Σελίδες

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Πόλεμος Τοπίων


Σε μια άδεια σκηνή, μια νεαρή κοπέλα κάθεται σε μια παλιά καρέκλα κι απλώνει στα πόδια της ένα σεντόνι λευκό σαν σάβανο. Ύστερα, το τεντώνει μπροστά της και το λευκό της σώμα μετατρέπεται σε θέατρο "σκιών". Αποσπάσματα από παλιά βουβά φιλμ και εικόνες από τα βουνά όπου έδρασε ο Δημοκρατικός Στρατός διαδέχονται η μια την άλλη. 
Tασκένδη, 1949:

- Τι είστε; Αιχμάλωτοι πολέμου; 
- Όχι, Έλληνες. Έλληνες αντάρτες. 
- Έλληνες; Εμείς είμαστε Έλληνες. Απόγονοι του Μεγαλέξαντρου! 

Μια σειρά αφηγήσεων ζωγραφίζει πορτρέτα ανθρώπων, σκορπισμένα στον χώρο και τον χρόνο. Κομμάτια της Ιστορίας και της ατομικής μνήμης, ψηφίδες μιας ανθρωπογεωγραφίας χωρίς έδαφος. Άνθρωποι που βρέθηκαν πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας τους, με κοινά χαρακτηριστικά τη συμμετοχή σε έναν χαμένο αγώνα και την οδύνη της προσφυγιάς. Ξεριζωμένοι από την πατρίδα και την ελληνική πραγματικότητα, Έλληνες και Σλαβομακεδόνες που εγκατέλειψαν κυνηγημένοι τα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας πέρασαν πεζή στην Αλβανία αμέσως μετά την ήττα, και κρυμμένοι σε αμπάρια εμπορικών πλοίων έφτασαν στο σοβιετικό Ουσμπεκιστάν. Οι μαρτυρίες τους εναλλάσσονται με τραγούδια ρώσικα, ηπειρώτικα, ρεμπέτικα. Ο ήχος της βιόλας και οι μελωδίες ενός κιθαρωδού επενδύουν μουσικά τους σύντομους "μαρτυρικούς" μονολόγους, ενώ ένα σύγχρονο αφήγημα μπερδεύεται ανάμεσά τους και φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές. 

Μας πήραν τον Μάρτη του 1948. Ήταν βράδυ, νύχτα. Έκανε κρύο, είχε χιόνι, περπατούσαμε μέσα στα βουνά. Μέχρι τώρα δεν έχω καταλάβει γιατί μας πήραν οι αντάρτες.

Η, παιδική σχεδόν, αφέλεια με την οποία πολλές φορές εκφέρεται η αφήγηση υπογραμμίζει αυτό που η Ιστορία  αφήνει απέξω: τη διαφορετική, προσωπική κατανόηση των γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, τη δυσκολία της επιλογής, την απουσία επιλογής. Σε μια συλλογική προσωπογραφία που αποτελείται από ανδρικές και γυναικείες μορφές υποτίθεται με κοινό παρελθόν, η ομοιογένεια επιτυγχάνεται μέσα από ρήγματα, χάσματα, τραύματα που συνδιαμορφώνουν μια τσακισμένη ταυτότητα.

Στα τέλη του 1948, βρίσκομαι με άλλα παιδιά της ηλικίας μου από την Αλβανία στη Ρουμανία. Στις αρχές του 1949, μας ρώτησαν ποιοι ήθελαν να πάνε εθελοντές να πολεμήσουν στην πατρίδα. Είπαμε όλοι "Ναι". Στις 25 Μαρτίου, μας πήραν για να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Όταν είμασταν κοντά στις Πρέσπες, μου έδωσαν ένα όπλο πιο μεγάλο από μένα, και σε μια κοπέλλα έδωσαν ένα οπλοπολυβόλο. Είμασταν σε μια πλαγιά -σήκωσε η κοπέλα το οπλοπολυβόλο και, όπως υπήρχαν αντάρτες πιο πάνω, σκότωσε δυο τρία παιδιά. Ούτε που κατάλαβε πώς έγινε αυτό. 

Η συλλογική μνήμη συγχρωτίζεται με την ατομική και κάθε βίωμα αποκτά διάσταση σ' ένα αρμονικό τελικά μωσαϊκό: η κούκλα-δώρο από τους αντάρτες, η πρώτη βολή με το μπαζούκας, οι ζεστές προβιές για τη νύχτα, ο τελευταίος ύπνος στο σπίτι, η θέαση του πρώτου νεκρού, οι παγωμένοι άνθρωποι, το κρύο, το κρύο, το κρύο. 

Παραμονές Πάσχα του 1947, βρεθήκαμε στα Βραγγιανά, στα Άγραφα. Όταν ο στρατός άρχισε να μας χτυπά, φύγαμε προς το βουνό. Το κρύο ήταν τεράστιο. Μας έπιασε βροχή, οι χλαίνες ήταν σαν λαμαρίνες. Σ' ένα βράχο, είδαμε έναν αντάρτη, από άλλο τμήμα, να κρατά το όπλο του, να έτσι -είχε αυτοκτονήσει. Προχωρήσαμε προς τον Αυχένα της Νιάλας. Είχε αέρα δυνατό, κρατιόμασταν χέρι χέρι, σαν τα παιδιά που πάνε σχολείο -τόσο στενός ήταν ο Αυχένας. Μετά από λίγο, βλέπουμε μια γυναίκα με δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Καθόταν σ' ένα βράχο, τα είχε αγκαλιά. Τα μικρά, άσπρα σαν μάρμαρο. Είχαν παγώσει -κι αυτή και τα παιδιά της. 

Τις μαρτυρίες συνέλεξε ο Ηλίας Πούλος για το έργο του "Εξόριστες μνήμες" όταν, το 2008, επισκέφθηκε ξανά την Τασκένδη -τόπο των παιδικών του χρόνων. "Για τους ανθρώπους αυτούς, θρυμματισμένους όπως τους βλέπουμε ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους -της πατρίδας, της ξενιτιάς- και διαφορετικούς χρόνους -του μακρινού παρελθόντος, του παρόντος, του ιστορικού γίγνεσθαι- η μνήμη είναι κι αυτή θρυμματισμένη. Ο προσωπικός χρόνος σταματά όταν επιβιβάζονται στα πλοία για να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Όταν διαβαίνουν τα σύνορα της πατρίδας. Το πέρασμα των συνόρων, πραγματικών και συμβολικών, σηματοδοτεί ένα τέλος, όχι μια αρχή. Ό,τι ξεκινά τότε βαφτίζεται "προσωρινό", ακόμη κι αν καταλήξει πολύ πιο μακρόχρονο από το πριν", σημειώνει η Χριστίνα Κουλούρη στο εισαγωγικό σημείωμα που συνοδεύει το έργο του Ηλία Πούλου.

Η παράσταση "Πόλεμος Τοπίων" αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα εκείνα που η Ιστορία συχνά περιθωριοποιεί: τα λάθη, τους δισταγμούς, τα διλήμματα, τον ανθρώπινο πόνο, την άγνοια. "Το ένδοξο παρελθόν λειτουργεί συσπειρωτικά και καλλιεργεί αισθήματα συνανήκειν", αλλά δεν είναι το μόνο που υπάρχει πίσω μας. 


***

Η παράσταση "Πόλεμος Τοπίων" ανεβαίνει στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, σε σκηνοθεσία Irène Bonnaud και με πρωταγωνίστρια τη Φωτεινή Μπάνου. Το έργο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Ηλία Πούλου "Τασκένδη/Εξόριστες μνήμες" και το αφήγημα του Δημήτρη Αλεξάκη "Πόλεμος Τοπίων".





 

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Εικόνες αντιπαροχής


Πολλές φορές τα πιο παράξενα πράγματα συμβαίνουν κάτω από την πόρτα του σπιτιού σου. Μου έχει τύχει να βρω στον παρακάτω δρόμο αστερίες, ενώ το προάστιο δεν είναι καθόλου κοντά στη θάλασσα. Έχω βρει, επίσης, πεταμένα δισκάκια, αφόρετα παπούτσια και πάμπολλα παιχνίδια. Το σπανιότερο ήταν ένα παλιό ημερολόγιο γεμάτο καλλιγραφίες, νοτισμένο δυστυχώς από τη βροχή, και μια γαλλική έκδοση της Άννας Καρένινα, από τις αρχές του περασμένου αιώνα. 


Από τον καιρό που μετακόμισα εδώ, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα, βλέπω να ρημάζει ένα πανέμοφρο σπίτι. Όταν ήρθα, έμοιαζε μια αξιοπρεπής μονοκατοικία. Τώρα η μάντρα της σκούριασε, οι σοβάδες ξέφτισαν, οι τριανταφυλλιές του κήπου μαράθηκαν, κάποια τζάμια έχουν σπάσει. Μέχρι να τα βρουν οι κληρονόμοι, το σπίτι θα έχει καταρρεύσει, σκέφτομαι κάθε φορά που περνάω. Εντωμεταξύ, πάνε χαμένα και τα ρόδια, τα κυδώνια, τα λεμονάκια που πέφτουν και σαπίζουν κι ό,τι άλλο καρποφορεί και δεν ενδιαφέρεται να περιμαζέψει κανείς από τους ιδιοκτήτες. 


Προχθές είδα ένα "Πωλείται" κολλημένο στη σιδερένια εξώπορτα. Μέχρι να το απαθανατίσω με τη φωτογραφική μηχανή, είχε αφαιρεθεί. Φαίνεται βρέθηκε ο αγοραστής γρήγορα. Θα ΄ναι πολύ θρασύς για να εισβάλει σε ένα σπίτι που τόσα χρόνια τα ΄χει βρει μόνο του με τον εαυτό του.  


Πρώτη φορά βρήκα την εξώπορτα του σπιτιού ανοιχτή και τρύπωσα μέσα για να κάνω ένα γύρο. Βρήκα πεταμένες δεκάδες φωτογραφίες. Οι περισσότερες σκισμένες.  Το κοκκινωπό φιλμ και το μικρό τους μέγεθος τις έκανε να φαίνονται σαν λουλουδάκια σκορπισμένα στο χώμα. Ξεχώρισα τρεις τέσσερις και τις πήρα μαζί μου: Ένα όμορφο ζευγάρι χαίρεται κάποιο καλοκαίρι της δεκαετίας του '80. Ο νεαρός με το μούσι κλίνει το κεφάλι του στην κοπέλα που 'χει γεμίσει το στήθος της βουκαμβίλιες. 


Φίλος τους με μουστάκι (που μαρτυρά πολιτικές πεποιθήσεις της εποχής) χαίρεται τον ήλιο και τη θάλασσα σε κάποιο κάμπινγκ. Στις υπόλοιπες φωτογραφίες φαίνεται η τριγωνική σκηνή τους, μια φουσκωτή βάρκα, δυο γυμνόστηθα κορίτσια με μεγάλα ψάθινα καπέλα να ξαπλώνουν στον ήλιο, και ενοικιαζόμενα δωμάτια παλιάς αισθητικής. Χρυσές εποχές του ΕΟΤ. 


Στην τελευταία φωτογραφία, τρεις άντρες με μπλε σλιπ μαγιό, σπαστά μαλλιά, χρυσές καδένες και τσιγάρο στο στόμα θάβουν κάτι στην άμμο. Προσπάθησα να εξιχνιάσω το έγκλημα βάζοντας τις φωτογραφίες στη σειρά, ώσπου κατάλαβα πως οι άνθρωποι μάλλον ανάβουν φωτιά. 

Τώρα, το καλοκαίρι τους είναι θρυμματισμένο σε μικροσκοπικά ρόδινα κομμάτια, πεταμένα σε μια κατάξερη αυλή. Το απότιστο χώμα έχει γεμίσει ρωγμές και σκασίματα, και τα φωτογραφικά απομεινάρια της παρέας χώθηκαν μέσα τους. Η γη θα τα 'χει χωνέψει μέχρι να καταφτάσουν οι νέοι αγοραστές και να στρώσουν το καταπράσινο γκαζόν που θα φαίνεται στις χαμογελαστές σέλφι του νεοδιαμορφωμένου τους κήπου. 

***

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Τερπινοήσεις


Ιστορίες φαντασίας και ουτοπίας

Kevin Sloan
Χρόνος  

Στους κύκλους του χρόνου, κάποιες στιγμές δεν ήταν ίδιες με τις άλλες. Ήταν στιγμές συναντήσεων. Λίγο πριν από τις τρεις και τέταρτο, τις έξι και μισή, τις τέσσερις και είκοσι, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ή στην έναρξη του μεσημεριού, η αγωνία του παρατηρητή της ώρας μεγάλωνε. Ανυπομονούσε για εκείνο το λεπτό που μικρός και μεγάλος δείκτης θα συνέπιπταν. Ήταν μια συνεύρεση της κομψότητας του λεπτοδείκτη με το κύρος του δείκτη των ωρών. 

Η εκκωφαντική απουσία καντράν, δεικτών και τροχίσκων μετέτρεψε την αναλογική μορφή του χρόνου σε ψηφιακή και έδωσε στην πραγματικότητα τον φρενήρη ρυθμό της. Ο χρόνος κάποτε γύριζε. Τώρα περνά. Μεμονωμένοι αριθμοί αναδύονται για να βυθιστούν ξανά στο πουθενά μιας παντοτινής λήθης.

Το μέλλον είναι μια έρημος λευκή και παγωμένη. Το παρελθόν σβήνει και χάνεται. Είναι μια άβυσσος, λευκή κι αυτή, που ανοίγει και καταρρέει πίσω απ' τις φτέρνες μας σε κάθε βήμα που κάνουμε. Δεν ξέρω αν θα δουν κι άλλοι αυτό που βλέπω εγώ εκεί: Μια ατέρμονη μοναξιά. Εγκατάλειψη. Παντελή έλλειψη προστασίας. Αυτά τα ρολόγια έχουν έρθει για να μας δείξουν την ορφάνια μας. Το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι που ένωνε τόσα πράγματα δεν υπάρχει πλέον. 

Το μέλλον


Catrin Welz-Stein
Μοναδική ελπίδα ανατροπής αποτελεί η "Γκρίζα Επανάσταση", σύλληψη του Άλμπερτ Λέντερ, οξυδερκούς και εύγλωττου νέου.

Η Γκρίζα Επανάσταση, η οποία σύμφωνα με τον εμπνευστή της θα είναι αναπόφευκτη, βασίζεται σε μια αυστηρή αρχή: η εξουσία και οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να παραδοθούν στους ηλικιωμένους. Όχι βέβαια για να επιλυθεί μια και καλή το πρόβλημα της λεγόμενης τρίτης ηλικίας -το οποίο, παρεμπιπτόντως θα έβρισκε τη λύση του-, αλλά κυρίως γιατί έτσι όλο το σφρίγος, το πάθος, η ενεργητικότητα της νεότητας και της ωριμότητας θα διοχετεύονταν στην έκσταση και τη χαρά της ζωής, στις απολαύσεις της σάρκας, στα τραγούδια και τα παιχνίδια του έρωτα και της ηδονής, χωρίς να ξοδεύονται ανώφελα. 

Η ηγεσία των ηλικιωμένων θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός, και τα όργανα της τάξης αντί για επιτακτικές διαταγές δεν θα απηύθυναν παρά στοργικές νουθεσίες. Η ζωή θα αποκτούσε συλλογικότητα και ζεστασιά. Θα βλέπαμε γέρους στρατιώτες να ξεχνούν για ποιον τόπο και ποιους ηγέτες πολεμούν, να χάνονται στα χρυσίζοντα σπάρτα, μακριά από τα πεδία μαχών.

Το παρελθόν

Kevin Sloan
Τι είδους πατρίδα θα ήταν για μας οι αναμνήσεις; Το παρελθόν καλό είναι να μην το ξυπνούμε και πολύ. Μπορεί να γίνει παντελώς απρόβλεπτο. Ποτέ δεν ξέρεις με ποια μορφή θα επιστρέψει. Αν ζωντανέψει, μπορεί να μετατραπεί σε αδυσώπητο εχθρό του παρόντος, της μοναδικής διάστασης του χρόνου που ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε. Θυμόμαστε τα παρελθόντα, φαντασιωνόμαστε τα μελλούμενα και ξεχνάμε πως εν τω μεταξύ ζούμε.

Όταν εισβάλει ανάμεσα σε δύο εραστές ένα μηχάνημα πιστής καταγραφής αναμνήσεων,  τα πάντα θα χαθούν. Το αγόρι τοποθετεί στο κεφάλι του ένα καύκαλο για να θυμηθεί τη θαλπωρή της σχέσης με τη γιαγιά του. Εν τω μεταξύ, παραμελεί ένα κορίτσι που ανοίγει μπροστά του σαν τριαντάφυλλο. Οι αναμνήσεις κακοφρομίζουν μέσα τους, η μνησικακία τούς αρρωσταίνει. 

Στις ιστορίες του Ουμπίδια λίγη σημασία έχει η ύπαρξή μας. Ο θάνατός μας δεν θα αλλάξει τίποτα στο είδος μας. Ο άνθρωπος θα συνεχίσει να εποικίζει τη γη, να λεηλατεί, να εξαπλώνεται και να εξαλείφει άλλα είδη.

Ctarin Welz-Stein
Αν τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα είναι δυσδιάκριτα και αυτό που ονομάζουμε αλήθεια εμφανίζει πολλές διαφορετικές εκδοχές, τότε οι ιστορίες του Ουμπίδια είναι τόσο φανταστικές που σε σημεία τους μοιάζουν πραγματικές. Μπολιασμένες με στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας και της λογοτεχνίας του φανταστικού, προβάλλουν στο μέλλον την υφιστάμενη επιστημονική γνώση με τρόπο που μάλλον τέρπει παρά ωφελεί. 

Διότι σε τι θα ωφελούσε ένας καθρέφτης που ακινητοποιεί τις εικόνες και διατηρεί τους αντικατοπτρισμούς τους για πάντα; Αν έσπαγε, αυτό που κανένας δεν πρέπει να δει θα πολλαπλασιαζόταν σε χιλιάδες κομμάτια. Σε τι θα ωφελούσε μια μουσική χωρίς ήχους; Μια εταιρεία κατασκευής αληθειών; Μια μηχανή επαναφοράς αναμνήσεων; Ένα κουμπί που δημιουργεί το τίποτα δεν θα το πατούσε κανείς.

Ο Ουμπίδια, όπως πολλοί συγγραφείς που "τερπινόησαν" παράλογα για να ερμηνεύσουν τα λογικά, αντιμετωπίζει άλλοτε με τρυφερότητα και άλλοτε με ειρωνεία την πραγματικότητα. Πότε απάνθρωπα κυνικές και πότε συγκινητικά φιλάνθρωπες, οι "τερπινοήσεις" του είναι μία κάποια λύσις στα αδιέξοδά της.

***

 
Αμπδόν Ουμπίδια, Τερπινοήσεις (επιμέλεια μετάφρασης: Νίκος Πρατσίνης), Ροές, Αθήνα 2015.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Στη σωφρονιστική αποικία

Προφητεία του παραλόγου ή εφιαλτική πραγματικότητα; 

"Μόλις παραταχθούν οι στρατιώτες, ακούγεται να πλησιάζει ένας υπόκωφος ήχος από αλυσίδες που κροταλίζουν. Είναι οι κατάδικοι του νησιού Νου, οι οποίοι οδηγούνται ομαδικά στον τόπο της εκτέλεσης για να παραστούν ως θεατές. Έρχονται εφ' ενός ζυγού, κλίνουν επ' αριστερά και στέκονται με το πρόσωπο προς την γκιλοτίνα".

Ένας ταξιδιώτης-ερευνητής επισκέπτεται τη σωφρονιστική αποικία με σκοπό να μελετήσει τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης εκεί. Θα παραστεί ως μάρτυρας στην εκτέλεση ενός στρατιώτη, έχοντας συνοδό του τον αξιωματικό της αποικίας.  Αυτός, περήφανος για το μηχάνημα που χαρίζει απλόχερα, επώδυνα και βασανιστικά τον θάνατο στους κατάδικους, παρουσιάζει με λεπτομέρειες την ευρηματική κατασκευή και τον τρόπο λειτουργίας της.  

Κατά τη διάρκεια της νυχτερινής σκοπιάς, κάθε μία ώρα, στο χτύπημα του ρολογιού, ο στρατιώτης όφειλε να χαιρετά μπροστά στην πόρτα του λοχαγού. Το βράδυ που ο λοχαγός έλεγξε αν ο υποτακτικός του εκτελεί το καθήκον του με συνέπεια, τον βρήκε να κοιμάται. Στον "ένοχο" δεν παρέχεται το δικαίωμα της υπεράσπισης, δεν προηγείται της καταδίκης καμιά ανακριτική διαδικασία, δεν διεξάγεται δίκη. Υπόδικοι και κατάδικοι ταυτίζονται στην αποικία. Η θεμελιώδης αρχή στην οποία βασίζονται όλες οι αποφάσεις είναι μία: "Η ενοχή είναι σε κάθε περίπτωση αδιαμφισβήτητη". Και το πιο ασήμαντο περιστατικό αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τους νόμους της στρατιωτικής πειθαρχίας.

Δεν γινόταν, φυσικά, να μεταχειριστούμε απλή γραφή, αφού πρόθεσή μας δεν είναι να θανατώσει ακαριαία, αλλά σ'  ένα χρονικό διάστημα, μέσες άκρες, δώδεκα ωρών. Το κρίσιμο σημείο υπολογίζεται γύρω στην έκτη ώρα. Η βασική εγχάραξη περιβάλλεται από ποικίλα στολίδια, έτσι που η ίδια να κυκλώνει το σώμα σαν μια λεπτή ζώνη, ενώ τα στολίδια καλύπτουν όλη την υπόλοιπη επιφάνεια. Μπορείτε τώρα να εκτιμήσετε την εργασία της Σβάρνας και ολόκληρου του μηχανήματος; 
 
Όλα αυτά, όμως, μικρή σημασία έχουν μπροστά στο μηχάνημα που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας την ποινή -κοινή για όλους του κατάδικους. Περιγράφονται υποδειγματικά τα μέρη και ο μηχανισμός λειτουργίας του. Ο κατάδικος τοποθετείται γυμνός σ' ένα κρεβάτι και με καρφιά και ακίδες χαράζονται στο δέρμα του οι λέξεις που περιγράφουν το αδίκημά του. Είναι δεμένος, με φίμωτρο στο στόμα. Στα μισά της μακράς διαδικασίας, του προσφέρεται ένα πιάτο ρύζι που γλείφει με τη γλώσσα του και συνήθως ξερνάει. 

Ο αξιωματικός θεωρεί τον εαυτό του θεματοφύλακα μιας σπουδαίας κληρονομιάς και νοσταλγεί την εποχή που η εκτέλεση της ποινής αποτελούσε πραγματικό υπερθέαμα στην αποικία. 

Καμιά παραφωνία δεν διατάρασσε τη λειτουργία του μηχανήματος. Κάποιοι απέστρεφαν το πρόσωπό τους και κάθονταν στην άμμο με το βλέμμα τους χαμηλωμένο. Όλοι όμως γνώριζαν ότι εδώ αποδίδεται δικαιοσύνη. Μέσα στην απόλυτη σιγή ακούγονταν μόνο τα πνιχτά βογκητά του κατάδικου.

[...]

Έπαιρνα συχνά δύο παιδιά, ένα αριστερά και ένα δεξιά στην αγκαλιά μου. Πώς ρουφούσαμε την έκφραση της έκστασης που σημάδευε το τυραννισμένο πρόσωπο, πώς ξάναβαν οι παρειές μας από το λαμπρό φως που χυνόταν γύρω μας κατά την απόδοση της δικαιοσύνης! Τι εποχές, αδερφέ μου! 

Τεχνολογία: Βαρβαρότητα και ανθρωπισμός

Σύμφωνα με τον Zimmermann και το δοκίμιό του που συνοδεύει την έκδοση, δράστης-αξιωματικός και αδρανής-ταξιδιώτης είναι συνένοχοι στο ίδιο έγκλημα. Παρακολουθούν τη στυγνή δολοφονία ενός κατάδικου. Ο πρώτος την υποστηρίζει, ο δεύτερος την αποστρέφεται, αλλά κανείς τους δεν αντιδρά. Πρόκειται για δύο πλευρές της ταυτότητας του πολιτισμένου Ευρωπαίου: ο αμήχανος συμβατικός ανθρωπισμός από τη μία και η ανυποχώρητη λατρεία της τεχνολογίας από την άλλη. Ο αξιωματικός σε καμία περίπτωση δεν συμπάσχει με τον άνθρωπο που βασανίζεται, αλλά με το μηχάνημα-βασανιστή. Ο ταξιδιώτης, πάλι, επίσης απέχει πολύ από το να αισθανθεί οίκτο για τον κατάδικο -τον οποίο η αποστασιοποιημένη αφήγηση δεν καθιστά ιδιαίτερα συμπαθή στον αναγνώστη. Απλώς η συμπεριφορά του ως πολιτισμένου επισκέπτη είναι -θα λέγαμε- κάπως πιο εκλεπτυσμένη. Στο τέλος του διηγήματος παίρνει το καράβι που θα τον οδηγήσει προφανώς στη Δύση και θα κοπεί το νήμα μεταξύ εκείνου και της αποικίας.   

Οι σωφρονιστικές αποικίες υπήρξαν μια πραγματικότητα που υποστήριξαν όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις προκειμένου να εκτοπίσουν κακούργους και πολιτικά αντιφρονούντες. Στο "Άλικο γράμμα" ο Χώθορν θυμίζει πως κάθε αποικία ενδιαφερόταν για τον σωφρονισμό των αποίκων της, κι έτσι κατά την ανοικοδόμησή της πάντοτε προηγούνταν η εκκλησία, η φυλακή και η τοποθέτηση της γκιλοτίνας σε περίοπτη θέση. Άλλες εποχές... Πολύ "αθώες" σε σχέση με τον 20ό αιώνα. Το Ολοκαύτωμα και τόσα άλλα εγκλήματα πολέμου δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματωθούν τον 19ο αιώνα, που το τεχνολογικό θαύμα δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του.

Ως εργαζόμενος στο Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων, ο Φραντς Κάφκα συνέτασσε ετήσιες αναφορές για τα βιομηχανικά ατυχήματα. Περιγραφές των μηχανημάτων αυτών πιθανώς ενέπνευσαν το κείμενο του διηγήματος, για το οποίο ο συγγραφέας παραδέχεται στον εκδότη του: "Θέλω να σας προτείνω να εκδώσουμε αυτό το αφήγημα, το οποίο αγαπώ ιδιαιτέρως, αν και η αγάπη μου είναι ανάμεικτη με μία κάποια φρίκη και τρόμο για τον βαθμό θηριωδίας του φρικαλέου περιεχομένου του". 

Ο Κάφκα, που "δεν ήθελε και δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία", δεν κλείνει τα μάτια στη φρίκη. 

*** 


Franz Kafka, Στη σωφρονιστική αποικία (μτφρ. Βασίλης Τσάλης), Κίχλη, Αθήνα 2017.
 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Seng Soun Ratanavanh


Η Σενγκ Σουν γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη του Λάος, αλλά μεγάλωσε στα προάστια του Παρισιού, όπου ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική στην εφηβεία της, αλλά πάντοτε σχεδίαζε. Η εικονογράφηση παιδικών βιβλίων την κάνει να αισθάνεται εφευρετική και δημιουργική. Το "Περίμενε, Μιγιούκι" είναι το πρώτο της βιβλίο. 

Με τι είδους εικονογραφήσεις έχεις ασχοληθεί; Θα ήθελες να μοιραστείς κάποια ξεχωριστή εμπειρία σου στην εικονογράφηση ενός βιβλίου; 

Προσπαθώ οι εικονογραφήσεις μου να είναι ποιητικές, αστείες και όμορφες. Ήμουν ζωγράφος πριν ασχοληθώ με την εικονογράφηση, οπότε ζωγράφιζα τις δικές μου ιδέες, την ιστορία που είχα εγώ στο μυαλό  μου. Για πρώτη φορά έπρεπε να προσαρμόσω τις ζωγραφιές μου σε ένα κείμενο που δεν ήταν δικό μου. Οπότε, διάβασα πρώτα το "Περίμενε, Μιγικούκι" της  Roxane Marie Galliez, ανακάλυψα την ιστορία, τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα του παραμυθιού. Ωστόσο, προσπάθησα να μη μείνω στο κείμενο. Αυτό που λέει με λέξεις έχει ήδη ειπωθεί. Ήθελα να πω κάτι διαφορετικό με τις εικόνες μου. Έπρεπε να επιστρατεύσω τη φαντασία μου, τον δικό μου εικονογραφικό κόσμο. Ήταν όμορφο και τρομακτικό, αλλά παραμένει υπέροχο. Έμαθα να δουλεύω διαφορετικά. Ήμουν τυχερή, γιατί αγάπησα το κείμενο και η εκδότριά μου βοήθησε πολύ. Η αλήθεια είναι πως το κείμενο γεννά ιδέες που δεν θα μου είχαν δημιουργηθεί διαφορετικά.

Υπάρχει κάποιο κείμενο, βιβλίο, παραμύθι, τραγούδι που θα ήθελες να εικονογραφήσεις και δεν το έχεις κάνει ακόμη;

Nαι, πολλά! Θα ήθελα να εικονογραφήσω παραμύθια όπως το "Χάνσελ και Γκρέτελ", την "Poucelina", τη "Μικρή γοργόνα", την "Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων" και πολλά άλλα.

Τι υλικά χρησιμοποιείς συνήθως;
Προς το παρόν χρησιμοποιώ νερομπογιές και ξυλομπογιές. Είμαι ζωγράφος, όμως, και ελπίζω να κάνω ένα βιβλίο με τα ζωγραφικά μου σχέδια σύντομα. 

Υπάρχει κάποια στιγμή της ημέρας που προτιμάς να εργάζεσαι; Ζωγραφίζεις πάντα στο σπίτι; 

Μου αρέσει να δουλεύω το πρωί, για το φως, αλλά και το απόγευμα, για την ατμόσφαιρα. Αλλά πρέπει να δουλεύω και το βραδάκι. Δουλεύω πάντα στο σπίτι, στο σαλόνι. 

Ετοιμάζεις κάτι αυτόν τον καιρό;
Τι σύμπτωση! Ετοιμάζω την εικονογράφηση ενός παιδικού βιβλίου για έναν ελληνικό εκδοτικό οίκο. 

Η εικονογράφηση είναι για σένα επάγγελμα ή χόμπι; Στη χώρα σου υπάρχει δυνατότητα βιοπορισμού από την εικονογράφηση; 

Η εικογράφηση είναι το επάγγελμά μου και μπορείς να ζήσεις απ' αυτήν στη Γαλλία, αλλά δεν είναι εύκολο. Ευτυχώς, ο σύζυγός μου έχει μια "κανονική" δουλειά, χαχα!

Από ποιους εικονογράφους (κλασικούς ή σύγχρονους) έχεις εμπνευστεί;

Υπάρχουν πολλοί εικονογράφοι που αγαπώ. Η Isabelle Arsenault, η Beatrice Alemagna, o Pierre Mornet, o Anthony Brown, η Lisbeth Zwerger, o Kay Nielsen, o Ivan Bilibin, η Momo Takano, η Satoe Tone, η Ayano Imai, o Shaun Tan, o Jon Klassen και πολλοί άλλοι.


Είναι η πρώτη μέρα της Άνοιξης και η Μιγιούκι ανυπομονεί να δει τον κήπο της ανθισμένο. Αλλά ένα μικρό λουλούδι δεν ανθίζει. Είναι πολύ στεναχωρημένη και αποφασίζει να ψάξει το πιο λαγαρό νερό για να ποτίσει το λουλούδι, παρά τη συμβουλή του παππού της που της ζητά να περιμένει. Περνά τον καιρό της τρέχοντας από δω κι από κει, κι έτσι χάνει την πρώτη μέρα της Άνοιξης. Ένα ποιητικό και φιλοσοφικό παραμύθι για την τέχνη της υπομονής. 

Τι σχέση έχει ένας εικονογράφος με την παιδικότητα; Πόσο καθορίζουν τη δουλειά του οι παιδικές του αναμνήσεις;  

Η σχέση μου με τα παιδικά μου χρόνια είναι βασική στη δουλειά μου. Νομίζω ότι τα παιδικά μας χρόνια καθορίζουν τα πάντα: ποιοι είμαστε, τι έχουμε να πούμε. Και οι αναμνήσεις μας είναι εικόνες από τη στιγμή που εμείς τις δημιουργούμε. Δεν αποτελούν αντίγραφο αυτού που πραγματικά συνέβη, αλλά μια εκδοχή αυτού που εμείς θέλουμε να κρατήσουμε στο μυαλό μας. Προσπαθώ να μιλώ για τα παιδικά χρόνια του οποιουδήποτε. Όλοι μας υπήρξαμε παιδιά. Θα ήθελα να επικοινωνήσω με τα παιδιά και, ταυτόχρονα, να ξυπνήσω το παιδί που κρύβει ο καθένας μας μέσα του. 

Στα έργα σου ο θεατής μπορεί να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά της ιαπωνικής τέχνης: τα απαλά χρώματα που θυμίζουν τη ροή του νερού, τα πολύχρωμα κιμονό, την τέχνη του οριγκάμι. Σε ποιο βαθμό σε έχει επηρεάσει η ιαπωνική τέχνη; 

Και πάλι πρόκειται για σύμπτωση! Όταν ο εκδοτικός οίκος μού πρότεινε να εικονογραφήσω το "Περίμενε, Μιγιούκι" ήταν η εποχή που είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι και να ασχολούμαι με την ιαπωνική τέχνη, τα μοτίβα της, τα σχέδια. Ήρθε σαν δώρο! Ήθελα πραγματικά να προτείνω τη δική μου ματιά στη Μιγιούκι, αλλά χωρίς να "αμφισβητήσω" το κείμενο. Έτσι αποφάσισα να κάνω τη Μιγιούκι ένα μικροσκοπικό κορίτσι σε έναν πελώριο κόσμο. Είναι ένα τρικ που κινητοποιεί τη φαντασία του αναγνώστη. Κατά τα άλλα, είναι μια ιστορία για την υπομονή. Η Μιγιούκι είναι διαρκώς βιαστική και ήθελα οι εικόνες μου να εξισορροπήσουν με έναν τρόπο τη βιασύνη της. Τέλος, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ιαπωνική και κινεζική τέχνη, προβληματίστηκα ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το φόντο και τις φόρμες. Το λευκό κομμάτι στο χαρτί είναι το σημαντικότερο ακριβώς επειδή καθορίζει τα σχήματα και το σχέδιο. Είναι πολύ σημαντική σε μια εικόνα η ισορροπία ανάμεσα στο λευκό και το χρώμα, το φόντο και το σχέδιο. 

Τι σε εμπνέει στη ρουτίνα σου; Πώς θα όριζες την ευτυχία; 

Όλα είναι εμπνευστικά και χαρούμενα στη ρουτίνα μας: τα λουλούδια, τα ζώα, ο ουρανός, τα σύννεφα, το φως, η βροχή. Το θέμα είναι πώς τα αντικρίζουμε!   Πώς ορίζω την ευτυχία... Ελικρινά, δεν έχω ιδέα... 

*** 

Για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την Σενγκ Σουν ρίξτε μια ματιά εδώ.