Σελίδες

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Γεώργιος Βιζυηνός - Β' Μέρος (Σημειώσεις)

Το ψυχογραφικό στοιχείο στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού


Η αφηγηματική πεζογραφία του Βιζυηνού έχει εντελώς προσωπικό χαρακτήρα. Ψυχολογική κατά βάθος και ψυχογραφική, παρ’ όλα τα ηθογραφικά της στοιχεία, εμφανίζεται αρμονικά υποταγμένη στις απαιτήσεις της πλοκής και του μύθου, με σκοπό ν’ αποκαλύψει βαθμιαία το υπόστρωμα της ιστορίας. Ο μύθος και η πλοκή γίνονται ο κεντρικός μοχλός, που προκαλεί και οξύνει τις ψυχικές καταστάσεις και, συχνά, οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων. Η συντριβή, η χριστιανική αφοσίωση, η αγάπη και η συγγνώμη αποτελούν τις μόνες διεξόδους απ’ αυτήν την κρίση, κι έρχονται για να φέρουν την κάθαρση στο τέλος. Σε κάθε διήγημά του, σύμφωνα με την παρατήρηση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, «ὑπάρχει καί μιά κρίση συνείδησης, ἕνα πρόβλημα ψυχικό, πού βρίσκει τή λύση του μαλακά –μαλακά, μέ τή συγγνώμη, μέ τόν ἕλεον, μέ τήν ἀνθρωπιά» όταν, βέβαια, και σε όσο βαθμό τη βρίσκει, αφού όχι σπάνια η λύση ταυτίζεται με την κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας ή και με την ισόβια συντριβή. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη στο Αμάρτημα της μητρός μου, ύστερα απ’ την εξομολόγηση της μητέρας στον Πατριάρχη·  μια λύση,  σε τελευταία ανάλυση, χωρίς λύση. [...]



Από τα κυριαρχικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του είναι αυτός ο τόνος της ανθρωπιάς και της επώδυνης τρυφερότητας. Υπάρχει, αναντίρρητα, εδώ κι εκεί και κάποιο χιούμορ, μια ελαφριά ειρωνεία.  Μα τόσο διακριτικά, τόσο άκακα, που άλλο δεν κάνουν παρά να τονίζουν με την αντίθεση τα δραματικά στοιχεία. Το πλαίσιο μένει συνήθως ηθογραφικό δίνοντας στο συγγραφέα την ευκαιρία να παρουσιάζει παράλληλα με την κυρίως διήγηση, και μιαν εικόνα της ζωής των χωριών της Θράκης, με τις δοξασίες,  τις προλήψεις και τα ήθη τους. [...]
Έτσι, το κέντρο στα διηγήματα και τις νουβέλες αποτελεί ο άνθρωπος. Γι’ αυτό, αν και οι ιστορίες του εκτυλίσσονται συχνότατα στο φυσικό και στο αγροτικό περιβάλλον, η φύση, μολονότι δεν παραλείπει εδώ κι εκεί να την περιγράφει, εμφανίζεται κάπως αφηρημένη, κι έχεις παράδοξα την αίσθηση πως επικρατεί ο κλειστός χώρος. Τη φύση ο Βιζυηνός την κοιτάζει πιο πολύ με το μάτι του ρομαντικού. Στο αφηγηματικό του έργο, εξ άλλου, όπως και στο ποιητικό καταφέρνει σ’ ένα θαυμαστό κράμα να συνδυάζει τη λογιότητα με τα λαϊκά και τα δημοτικά στοιχεία. Σε τελική ανάλυση όμως, ό,τι τον ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος, η ψυχολογία του και η μοίρα του – και μάλιστα, καθώς το βλέπουμε καθαρότερα στο Μοσκώβ Σελήμ και στο Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου, όχι ο στενά περιορισμένος στα όρια της εθνότητας. Γι’ αυτό, παρά τις πετυχημένες κάποτε περιγραφές, η φύση απομένει συνηθέστερα διακοσμητική. Υπάρχει γύρω, μα σπάνια γίνεται πραγματική και ζωντανεύει. Ενώ οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αναλύονται και ψυχογραφούνται, με μια διεισδυτικότητα που σε λιγοστές περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας.
Στεργιόπουλος Κ., 1997, "Γεώργιος Βιζυηνός", Η παλιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, Τόμος ΣΤ', σελ. 48 - 51

***
Το έργο του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό. Και αφορά μνημονικές καταγραφές της παιδικής κυρίως ηλικίας του, πυκνές και έκδηλες εμπειρίες και επιρροές – όλες μεγάλες και πολλές λόγω της μεγεθυντικής ευαισθησίας του -  τόσο που δε χρειάστηκε να επιστρατευτεί πολλή από τη φαντασία του για να τις καταγράψει [...] Τα μεγάλα, τα αριστουργηματικά του αφηγήματα προέρχονται από τον οικογενειακό ή από τον συναφή μ’ αυτόνε χώρο, όπου τα πρόσωπα των «μύθων» αντιστοιχούν απόλυτα στα πρόσωπα της πραγματικής του οικογενείας, διατηρώντας μάλιστα και το πραγματικό τους όνομα.
Τώρα, ως προς τις καταγραφές που γίνονται για πρότυπα γονεϊκά, αχνά και πού δηλώνεται ο πατέρας πραματευτής – ταξιδευτής, ανεύθυνος και χαροκόπος στο «Αμάρτημα», που όμως αφήνει ορφανό το Γιωργή γύρω στα πέντε του χρόνια. Έτσι δεσπόζει μια αγράμματη μα και πρακτική, μα και δεισιδαιμονική μητέρα, γεμάτη εμμονές σε όλο το «Αμάρτημα» [...] Τις οίδε ποια αμφίσημα συναισθήματα αυτή η μητέρα αποτύπωσε στο ασυνείδητο του μικρού Γιωργή που αντανακλώνται όλα στις ευγνωμοσύνες και στις ενοχές, που διατρέχουν όλο το «Αμάρτημα», μα και στις υποσχέσεις του για παροχή ισόβιας προστασίας απ’ αυτή.
Στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού φαίνεται πως υπάρχει μία πρωτογενής, αυτόματη διάθεση για ιχνηλασία της ανθρώπινης ψυχής και είναι, ίσως, μία όψη του ταλέντου του που οδηγεί στην αυταπάρνηση και στην ετεροπαρατήρηση, μια ικανότητα άσχετη από τη μεθοδευμένη γνώση που απόκτησε σπουδάζοντας ψυχολογία. Διότι, για το είδος του πεζογραφικού λόγου που ο Βιζυηνός επέλεξε, ήτοι το ψυχολογικό αφήγημα, οι ψυχολογικές σπουδές δε θα 'ταν ικανές να υπαγορεύσουν άλλο τι από μια ξερή γραφή που εδώ την προλαβαίνει το ταλέντο, όπου εκμεταλλεύεται όχι πλέον τη γνώση, αλλά την παρατήρηση πάνω στο βίωμα ημών αυτών και των άλλων.
Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας Δεσποινιώς στο «Αμάρτημα» είναι μοναδική. Για τα παιδιά της, που είναι ομφαλός του κόσμου, είναι μια μάνα παθιασμένη, ακόρεστη, πληθωρική, μαχητική και εν τέλει φορτική. Σε όλο το «Αμάρτημα» ζητά να επιβάλει την προέκταση της μητρογραμμικά καθορισμένης ύπαρξής της στο θηλυκό παιδί, που βάζει πάνω απ’ όλα τα υπόλοιπα κι αρσενικά παιδιά της. Το ίδιο απόλυτη και πρωτεϊκή είναι και στις ενοχές της. Η εξομολόγησή της, έτσι όπως δίνεται μέσ’ από μιαν ανυπέρβλητη θρησκευτική ενοχικότητα κι από την τέλεια σύζευξη της ψυχολογίας και του λόγου, που ο συγγραφέας πραγματοποιεί, παίρνει το απύθμενό της βάθος. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινή από την άποψη του λόγου, ούτε πιο πλήρης απ’ την ψυχολογική πλευρά.
Ο Βιζυηνός μάς κάνει φανερό ότι οι έννοιες του φόνου εξ αμελείας ή του ακούσιου εγκλήματος είναι πολύπλοκες για την πρωτεϊκή αυτή γυναίκα, που τις κατανοεί χωρίς τα επίθετα και τα επιρρήματά τους στην ενιαία τους σημασία, φόνος – έγκλημα. Κάτι που ο άνθρωπος εξομολογείται κανονικά μόνο στο θεό και τώρα εδώ αυτή, καταταπεινωμένη, το εξομολογείται στο παιδί της. Τι σημασία μπορεί να ‘χει ύστερα από αυτά η εξομολόγηση στον Πατριάρχη που είναι «καλόγερος... Δεν μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του». Άρα, ούτε η θρησκευτική παραμυθία τής αρκεί.
Κι έτσι, ο ψυχολόγος Βιζυηνός που υποδηλώνει πως σε κανέναν δεν αρκεί, διδάσκει ότι ο άνθρωπος ουδέποτε γλιτώνει από το τραύμα των λαθών του, εκούσιων και μη. Αλλά ο καλλιτέχνης Βιζυηνός συνάμα δείχνει πόσο είναι μάταιο, εάν όχι βέβηλο, πάνω σε μία τέτοια, απεγνωσμένη μεγαλειώδη απογύμνωση να δοκιμάζει η λογική – η επιστήμη – να υπερβεί τα όρια του ανθρώπου, όχι με τους κοινούς, τους τρόπους που παρηγορούν, αλλά με τις ανύπαρκτες καμιά φορά και ανυποψίαστες του βάθους των ενστίκτων αιτιολογήσεις των ανθρώπινων πράξεων, ενώ οι πράξεις – καλές ή κακές – μπορούν να παραμένουν τόσο απλές και να πονούν τόσο βαθιά, όσο τους πρέπει για να είναι σεβαστές από την άλλη, την ανθρώπινη πλευρά που εδώ ο Βιζυηνός μάς δίνει.

Παντελής Κρανιδιώτης, «Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, ετεροαναλυόμενος και μη», περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 278, (8.1.1992)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου