Σελίδες

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Λόγος παρηγορητικός περί Δικαιοσύνης

Πολλές συλλήψεις αυτές τις μέρες και μακάρι να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να 'χουμε κι άλλα τέτοια ευχάριστα και στην ώρα τους. Κι επειδή οι συλλήψεις είναι πολλές και ακούμε πολλά περί Δικαιοσύνης αλλά και λόγω επειδής αυτό το έρμο το μπλογκ πρέπει να ανανεώνεται, πλην όμως η γράφουσα δεν έχει και πολλή έμπνευση, σήμερα θα θυμηθούμε κατιτίς κλασικό. 

Ποιος λογοτεχνικός ήρωας συνελήφθη χωρίς να ξέρει το γιατί; (Καμία σχέση με τους συλληφθέντες των ημερών. Αυτοί πολύ καλά ξέρουν.) Ούτε το όνομά του δε γνωρίζουμε... Ήταν ο καημένος ο Κ. από τη Δίκη του Φραντς Κάφκα. Πιθανόν να πρόκειται για το αρχικό γράμμα του ονόματος του συγγραφέα. 

Τον Κ. που λέτε τον έπιασαν στον ύπνο. Ήρθαν στο σπίτι του οι δεσμοφύλακες, καταβρόχθισαν το πρωινό του και τον ειρωνεύτηκαν κιόλα: 

 Αν συνεχίσει η τύχη να σας ευνοεί όπως και στην επιλογή των δεσμοφυλάκων σας, τότε μείνετε ήσυχος.
 
Και να φανταστείτε πως κατά τα άλλα ζούσε σε μια κοινωνία δημοκρατική, σαν τη δική μας: 
 
Ποιοι ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν;  Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι·  ποιος τολμούσε να τον συλλάβει στο ίδιο του το σπίτι; 
Ήταν τόσο τυχερός ο Κ. που μπορούσε να εξακολουθήσει να εργάζεται παρά το γεγονός ότι είχε συλληφθεί. Ο επιθεωρητής μάλιστα ήταν εξαιρετικά καθησυχαστικός:

«Πώς να πάω στην Τράπεζα αφού έχω συλληφθεί;» «Α! καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής, που είχε φτάσει κιόλας στην πόρτα. Με παρανοήσατε. Φυσικά έχετε συλληφθεί, αλλ’ αυτό δε θα σας εμποδίσει να πηγαίνετε στη δουλειά σας. Δε θα εμποδιστείτε να συνεχίσετε την κανονική σας ζωή.» «Μα τότε δεν είναι άσχημο να σε συλλαμβάνουν», είπε ο Κ. πλησιάζοντας τον Επιθεωρητή. «Δεν είπα ποτέ πως είναι», είπε ο Επιθεωρητής.

Σε μια ευνομούμενη πολιτεία λοιπόν, γιατί να φοβόμαστε τη Δικαιοσύνη; Έλα όμως που η ευνομούμενη πολιτεία μπορεί να είναι και διεφθαρμένη... Ο Κ. στην απολογία του προς το Δικαστήριο ανεφέρει χαρακτηριστικά: 

[...] Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πίσω απ’ όλες τις ενέργειες του δικαστηρίου, εννοώ την υπόθεσή μου, πίσω από τη σύλληψή μου και τη σημερινή ανάκριση, κινείται ένας μεγάλος οργανισμός. Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους, αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της ύψιστης πράγματι βαθμίδος, για την απαραίτητη και ολιγάριθμη ακολουθία κλητήρων, γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων·  δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία, κύριοι, αυτού του  μεγάλου οργανισμού; Να, σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους; Αδύνατον. Ακόμα και ο Ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να παραδεχτεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του. 

Και ενώ ο Κ. είναι φυσικά πεπεισμένος για την αθωότητά του, είναι επίσης πεπεισμένος για την καταδίκη του. Μάταια ζητά τις συμβουλές του ζωγράφου Τιτορέλλι, που υπόσχεται να τον απαλλάξει. Εδώ όμως το παράλογο που τόσο αγαπούσε ο Κάφκα φτάνει στα όριά του. Ο Κ. δε χρειάζεται βοήθεια γιατί είναι αθώος. Αφού είναι αθώος θα έπρεπε να μείνει ήσυχος. Μα από τη στιγμή που κατηγορείται από το Δικαστήριο κανείς δεν είναι αθώος. Κι έτσι ο Κ. μπλέκεται σ' ένα λαβύρινθο αναζήτησης βοήθειας που στην πραγματικότητα δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα γιατί δύο μόνο είδη αθώωσης υπάρχουν: η φαινομενική και η αναβολή της δίκης επ' αόριστον...  

«[...] Κάποτε φαντάζεται κανείς ότι η όλη υπόθεση λησμονήθηκε, τα έγγραφα χάθηκαν και η αθώωση έγινε οριστική. Τέτοιο πράγμα δεν μπορεί ποτέ να το φανταστεί όποιος πραγματικά γνωρίζει το Δικαστήριο. Ουδέποτε χάνεται ένα έγγραφο. Το Δικαστήριο ποτέ δεν ξεχνά τίποτα. Κάποια μέρα – τελείως απροσδόκητα – κάποιος δικαστής θα πάρει το φάκελο και θα τον μελετήσει προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι η κατηγορία ισχύει ακόμα, και θα διατάξει την άμεση σύλληψη. Υποτίθεται, φυσικά, ότι περνά μεγάλο διάστημα μεταξύ της φαινομενικής αθωώσεως και της νέας συλλήψεως·  αυτό είναι δυνατόν και γνωρίζω κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις, είναι όμως εξίσου δυνατόν να επιστρέψει ο αθωωθείς κατευθείαν από το Δικαστήριο στο σπίτι του και να βρει να τον περιμένουν κιόλας οι αστυνομικοί για να τον ξανασυλλάβουν. Τότε, βέβαια, η ελευθερία του έληξε.»

«Η αναβολή συνίσταται στο εξής: η υπόθεση παρεμποδίζεται να προχωρήσει πέρα από τα αρχικά της στάδια. Για να το επιτύχει κανείς αυτό πρέπει ο κατηγορούμενος και ο αντιπρόσωπός του, αλλά κυρίως ο αντιπρόσωπός του, να βρίσκεται σε συνεχή προσωπική επαφή με το Δικαστήριο. Πρέπει να σας ξανατονίσω ότι αυτό δεν απαιτεί τόσο έντονη συγκέντρωση των ενεργειών όπως στη φαινομενική αθώωση, ωστόσο απαιτεί μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Δεν τολμάς ν’αφήσεις από τα μάτια σου την υπόθεση, επισκέπτεσαι το Δικαστή κατά κανονικά διαστήματα καθώς και σε έκτακτες περιπτώσεις, και πρέπει να κάνεις ό,τι σου περνάει από το χέρι για να διατηρήσεις τις φιλικές σχέσεις μαζί του·  αν δε γνωρίζεις προσωπικώς το Δικαστή, τότε πρέπει να προσπαθήσεις να τον επηρεάσεις μέσω άλλων Δικαστών που ξέρεις, αλλά χωρίς να εγκαταλείψεις τις προσπάθειές σου για να επιτύχεις μια προσωπική συνάντηση. Αν δεν αμελήσεις τίποτα απ’ αυτά, τότε μπορείς να είσαι αρκετά σίγουρος ότι η υπόθεση δε θα προχωρήσει πέρα από τα αρχικά της στάδια. Όχι πως η δίωξη σταματάει, αλλά ο κατηγορούμενος είναι σχεδόν βέβαιος ότι θα αποφύγει την καταδίκη, σαν να ήταν ελεύθερος.[...]»

Ας ελπίσουμε στο σημείο αυτό η Δικαιοσύνη μας να μη θυμηθεί την αναβολή επ' αόριστον, όπως έχει κάνει σε πολλές άλλες περιπτώσεις...

Στην περίπτωση του Κ. πάντως ήταν πολύ αποτελεσματική. Και πολύ άδικη. Τον αποτελείωσαν  σ' ένα ξέφωτο το ξημέρωμα. "Σαν το σκυλί!" 

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Φραντς Κάφκα, Η Δίκη (μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς), Κέδρος, Αθήνα 1995. 




 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ρόμπερτ Μούζιλ, Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες



Σε περιοχές όπου ο κόσμος υποφέρει η ιδεολογία γίνεται πολύ εύκολα αποδεκτή, επειδή οι άνθρωποι αναζητούν κάτι για να πιαστούν -ένα καλάμι που θα τους βγάλει από τη μιζέρια τους. [...] Οταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε φανατισμό, η ανάγκη για την απάντηση ερωτημάτων σταματά να υπάρχει. Οσο λιγότερο έξυπνος είμαι τόσο ευκολότερα θα ακολουθήσω κάποιον που θα μου δώσει απαντήσεις .

Μίχαελ Χάνεκε (από συνέντευξη στον Observer για την ταινία «Η λευκή κορδέλα»)



Έστω ότι επισκέπτεστε ένα βιβλιοπωλείο. Πλησιάζετε στα ράφια της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Και κάπου εκεί, στη σκιά του Τόμας Μαν, του Ρίλκε, του Έσσε, ξετρυπώνετε τα βιβλία του Ρόμπερτ Μούζιλ. Πάρτε τα. Διάβασα πρόσφατα το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μούζιλ, Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες. Επικίνδυνα και δυσάρεστα επίκαιρο.

Διαβάζοντας θυμήθηκα τη γερμανική ταινία Το κύμα του Ντένις Γκάνσελ όπου μέσα σε μια εκπαιδευτική κοινότητα και με αφορμή ένα παιδαγωγικό πείραμα αναδεικνύεται η κρυφή γοητεία του ολοκληρωτισμού. Το ίδιο και στη Λευκή κορδέλα του Μίχαελ Χάνεκε. Το οικοτροφείο του Ταίρλες θυμίζει εκείνο το προτεσταντικό χωριό της Γερμανίας. Ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν. Μέσα σε μία φαινομενικά γαλήνια καθημερινότητα ο φασισμός γεννιέται.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε ένα οικοτροφείο στις αρχές του 20ού αιώνα. Πρωταγωνιστής ο έφηβος Ταίρλες, ένα παιδί στην εφηβεία, την ηλικία όπου ο καθένας θέλει να σημαίνει κάτι, όμως είναι τόσο ανέτοιμος, που είναι αδύνατον να σημαίνει οτιδήποτε. [...] 


Ο Ταίρλες όμως ήταν από τη μία ανώτερος πνευματικά κι από την άλλη είχε αίσθηση του γελοίου όλων των αισθημάτων αυτού του είδους που η ζωή στο ίδρυμα γεννά στα παιδιά λόγω της ανάγκης για επαγρύπνηση στους καβγάδες και στα παλέματα. Έτσι, η ύπαρξή του απέκτησε μια ασάφεια, μια εσωτερική ανημπόρια, που δεν τον άφηναν να ανακαλύψει τον εαυτό του. 
Προσκολλήθηκε στους νέους του φίλους γιατί τον εντυπωσίασε η αγριότητά τους.

              
Η ζωή στο οικοτροφείο είναι βασανιστική. Τα βράδια, την ώρα που οι άνθρωποι πάνε στο θέατρο ή σε κάποιο ρεστοράν, ακούνε μουσική, κάνουν μια νέα γνωριμία, ερωτεύονται, στο ίδρυμα χτυπά το κουδούνι και νεκρώνουν τα πάντα: 

Τώρα ηχούσε το χτύπημα του κουδουνιού στα αυτιά του. Και τίποτα δεν φοβόταν τόσο όσο το χτύπημα αυτό, που καθόριζε αμετάκλητα σαν βάναυση μαχαιριά το τέλος της ημέρας. [...]

Τώρα δεν μπορείς να ζήσεις τίποτα πια, επί δώδεκα ώρες δεν θα συμβεί τίποτ’ άλλο, για δώδεκα ώρες θα ’σαι νεκρός: να ποιο ήταν το νόημα του ήχου αυτού.

Οι νέοι του ιδρύματος κάνουν παρέες και  δοκιμάζονται στον έρωτα με τη βοήθεια της Μπόζενας, μιας πόρνης της επαρχίας. Ο Ταίρλες επιλέγει να κάνει παρέα με δύο νέους που δεν εκτιμά. Ο ένας είναι ο Μπάινεμπεργκ που είχε την πεποίθηση πως χρησιμοποιώντας ασυνήθιστες πνευματικές δυνάμεις, μπορούσε να εξουσιάζει ανθρώπους και πράγματα. Ο άλλος ήταν ο Ράιτινγκ που ονειρευόταν πραξικοπήματα και υψηλή πολιτική· γι’ αυτό ήθελε να γίνει αξιωματικός.

Σημαντικό πρόσωπο και ο Μπαζίνι, οικότροφος που έχει κατηγορηθεί για μικροκλοπές και άλλα παραπτώματα και δανείζεται διαρκώς χρήματα από τους συμμαθητές του για να ξεχρεώσει. Ο Μπάινεμπεργκ και ο Ράιτινγκ αποφασίζουν να πειραματιστούν πάνω του και,  αντί να τον καταδώσουν στη Διεύθυνση και να αποβληθεί, τον μετατρέπουν σε υποχείριό τους.

Στην εξαιρετική εισαγωγή του ο Αλέξανδρος Ίσαρης αναφέρει πως κανένας ήρωας του βιβλίου δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετικός ή αρνητικός. Είναι όλοι τους αντιφατικοί. Αυτό σίγουρα ισχύει για τον πρωταγωνιστή. Ίσως και για τον Μπαζίνι, που είναι το θύμα. Ωστόσο ο Μπάινεμπεργκ και ο Ράιτινγκ εκδηλώνουν μια πρωτοφανώς κτηνώδη συμπεριφορά.

Ο Μπάινεμπεργκ διατυπώνει ξεκάθαρα τη θεωρία των ανώτερων και κατώτερων υπάρξεων. Αυτός και ο Ράιτινγκ είναι διεστραμμένοι και αρχομανείς. Οι εκδηλώσεις των μαθητών στο τέλος θυμίζουν την ομαδική υστερία των χιτλερικών. Ο Μπαζίνι είναι το θύμα που ταπεινώνεται και βασανίζεται με μεθόδους που θυμίζουν όλες τις μεθόδους των δικτατορικών καθεστώτων.

Οι δύο νέοι εξευτελίζουν το θύμα τους, το ταπεινώνουν, το μαστιγώνουν, το κακοποιούν σεξουαλικά. Τα κλιμακωτά βασανιστήριά του όμως τους αφήνουν όλο και πιο ανικανοποίητους. Στο τέλος ο Ράιτινγκ αναφέρει χαρακτηριστικά:

Το πιο έξυπνο, βέβαια, θα ήταν αν τον παραδίναμε στα παιδιά της τάξης. Λίγο να βοηθήσει ο καθένας, μπορούμε να τον ξεσχίσουμε, να τον κάνουμε κομμάτια. Αχ, τρελαίνομαι για μαζικές ενέργειες! Όλοι μαζί γίνονται ένας άνθρωπος και χωρίς πολλή προσπάθεια τα κύματα φουσκώνουν, φουσκώνουν, μέχρι που σκεπάζουν όλα τα κεφάλια.

Η ψυχολογία της μάζας. Ο άνθρωπος ταμπουρώνεται πίσω της και δείχνει το χειρότερό του πρόσωπο.

Οι Αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες αποδείχτηκε εκ των υστέρων ένα προφητικό βιβλίο. Απεικονίζει την αυστηρή και αυταρχική αγωγή των νέων στα ιδρύματα των αρχών του 20ού αιώνα και ταυτόχρονα προβλέπει την άνοδο του ναζισμού. Πέρα από αυτά όμως αποτελεί  μια γλαφυρή περιγραφή των δύσκολων χρόνων της εφηβείας.

Η μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη είναι υποδειγματική. 

Ρόμπερτ Μούζιλ, Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες (μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης) , Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Τι είναι η Ιστορία;


          
Τι είναι η Ιστορία; Ένα μάθημα που διδάσκουμε στο σχολείο; Αυτή η περίφημη πρώτη ανάθεση των φιλολόγων, δεύτερη ανάθεση των ξενόγλωσσων; Το μήλον της έριδος μεταξύ συναδέλφων; Τα παιδιά μιας επαρχιακής πόλης προβάρουν στον ελεύθερο χρόνο τους τον εικονικό πνιγμό της δασκάλας τους γιατί κατά τη γνώμη αυτών και των γονιών τους δε διδάσκει την αληθινή Ιστορία. Ποια αληθινή Ιστορία έχουν στο μυαλό τους άραγε; Πόσο αληθινή ήταν η Ιστορία του σχολικού βιβλίου της ΣΤ' τάξης του Δημοτικού που επιμελήθηκε η κυρία Ρεπούση και για το οποίο έγινε τόσο σούσουρο και πόσο αληθινή η Ιστορία του βιβλίου που αυτό αντικατέστησε; 

Στο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, Απόψε δεν έχουμε φίλους το θέμα της Ιστορίας είναι κυρίαρχο. Ο Ντόκος λίγο πριν εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές του επισκέπτεται τον κρατούμενο καθηγητή Νικοφορίδη και συζητούν.        

Τον ίδιο  μήνα, ο Ντόκος αποφάσισε να επισκεφθεί τον Νικηφορίδη στο στρατόπεδο. Δεν είχε πια τη φοιτητική ιδιότητα, πράγμα που, όπως φάνηκε, διευκόλυνε τα πράγματα. Του πήγε πεσκέσι λάχανο βρασμένο κι ένα μήλο, κόκκινο, τραγανό, Κύριος oίδε πού το βρήκε και το έφερε. Είχε ακούσει πως οι κρατούμενοι δεν έτρωγαν το φαγητό του στρατοπέδου, εκτός κι αν ήταν σε απόγνωση.  Στην πόλη κυκλοφορούσε η φήμη πως, παρ’όλη την πείνα που τους θέριζε, έχυναν στους νεροχύτες τα ζουμιά που τους τάιζαν, μαζί με κάτι γκρίζα βρομερά κομμάτια που οι Γερμανοί βάφτιζαν άλλοτε φασόλια, άλλοτε μακαρόνια κι άλλοτε ντομάτες ή παντζάρια.
-Τι κάνετε, κύριε καθηγητά;
Ο Ντόκος  τού απευθυνόταν πάντα με σεβασμό που περίσσευε. Όταν τον έβλεπε στο δρόμο, έσπευδε να τον χαιρετίσει με χαμηλωμένο το κεφάλι. Μέριαζε να περάσει ο καθηγητής, ύστερα τον ακολουθούσε με το βλέμμα του.
- Έχω περάσει και καλύτερα, παιδί μου.
 Ο Νικηφορίδης χαμογέλασε. Τα μάτια του πίσω από τους χοντρούς φακούς έδειχναν κουρασμένα.
- Θα βγείτε γρήγορα, κύριε καθηγητά. Θα καταλάβουν ότι είναι παρεξήγηση.
- Ου μπλέξεις, ήταν η απάντηση του Νικηφορίδη. Εσύ τι κάνεις, παιδί μου; Προσπάθησα να επανορθώσω το πρόβλημα που σου δημιούργησαν, αλλά στάθηκε αδύνατο. Δεν υπήρχε σύννομος τρόπος αντιμετώπισης.
- Εγκατέλειψα τη σχολή. Δεν έχω τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσω τις σπουδές μου.
Ο Νικηφορίδης δε σχολίασε. Του έσφιξε το χέρι.
- Κύριε καθηγητά, ο Ντόκος χαμήλωσε με αγωνία τη φωνή, εσείς πιστεύετε πως ο κομμουνισμός είναι η λύση; Έτσι θα αντιπαλέψουμε το ναζισμό; 
Ο Νικηφορίδης  έβγαλε τα γυαλιά του και χνότισε. Τα σκούπισε στο πουκάμισό του.
- Δεν ξέρω, παιδί μου, είπε στο τέλος.
Και συνέχισε:
- Θα σου πω κάτι, που δε γνωρίζουν πολλοί. Κατάγομαι από το Βατούμ της Ρωσίας. Πριν από λίγα χρόνια, τον Δεκέμβριο του 1937, ξεκίνησε η «Ελληνική Επιχείρηση». Το διάταγμα υπέγραψε ο Στάλιν, τη διαταγή εξόντωσης ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Γέζοφ.  Όσοι άρρενες Πόντιοι είχαν πατήσει τα δεκάξι συνελήφθησαν. Αιτιολογία σύντομη και σαφής: Θεωρήθηκαν ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.  Οι πιο πολλοί θανατώθηκαν, ελάχιστοι κατάφεραν να γυρίσουν. Ο Μεταξάς σιώπησε, δεν ήθελε να πλημμυρίσουν Έλληνες «κομμουνιστές» τη χώρα του. Εγώ είχα φύγει από χρόνια για σπουδές, είχα ανδρωθεί στην Ευρώπη, ήμουν καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο, γλίτωσα. Όμως η μάνα μου πέθανε στα γκούλαγκ. Ομαδικός τάφος. Κανεί δεν ξέρει πού την πέταξαν 
Σώπασε για λίγο.
- Θέλω να πω, σχολίασε κοιτώντας στα μάτια το φοιτητή του, εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να γίνω κομμουνιστής. Αδύνατον. Μου σκότωσαν τη μάνα.
Έσφιξε τα χείλη και συμπλήρωσε πικρά:
- Όπως καταλαβαίνεις, παιδί μου, η Ιστορία είναι υπόθεση πολύ προσωπική. Πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά. (σσ. 107-108)

Σε κάποιο άλλο σημείο, ο καθηγητής, αφού έχει ακούσει προσεκτικά ένα φοιτητή του να αγορεύει παθιασμενα για το καθήκον του ιστορικού, αναφέρει τα εξής:   
 
 [...] Γράφουμε ό, τι γράφουμε. Αν έχει κάποια απήχηση, καλώς. Αν ασκεί κάποια επιρροή, ακόμα καλύτερα. Αν βοηθά ανθρώπους, υπέροχα. Αλλά δεν μπορείς να ξεκινάς λέγοντας «θα τους ανοίξω το μυαλό». Όταν παράγεις μανιφέστα, παιδιά μου, τίποτα από όσα λες δε μετράει. Ο ιστορικός οφείλει να έχει συνείδηση ότι θα ξοδέψει μέρος της ζωής του εξερευνώντας πολύ οδυνηρά πράγματα. Ίσως καταφέρει να διαφωτίσει τους αναγνώστες του, όπως λες. Αυτό δε θα κρατήσει παρά ελάχιστα. Σε μια βδομάδα θα έχουν επιστρέψει στη ρουτίνα τους. Λυπάμαι που το λέω, παιδί μου. Αλλά ο κόσμος δε θα αλλάξει ό, τι κι αν πουν οι ιστορικοί. (σελ. 156)

Πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις σχετικά με το τι είναι Ιστορία μπορεί να βρει κανείς και στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς, Ένα κάποιο τέλος. Σε μια συζήτηση μεταξύ του καθηγητή Ιστορίας και των μαθητών του διαβάζουμε τα εξής:


Στο τελευταίο μάθημα Ιστορίας της χρονιάς, ο γερο-Τζο Χαντ, που είχε οδηγήσει τους μισοκοιμισμένους μαθητές του από τους Τυδόρ και τους Στιούαρτ, στους Βικτοριανούς και τους Εδουαρδιανούς και στην Άνοδο και τη μετέπειτα Πτώση της Αυτοκρατορίας, μας ζήτησε να κάνουμε μια αναδρομή σε όλους αυτούς τους αιώνες και να προσπαθήσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα.
«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με τη φαινομενικά απλή ερώτητηση: τι είναι η Ιστορία; Τι λες εσύ Γουέμπστερ;»
«Ιστορία είναι τα ψέματα των νικητών» απάντησα μάλλον υπερβολικά βιαστικά.
«Ναι, το φοβόμουν ότι αυτό θα έλεγες. Εντάξει, αρκεί να έχεις κατά νου ότι είναι επίσης και οι αυταπάτες των ηττημένων. Σίμπσον;»
Ο Κόλιν ήταν καλύτερα προετοιμασμένος απ’ ό,τι εγώ. «Η Ιστορία είναι ένα άψητο σάντουιτς με κρεμμύδι, κύριε».

«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί επαναλαμβάνεται, κύριε. Σαν ρέψιμο. Το είδαμε ξανά και ξανά τούτη τη χρονιά. Πάντα η ίδια ιστορία, η ίδια ταλάντωση ανάμεσα στην τυραννία και την εξέγερση, στον πόλεμο και στην ειρήνη, στην ευημερία και την ένδεια».

«Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως πολλά όλα αυτά για να χωρέσουν σ’ ένα σάντουιτς;»

Γελάσαμε πολύ περισσότερο απ’ όσο απαιτούσε η περίσταση, μ’ εκείνη την υστερία του τέλους της σχολικής χρονιάς.

«Φιν;»
«Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο που οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης».
«’Ωστε έτσι; Πού το βρήκες αυτό;» 
«Το είπε ο Λαγκράνζ, κύριε. Ο Πατρίκ Λαγκράνζ· ένας Γάλλος».
«Ναι, το φαντάζομαι. Θα ήθελες να μας δώσεις ένα παράδειγμα;»

«Η αυτοκτονία του Ρόμπσον, κύριε».

Πολλοί πήραν βαθιά ανάσα, πράγμα που έγινε αισθητό, ενώ μερικά κεφάλια στράφηκαν ασυλλόγιστα προς το μέρος του. Ωστόσο ο Χαντ, όπως έκαναν και οι άλλοι καθηγητές, επιφύλασσε ειδική μεταχείριση στον Έιντριαν. Όταν οι υπόλοιποι από εμάς προσπαθούσαμε να προκαλέσουμε, αυτό αγνοούνταν σαν παιδιάστικος κυνισμός –κάτι ακόμη από το οποίο θα απαλλασσόμασταν μεγαλώνοντας. Οι προκλήσεις όμως εκ μέρους του Έιντριαν ήταν κατά κάποιο τρόπο ευπρόσδεκτες σαν αδέξιες αναζητήσεις της αλήθειας. 

Τόσο προσωπική υπόθεση είναι η Ιστορία λοιπόν; Πάντως, μάλλον δεν είναι ένα άψητο σάντουιτς με κρεμμύδι...

*** 


Σοφία Νικολαΐδου, Απόψε δεν έχουμε φίλους (μτφρ. Θωμάς Σκάσσης), Μεταίχμιο 2010, σελ.272
Τζούλιαν Μπαρνς, Ένα κάποιο τέλος, Μεταίχμιο 2011, σελ. 216


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο


Κάτω στης λαγκαδιάς το χάσμα άγρια περικοκλάδια πλεγμένα σε κουμαριές και σκίνα και σε ρείκια σχημάτιζαν λόχμες, μικρούς θόλους που έφεγγαν βιολετοκόκκινοι όταν άνοιγαν τα ρείκια, έλαμπαν ασπριδεροί με μουντούς, παρδαλούς τόνους όταν άνθιζαν τα περικοκλάδια.

Το δειλινό έβαψε ρόδινα, ρόδινα  ωχρά τα τζάμια μια στιγμή, έπειτα έριξε μια θολοκίτρινη χλομάδα που κρεμάστηκε σταχτιά, μουντή κ’ έμοιαζε και ήταν σα να κρεμάστηκε και να σταμάτησε σταχτιά, μουντή και η ώρα απάνω τους·  

Το χειμώνα κάποιες φορές το κρύο γίνεται τσουχτερό. Και στην Αθήνα. Μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις της ημέρας, να ανάψεις το καλοριφέρ. Αν το ανάψεις θα κάψει πετρέλαιο. Τα λιγοστά  δέντρα της πόλης είναι γυμνά, τα φώτα ανάβουν νωρίτερα, η μέρα μικραίνει. Ρίχνεις κλεφτές ματιές στα σπίτια που δεν έχουν κλείσει τις κουρτίνες. Σε πείσμα όλων, οι αμυγδαλιές επιμένουν ν’ ανθίζουν.

 Την άνοιξη αρχίζουν οι πρώτες μυρωδιές, η ανθοφορία είναι αισθητή παντού. Αλλάζεις την ώρα, περιμένεις το καλοκαίρι. Οι πιο τολμηροί βουτούν τα πόδια στη θάλασσα. Κι όταν το καλοκαίρι έρθει, βυθίζεσαι στη ραστώνη του. Τζιτζίκια, τριζόνια, ζέστη, φρούτα πολλά. 

Και το φθινόπωρο; Φοράς μια ζακέτα παραπάνω. Οι λογαριασμοί αρχίζουν να φουσκώνουν. Στη λαϊκή, τα ρόδια και τα κάστανα σου υπενθυμίζουν ότι τελείωσε το καλοκαίρι. Υποχρεώσεις. Νιώθουμε την αλλαγή της εποχής επειδή ο κόμπος αρχίζει να ανεβαίνει στο λαιμό και να μας σφίγγει. Όσοι ζούμε στην πόλη δεν έχουμε τη χαρά να δούμε τη φύση να κοκκινίζει. Ο ερχομός του φθινοπώρου γίνεται αισθητός με το χειρότερο δυνατό τρόπο: φέρνοντας άγχος. Κακή συνήθεια που άφησε το σχολείο. 

Τέτοιες σκέψεις και συνειρμοί μού έφεραν στο μυαλό το Φθινόπωρο του Κωσταντίνου Χατζόπουλου. Ξεκινάς να διαβάζεις και δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος, τι σχέση έχουν τα πρόσωπα μεταξύ τους. Ο Στέφανος είναι ερωτευμένος με τη Μαρίκα, κόρη αποθανόντος νομάρχου. Ένας πόθος σιγοκαίει μέσα του για την ξαδέρφη Ευανθία, αδυναμία της μητέρας του, της Κατίγγως που για κάποιον ανείπωτο λόγο εχθρεύεται η Αγλαΐα, μητέρα της Μαρίκας. Μια γιαγιά, ένας παππούς κρυμμένος πίσω από το παράθυρο -«αγωγός του φόβου και του αγνώστου» κατά τον Τέλλο Άγρα-, ένας νομάρχης που προσφέρεται για γάμο, ένας στρατηγός, μια ατμόσφαιρα υποβλητική. Φθινόπωρο. Υγρασία, πλήξη,  μελαγχολία, οδύνη και ένας θάνατος.  

Στο βιβλίο οι διάλογοι είναι πολλοί. Τα πρόσωπα συχνά συνομιλούν μεταξύ τους. Και δε λένε τίποτα. Υπονοούμενα, υπαινιγμοί, μυστικά που πονάνε. Πίσω από τα κουτσομπολιά για τη ζωή της μικρής επαρχιακής πόλης νιώθεις ότι κρύβεται κάτι άλλο. Και διαβάζεις, διαβάζεις, περιμένεις κάποιος να το ξεστομίσει, να το ψιθυρίσει, νιώθεις ότι κρυφακούς, αλλά τελικά η Μαρίκα πεθαίνει. Δεν ξέρεις γιατί, ξέρεις όμως ότι κάποιο μυστικό παίρνει μαζί της. Και μέσα σε όλα αυτά, η μικρή Ευανθία ξεχωρίζει. Τρέχει, παίζει, γελάει σα μικρό κορίτσι, κοροϊδεύει. Μια ηχηρή παραφωνία. Η χαρά της μοιάζει με φάλτσο. 

Το Φθινόπωρο αποτέλεσε σταθμό στα ελληνικά γράμματα ως το μοναδικό συμβολιστικό πεζογράφημα. Ο λόγος του Χατζόπουλου εδώ γίνεται «ποιητικότερος, [...] μουσικότερος, με τάσεις προς τη συμβολιστική ασάφεια, αοριστία και υποβλητικότητα». 

Τελειώνεις την ανάγνωση, νιώθεις ότι έχει σκοτεινιάσει. Έξω έχει ομίχλη, πλησιάζει φθινόπωρο. Κι αυτό που σου μένει είναι ένας καμβάς γεμάτος θαμπές αποχρώσεις.

 
Έξω, εμπρός στο παράθυρο μια λεύκα σιγοκινούσε τα φύλλα της κοκκινισμένα. Τα πεύκα πλάι ίσκιωναν την αυλή βαριά.

Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ΄έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.

Σώπασαν λίγες στιγμές. Από κάτω ανέβαινε η υγρασία της νοτισμένης γης. Η μισομαδημένη λεύκα έμενε ακίνητη· μόνο σε μια άκρη ενός κλαδιού σάλευαν δυο καρδερίνες. Στην αντικρινή ταράτσα παρδαλές πλατειές κουβέρτες απλωμένες έμοιαζαν σημαίες που με το κόκκινό τους βάθος έδιναν όψη φαιδρή την ερημιά του μικρού δρόμου. 

Ο αέρας σφύριζε μελαγχολικά στα κιτρινισμένα βούρλα και στη μαδημένη καλαμιά. Η γιαγιά έφερνε τότε τα παιδιά έξω στους λόφους πίσω από το κάστρο, όπου ο ήλιος έλαμπε χαρωπά στη νέα χλόη.



*** 

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο, Νεφέλη, Αθήνα 1987.