιτούσε να τους δοθεί μια καλύτερη μόρφωση. [...] Μπορεί να τους δοθεί ελευθερία σκέψης, γιατί δεν έχουν σκέψη  γράφει ο Τζωρτζ Όργουελ στο "1984".

Στο γαπητή Ελένα" οι τελειόφοιτοι μαθητές επισκέπτονται την καθηγήτριά τους την ημέρα των γενεθλίων της. Έχοντας ως πρόφαση ένα πάρτι-έκπληξη, την κρατούν σε ομηρία με σκοπό να τους δώσει το κλειδί του γραφείου όπου φυλάσσονται τα γραπτά τους, να αλλάξουν τους βαθμούς τους και να εξασφαλίσουν έτσι μια θέση στο πανεπιστήμιο. Η Ελένα, γεροντοκόρη καθηγήτρια, φορέας αξιών μιας εποχής που οι μαθητές της θεωρούν παρωχημένη, αρνείται να ενδώσει στις πιέσεις τους και παραμένει πιστή στα ιδανικά της. Η κριτική τη θεώρησε σύμβολο της  γραφειοκρατίας ενός απαρχαιωμένου συστήματος, κολλημένο υποστηρικτή ενός κόσμου που καταρρέει. Αν το σκεφτεί κανείς, είναι το μόνο πρόσωπο του έργου που χαρακτηρίζεται από ηθική ακεραιότητα.

Οι νέοι μαθητές αναζητούν την ταυτότητά τους μακριά από το σύστημα με τους κανόνες του οποίου γαλουχήθηκαν. Αποστρέφονται το σοβιετικό καθεστώς, μαθαίνουν αγγλικά, διαβάζουν Ναμπόκοφ.  Άλλοτε μοιάζουν φιλόδοξοι φερέλπιδες  και άλλοτε "εξαχρειωμένα μαθητούδια".

Λιάλια: Αχ, πόσο θα ήθελα να ΄χω δικό μου διαμέρισμα! Το πιστεύετε; Ακόμα ζω με τη μάνα μου στην κοινωνική εστία. Τέσσερις οικογένειες στο ίδιο διαμέρισμα. Να μένεις με τη μάνα σου στο ίδιο δωμάτιο δεν είναι κι ό,τι καλύτερο, έτσι δεν είναι; 
Ελένα: Ναι, αυτό το καταλαβαίνω!
Λιάλια: Εγώ είμαι πια ώριμος άνθρωπος... και αυτή μου φέρεται σα να είμαι ακόμα κοριτσάκι!
Ελένα: Ναι!
Λιάλια: Να φανταστείτε, έχω διαβάσει τον Ναμπόκοφ στα αγγλικά,   -το πρωτότυπο, και αυτή ακόμη μου εξηγεί πώς πρέπει να ζω!
Ελένα: Τι ακριβώς έχετε διαβάσει; 
Λιάλια: Τη Λολίτα! Έχετε διαβάσει τη Λολίτα; 
Ελένα: Όχι, δεν την έχω διαβάσει, αλλά την έχω ακούσει. Πολλά... Και τι; Σας φάνηκε ενδιαφέρον; 
Λιάλια: Τι να σας πω; Παντως εδώ ούτε καν θα το εκδίδανε.
Ελένα: Τώρα εκδίδουν διάφορα αλλά, από την άλλη, αν δεν το εκδίδουνε... καλά κάνουνε. Εγώ αυτό το συγκεκριμένο έργο δε θα το εξέδιδα. Ποτέ! Τώρα, όσον αφορά το διαμέρισμα, ξέρετε, κι εγώ ονειρεύομαι δικό μου διαμέρισμα. Αλλά όλη τη ζωή μου μένω με τη μητέρα μου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, αλλά πρέπει να έχεις υπομονή...

Αν σ' αυτή την περίπτωση οι νεαροί μαθητές ενσαρκώνουν τους οραματιστές  και η Ελένα έναν κόσμο τελματωμένο, τότε τι είδους κοινωνία οραματίζονται αυτοί οι τέσσερις; Μια κοινωνία αναξιοκρατική, όπου αλλάζοντας κανείς το αποτέλεσμα του απολυτηρίου του, εκβιάζοντας έναν κατώτερό του, ζητώντας τη διαμεσολάβηση των ανωτέρων του -εάν έχει τα μέσα- δωροδοκώντας ή χρηματιζόμενος, πάντως σίγουρα πατώντας επί πτωμάτων, πετυχαίνει; Ο μόνος από τους τέσσερις νέους που θα βγει από την όλη ιστορία αλώβητος είναι αυτός που δε θα αντισταθεί στον εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης του, που δε θα διστάσει να βιάσει τους καλύτερούς του φίλους.

Ελένα: Σας βαρέθηκα τόσο πολύ! Πραγματικά πιστεύετε πως θα με στήσετε στον τοίχο; Μικρά τιποτένια πλασματάκια, που φαντάστηκαν πως είναι άνθρωποι. Που πουλάνε και αγοράζουν ο ένας τον άλλον για το δικό τους συμφέρον. Ικανοί να συνθλίψουν, να αφανίσουν τον οποιονδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους. [...] Με τι έχετε σκοπό να με καταπλήξετε; Πραγματικά πιστεύετε πως έχω δει λιγότερη από σας κακία, υποκρισία, ψέματα; Τι βλέπουν τα μάτια σας εκτός από φανταχτερά αμάξια, χρυσά κοσμήματα και πανάκριβα ρούχα, που σας ζαλίζουν; Ανακατεύομαι και μόνο που το σκέφτομαι. Μοντέρνοι! Εκσυγχρονιστές! Μάθατε κιόλας να δικαιολογείτε την ανηθικότητά σας ρίχνοτας το φταίξιμο στην κοινωνία. Έχω δει πολλά καθάρματα στη ζωή μου. Δεν είστε καθάρματα! Είστε μικροαστοί από βαρεμάρα, από σαχλαμάρα, από την κορυφή ως τα νύχια. Κι ο Θεός σας είναι τα λεφτά.
 
Η Ελένα ζει στο ίδιο διαμέρισμα με τη μάνα της. Το σκηνικό λιτό. Ένα τραπεζάκι, λίγα λουλούδια στο βάζο, ένας παλιομοδίτικος καναπές, λίγα βιβλία στη βιβλιοθήκη, ένα λουτρό, μια κουζινούλα. Ένα σκηνικό που στο σύγχρονο θεατή προκαλεί μάλλον αποστροφή. Μα δεν είναι σκέτη αποστροφή, είναι αποστροφή που εναλλάσσεται και με το αντίθετό της. Είναι αποστροφή μαζί και νοσταλγία.  Εδώ η θεατρική σκηνή δε λειτουργεί ως σύμβαση, αλλά απόλυτα ρεαλιστικά. Αν η Ελένα ήταν πραγματικό πρόσωπο, το πιθανότερο θα ήταν το διαμέρισμα που θα μοιραζόταν με την μητέρα της να μην ξεπερνούσε σε τετραγωνικά μέτρα το σκηνικό του θεάτρου.

Τα παράθυρα καλύπτει μια ταπετσαρία, που απεικονίζει πιστά τη θέα από όλα τα διαμερίσματα της εποχής: τεράστιες πολυκατοικίες -τερατόμορφα δείγματα της αρχιτεκτονικής του σοσιαλισμού ρεαλισμού που μοιάζουν να μη στέγασαν ανθρώπους, αλλά αριθμούς. 

Τους στέγασαν όμως. Αυτοί που κάποτε στοιβάχτηκαν σε μικροσκοπικά δωμάτια, που μοιράστηκαν κοινά μπάνια και κουζίνες, που ξεχώριζαν τα δωμάτιά τους με νοσοκομειακά παραβάν, στη μετα-σοσιαλιστική εποχή της ανταγωνιστικής καπιταλιστικής Ρωσίας δεν είχαν και πολύ καλύτερη τύχη. Οι περισσότεροι παρέμειναν αριθμοί που αύξησαν το ποσοστό των αστέγων και ανέργων της Μόσχας.

Σήμερα ζούμε σε κοινωνίες όπου μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Να τα βρει, αλλά όχι να τα αγοράσει. Μπορεί όμως να δανειστεί για να αγοράσει τα πάντα. Να δανειστεί, αλλά όχι να αποπληρώσει τα χρέη του.

Σύνορα δεν υπάρχουν, αλλά άνθρωποι θαλασσοπνίγονται στην προσπάθειά τους να τα δρασκελίσουν. Και παραμένουμε αριθμοί. Αριθμοί που εμπλουτίζουν τους τίτλους στα δελτία ειδήσεων. 

***


Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία: 

Τζωρτζ Όργουελ, 1984, Κάκτος, Αθήνα 1992.

Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, Αγαπητή Ελένα, Εκδόσεις Σοκόλη - Ομάδα Νάμα (Επί Κολωνώ), Αθήνα 2014.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Μου σερβίρετε μια Κοκκινοσκουφίτσα, παρακαλώ;


Μια Kοκκινοσκουφίτσα, μα ποια Κοκκκινοσκουφίτσα; 

Μια "γκορική" Κοκκινοσκουφίτσα;

Μικροσκοπική κι ανέκφραστη. Μοιράζεται την ίδια ακριβώς φατσούλα με τη γιαγιά της. Δεν ξεχωρίζουν πρόσωπα, δεν ξεχωρίζουν συναισθήματα. Δεν αγωνιά, δεν τρομάζει, δε φοβάται το λύκο. Είναι το ίδιο χάρτινο μουτράκι που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα σχέδια του Γκόρι...


Μια Πορτογαλέζα Κοκκινοσκουφίτσα;

Σαν κι εκείνη του João Vaz de Carvalho, φαλακρή και γουρλομάτα, με δυο τελίτσες για κόρες κι ένα αστείο σκουφί που θυμίζει κάλτσα. Βρίσκει καταφύγιο στο στόμα του λύκου, λες και κρύβεται από τη γιαγιά της και όχι από κείνον. Το σκουφί της έχει γίνει ένα με το λαρύγγι του...


Μια φαγωμένη Κοκκινοσκουφίτσα; 

Χωνεμένη αμάσητη στο στομάχι του σαρκοβόρου ζώου, όπως ο μαστρο-Τσεπέτο, που επιβίωσε μια χαρά στο στομάχι της φάλαινας. Είχε και το γραφείο του, και το φωτιστικό του. Διάβαζε και μαστόρευε στη νερουλή κοιλιά της...


Μια μινιμαλιστική Κοκκινοσκουφίτσα; 

Να μη φαίνεται κανένα χαρακτηριστικό της, παρά μόνο η κόκκινη κάπα της. Μια πορφυρή πινελίτσα, μια σπίθα σ' ένα λιγνό, επικίνδυνο, ασπρόμαυρο δάσος...


Μια Κοκκινοσκουφίτσα για χαρτοκοπτική; 

Να την κόψεις, να τη ράψεις, να τη σώσεις με το ψαλίδι σου από την κοιλιά του λύκου, να της προσαρμόσεις ρουχαλάκια, παπουτσάκια και καπέλο. Να την κάνεις τιρμπουσόν και να ανοίξεις με το σώμα της το κεφάλι του λύκου, που θυμίζει μπουκάλι κρασιού...



Μια ποπ-απ Κοκκινοσκουφίτσα; 

Να ξεπετάγεται από το βιβλίο μαζί με τη γιαγιά, την κάπα, το καλάθι, το λύκο, το κρεβατάκι και το δάσος...


Μια χωριατοπούλα Κοκκινοσκουφίτσα; 

Με λίγα λουλουδάκια στα χέρια και αγροτικό φουστανάκι, έτοιμη να ξεχυθεί στους αγρούς...

 
Ή μια θηλυκή κοκκινοσκουφίτσα εποχής;

Με σαρκώδη χειλάκια και παραξενεμένο βλέμμα...


Εκατοντάδες, χιλιάδες Κοκκινοσκουφίτσες. Εμπνεύσεις εικονογράφων από κάθε γωνιά του κόσμου. Όπου υπάρχουν δάση και λύκοι. Όλες τις τρώει ο λύκος. Για να μάθουν να μη χαζολογάνε σε μέρη επικίνδυνα...

Και να μην πιστεύουν ότι ένα ζώο με χοντρή φωνή, τριχωτά χέρια και σουβλερά δόντια είναι η γιαγιάκα τους... 

Και όλες σώζονται. Όλοι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία...

Την επόμενη φορά όμως, να είναι πιο προσεκτικές.