Σελίδες

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Υπήρξε γενιά του 1910;

Οι γραμματολογίες έχουν το ενδιαφέρον τους. Η μελέτη λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, κινημάτων, γενιών και σχολών πολλές φορές βοηθά τον αναγνώστη, ή και το μελετητή, να κατανοήσει, να προσεγγίσει, να προσπελάσει ένα έργο. Το τοποθετεί σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, το συνδέει με τα δεδομένα της εποχής που το δημιούργησε. 


Και ο αναγνώστης που δεν έχει ιδέα από ιστορία της λογοτεχνίας; Εκείνος που βουτάει στο κείμενο χωρίς εφόδια και βοηθήματα; Εκείνος άραγε παραμένει στα ρηχά; Ή μήπως ανάλαφρος και ελεύθερος διεισδύει στο μεδούλι του κειμένου, χωρίς να τον βαραίνουν στερεότυπα και προκαταλήψεις; 

Η μελέτη της λογοτεχνίας στη διαχρονία της μάς καλύπτει ως προς την έννοια του πλάτους, αλλά είναι πιθανό να μας απομακρύνει από αυτήν του βάθους. Δεχόμαστε κατηγοριοποιήσεις και αξιολογήσεις, πολλές φορές άκριτα, και με βάση αυτές ερχόμαστε σε επαφή με εποχές και τους λογοτεχνικούς εκπροσώπους τους. 

Πολλές φορές μια ολόκληρη "γενιά" στριμώχνεται και τελικά συνθλίβεται μεταξύ άλλων που θεωρούνται ορόσημα, ογκόλιθοι για την ιστορία της λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο συνέβη για παράδειγμα μ' αυτήν που ο Γιάννης Δάλλας ονόμαζε γενιά του 1910:

Ουσιαστικά, πρόκειται για την αποκατάσταση μιας εποχής. Η επίσημη γραμματολογία τίμησε εξαιρετικά δύο σταθμούς, τη γενιά του 1880 και τη γενιά του 1930. Και παραμέλησε την εποχή και γενιά του 1910 και αυτή που από κάθε άποψη θα μπορούσε να αποτελέσει συνέχειά της, τη μετακατοχική του 1940 ή 1950. Τις θεώρησε απλά επιγενόμενα των άλλων. Και, ενώ τη δεύτερη σχεδόν την αποσιώπησε, την πρώτη, παραβλέποντας την ενιαία συγκρότηση και τη σημασία της, την κατακερμάτισε και εξόφλησε μαζί της, στην επιεικέστερη περίπτωση, με μονογραφίες.

Η εποχή του 1910 είναι ίσως η ωριμότερη της λογοτεχνίας μας. Στην αφετηρία της υπάρχει το κίνημα του 1909 και στην ανάπτυξή της μια ανοδική ιστορική, πολιτική και πνευματική πορεία, που έθεσε ή έλυσε προβλήματα και άνοιξε τις πόρτες στις αναζητήσεις και την έκφραση των καινούργιων τάξεων. Στην περιοχή του πνεύματος από τις τάξεις αυτές ξεπήδησε μια πρώτη και μια δεύτερη γενιά από ριζικούς κι ανήσυχους εκπροσώπους. Εκπροσώπους με ευρωπαϊκή καλλιέργεια, αλλά και ελληνική συνείδηση και εφαρμογές. Με αφόρμηση από την παράδοση του δημοτικισμού αλλά και ανύσματα προς ευρύτερα ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Με ανησυχίες για το βάθος του πολιτισμού και των κοινωνικών προβλημάτων και παράλληλα για τη μορφολογία και το ύφος του πνεύματος. Δειγματοληπτικά τους ορόσημα είναι π.χ. για την ιδεολογική θεωρία, ερμηνεία και πρακτική τους ο Σκληρός, ο Κορδάτος και ο Γληνός, για την πιστή ποιητική τους σφυγμομέτρηση ο Καβάφης και στο βάθος ο Καρυωτάκης, για την οραματική τους υπέρβαση ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός και ο Βάρναλης, για την πεζογραφική τους προκατάθεση ο Χατζόπουλος, ο Θεοτόκης. Προκατάθεση, που με την πρωτοβουλία τους άνοιξε αλλά δε δέσμευσε τους διαφορετικούς χειρισμούς της κοινωνικής πεζογραφίας του Βουτυρά, του Πικρού και του Παρορίτη.

Η πρώτη μετακατοχική, αλλά και κάθε μεταπολεμική γενιά ως σήμερα, αποκατάστησε την κομμένη συνέχεια. Από συγγενή παρόρμηση και συγγένεια συνθηκών επιχείρησε και επιχειρεί μια επανασύνδεση με εκείνη την καταχωνιασμένη εποχή των πατέρων μας. Τι σημαίνει λ.χ. για την ποίηση η πρώτη ουσιαστική αναγνώριση της πατρότητας και η εξακολουθητική αφομοίωση του διδάγματος του Καβάφη ή η επανεκτίμηση και η επανήχηση του αποσιωπημένου για πολύ διάστημα Καρυωτάκη; Και τι μαρτυρεί, για την ιδεολογία, η συστηματική επαναπροβολή και διερεύνυση στις μέρες μας του έργου αγνοημένων ως χτες πρωτοπόρων, π.χ. του Σκληρού ή του Γληνού;  Μαρτυρεί και σημαίνει, σε πείσμα της ανακοπής που μεσολάβησε και της ενδιάμεσης καλλιέργειας του αισθητισμού και πολλών άλλων "-ισμών", την αποκατάσταση της επαφής με κάθε μορφή προκατάθεσης των σπουδαίων εκείνων προδρόμων, της γενιάς του 1910.

Πολύ συχνά, για να επιτευχθεί κάτι σημαντικό πρέπει να έχουν προηγηθεί γέφυρες. Γέφυρες που ενώνουν ένα παρακμασμένο ίσως παρελθόν με ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Γέφυρες που ενώνουν εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Περπατάμε πάνω τους, τις διαβαίνουμε, τις προσπερνάμε και ξεχνάμε να κοντοσταθούμε, να μελετήσουμε την αρχιτεκτονική τους, να αναλογιστούμε τι βάρος έχουν σηκώσει. 



Το απόσπασμα είναι από το άρθρο του Γιάννη Δάλλα, "Γνώση και ανάγνωση της πεζογραφίας του Κ. Θεοτόκη - η αποκατάσταση μιας επαφής", περιοδικό Διαβάζω, τ.14, 1978

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου