Σελίδες

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Κουρασμένος Λαπαθιώτης

Είμαι τόσο κουρασμένος απ' τα λόγια τα ειπωμένα
κι απ' τα λόγια που θα πούμε, - κι απ' τους άλλους
κι από μένα


ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΜΕ ΚΛΕΙΣΑΝΕ

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου,
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές, να ρθω σε σένα, φως μου!

Τα σίδερα λυγίσανε,
από το βογγητό μου,
και στέρεψαν, για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου...

Και σαν τρελός σε γύρεψα  
μα εσύ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν...

Ναπολέων Λαπαθιώτης


Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα...



Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ο δημιουργός βρίσκει τη μούσα του, η τέχνη μετουσιώνεται σε κάτι άλλο. Η αφήγηση αλλάζει ρότα, όπως ακριβώς αλλάζει ρότα και ο Όμηρος στην αφήγηση του νόστου του Οδυσσέα. Καθοδηγείται από τη δική του Μούσα, που δεν του επιτρέπει να ξεκινήσει τη διήγηση των γεγονότων από την αρχή, αλλά από τη μέση. Εκείνη βαστά το νήμα της, τον κατευθύνει, βρίσκει την έξοδο στα δικά του αδιέξοδα με τον μίτο της κι εκείνος με τη δική της πρώτη ύλη πλέκει το θαύμα... 

Εννιά μούσες της αρχαιότητας. Λυρικές, επικές, τραγικές, ορχούμενες. Εννιά μούσες, η καθεμιά από τις οποίες υπηρετούσε ή εκπροσωπούσε μια άλλη τέχνη. Εννιά, μαγικός αριθμός, τριπλάσιο του τρία. Εννιά μούσες που ενέπνευσαν εννιά διαφορετικούς δημιουργούς και υπηρέτησαν όλες τους την ίδια τέχνη. Tην τέχνη του κινηματογράφου, την έβδομη τέχνη. Επτά, μαγικός αριθμός κι αυτός.



Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Φρανσουά Τρυφώ βρίσκει τη μούσα του στο πρόσωπο της Φανί Αρντάν. Την σκηνοθετεί στη "Γυναίκα της διπλανής πόρτας". Χάρη στην ερμηνεία της στο πλευρό του Ζεράρ Ντεπαρτιέ, αλλά και τις οδηγίες του σκηνοθέτη της, η Φανί Αρντάν κέρδισε το 1982 την πρώτη της υποψηφιότητα για το βραβείο Σεζάρ. Λίγο αργότερα με τον Φρανσουά Τρυφώ ξεκινούν τη σκηνοθεσία μιας κοινής ζωής. Ο Τρυφώ πεθαίνει το 1984.
 

Ο Πιέρ Παολο Παζολίνι επιλέγει τη Μαρία Κάλλας, ως τη μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε ποτέ να ενσαρκώσει τη δική του Μήδεια. Η ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη απέτυχε εμπορικά, αλλά η Κάλλας υπήρξε υποδειγματική ως Μήδεια. Ο Παζολίνι σε συνέντευξή του ομολόγησε ότι έγραψε το ρόλο πάνω στην Κάλλας, τακτική που δε συνήθιζε να ακολουθεί στις ταινίες του.


Ο Φεντερίκο Φελίνι γνωρίζει την Άννα Μανιάνι στα γυρίσματα της ταινίας "Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη" του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Νεαρός τότε, ο Φελίνι είχε γράψει τη σενάριο της ταινίας. Χρόνια αργότερα η Μανιάνι θα αποτελέσει την πρωταγωνίστρια της σπουδαίας ταινίας του, "Ρόμα". Ήταν η τελευταία της ερμηνεία.
      

 

Η Μόνικα Βίτι έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο   σε πολλές από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Σύντροφός του στον κινηματογράφο αλλά και στη ζωή, στον ενέπνευσε στην "Έκλειψη", τη "Νύχτα", την "Κόκκινη Έρημο", το "Μυστήριο του Όμπρεβαλντ", την "Περιπέτεια". Η Βίτι αρρώστησε νέα και αποσύρθηκε από την μεγάλη οθόνη. Καμιά δεν την αντικατέστησε. 

Η Νορβηγίδα ηθοποιός Λιβ Ούλμαν, ενσάρκωσε το τραγικό πρόσωπο σε πολλές ταινίες του Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Η κοινή τους πορεία ξεκίνησε με την "Περσόνα", το 1966, και απογειώθηκε με την "Φθινοπωρινή Σονάτα" στα τέλη της δεκαετίας του '70. 'Εληξε με την άρνηση της Ούλμαν να παίξει στο "Φάνυ και Αλέξανδρος".


Ο Τζον Κασσαβέτης σκηνοθέτησε πολλές φορές την αγαπημένη του ηθοποιό και σύζυγό του,  Τζίνα Ρόουλαντς. Στο κινηματογραφικό τους πάθος δεν υπήρξε ποτέ ισορροπία...

Ο 'Αλφρεντ Χίτσκοκ εμπνεύστηκε από το αλαβάστρινο πρόσωπο της Γκρέις Κέλι και είδε σ' εκείνη τη δική του "Σιωπηλή μάρτυρα". Ο Βρετανός σκηνοθέτης ήθελε την πριγκίπισσα του Μονακό πρωταγωνίστρια στο πλευρό του Κάρι Γκραντ και στην ταινία του "Τα πουλιά", τελικά όμως η διανομή υπήρξε διαφορετική από αυτή που ο Χίτσκοκ οραματίστηκε.

H Ούμα Θέρμαν συνεργάστηκε με τον Κουεντίν Ταραντίνο στο εμβληματικό "Pulp Fiction". Καμία δε θα μπορούσε να ενσαρκώσει καλύτερα το ρόλο της Μία. Ο Ταραντίνο εμπιστεύτηκε την Θέρμαν και στο Kill Bill και πολλές φορές έχει παραδεχτεί σε συνεντεύξεις του πως στο πρόσωπό της βρήκε τη μούσα του.
 

 






















Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Ο μεγάλος σκηνοθέτης της νουβέλ βαγκ δεν χόρταινε να κοιτάζει μέσα από το φακό της μηχανής την αγαπημένη του Άννα Καρίνα. Είναι φορές που στα γκρο πλαν, δίνεται στον θεατή η αίσθηση πως η Καρίνα κοιτά με αινιγματική λατρεία τον σκηνοθέτη της. Στο "Ζούσε τη ζωή της", αλλά και στον "Τρελό Πιερό", ο Γκοντάρ εμπιστεύτηκε στην ηθοποιό του αυτούς που έμελλε να γίνουν οι κορυφαίοι ρόλοι της. Αυτούς που εφάρμοσαν απόλυτα στην προσωπικότητά της γιατί παρουσίασαν μια γυναίκα, όπως ήταν εκείνη: Απόλυτα ελεύθερη.

Αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που ξεχώρισε ο κάθε σκηνοθέτης σε καθένα από τα εννιά πρόσωπα, τι ήταν εκείνο που τον ενέπνευσε και τον έκανε να δημιουργήσει. Τι κίνηση κάνουν τα χέρια του γύρω από το πρόσωπο της μούσας του; Και εκείνο που είδε, πράγματι υπήρχε ή αποτελούσε εύρημά του, μια ανακάλυψή του, κάτι που αναδύθηκε, ανέβλυσε και υπήρξε μόνο για κείνον; 

Κόρες όλες της Μνημοσύνης. Καμιά δε θα σβήσει απ' τη μνήμη του κοινού της.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Η μικρή Μπιζού

Ένα μικρό κορίτσι περιμένει έξω από το σχολείο, αλλά κανείς δεν έρχεται να το πάρει. Χτυπάει το κουδούνι, αλλά κανείς δεν του ανοίγει την πόρτα. Είναι εφτά χρονών. Το φωνάζουν "μικρή Μπιζού". Δώδεκα χρόνια μετά, περιπλανιέται σε μια έρημη πόλη, σε στάσεις και σταθμούς του μετρό, σε δρόμους και λεωφόρους, ακολουθώντας ένα κίτρινο παλτό, αναζητώντας παρελθόν και ταυτότητα. Ένα εκτυφλωτικό χρώμα ξεχωρίζει σ' αυτό το νουάρ μυθιστόρημα, όπου κατά τα άλλα κυριαρχεί το λευκό. Το λευκό και όχι το μαύρο. Το χρώμα της απουσίας. Όλα περιστρέφονται γύρω από το καμπαρέ Le néant. Néant, όπως λέμε τίποτα, μηδέν.
 
Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ' έλεγαν πια "Μικρή Μπιζού", και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής.

Η Μικρή Μπιζού, δεκαεννιά χρονών, συναντά σε ένα σταθμό του μετρό μια γυναίκα που φορά ένα κίτρινο παλτό. Της μοιάζει με τη μητέρα της. Η μητέρα της έχει πεθάνει στο Μαρόκο. Θυμάται μια φωτογραφία της και ένα πορτρέτο της φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Τόλα Σουνγκούροφ. Ακολουθεί τη γυναίκα με το κίτρινο παλτό και ο αναγνώστης καλείται σε μια αινιγματική έρευνα σε παντοπωλεία, τηλεφωνικούς θαλάμους, διαμερίσματα-φαντάσματα. Η διαδρομή θυμίζει υπνοβασία στο ομιχλώδες τοπίο του Παρισιού.

Τα ίχνη τους μπερδεύονται και χάνονται για πάντα. Σ' αυτή τη ροή υπάρχουν σταθερά σημεία. Δε θα 'πρεπε να αρκεστώ στο να περιμένω καθισμένη σ' ένα απ' τα παγκάκια του σταθμού. Πρέπει να μείνεις γι' αρκετή ώρα στα σημεία όπου είναι τα εκδοτήρια και τα κιόσκια των εφημερίδων, στον μεγάλο κυλιόμενο διάδρομο, καθώς και στους άλλους διαδρόμους. Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν εκεί όλη μέρα, αλλά δεν τους δίνεις σημασία παρά μόνο αφού περάσει λίγος καιρός και τους συνηθίσεις. Ζητιάνοι. Πλανόδιοι μουσικοί. Πορτοφολάδες. Ναυάγια που δε θα ξαναβγούν ποτέ στην επιφάνεια.

Τα επώδυνα επεισόδια της παιδικής ηλικίας απασχολούν την ηρωίδα, που αναζητά σιωπηλά τις αιτίες της εγκατάλειψής της. Η αναζήτηση μιας μητέρας που δεν υπάρχει πια δεν είναι παρά η αναζήτηση  της ταυτότητας της ίδιας της μικρής Μπιζού. "Πρέπει να βρεθεί ένα σταθερό σημείο, για να πάψει η ζωή να σε πηγαινοφέρνει σαν το φτερό στον άνεμο...". Αναζήτηση του εαυτού στο παράλογο, στην απώλεια, στα θρύψαλα της μνήμης.

Για τελευταία φορά, ήθελα να μαζέψω κάποιες ισχνές αναμνήσεις, να ξαναβρώ τα ίχνη της παιδικής μου ηλικίας. Σαν τον ταξιδιώτη που θα φυλάει στην τσέπη του ως το τέλος μια παλιά, ληγμένη ταυτότητα.

Το οδοιπορικό στο Παρίσι είναι γκρίζο, σκοτεινό και χαμηλόφωνο. Η πόλη του φωτός μετατρέπεται σε πόλη του ημίφωτος. Μόνο οι επιγραφές των καταστημάτων ξεχωρίζουν και τα νέον που τρεμοπαίζουν. Νύχτες αγρύπνιας, μέρες μοναξιάς. Το μόνο που τις ελαφραίνει, η ανθρώπινη παρουσία. 

"Τι ακριβώς αποζητάτε στη ζωή;" [...]
"Αποζητώ ... ανθρώπινες σχέσεις..."
 
Βγήκαμε από το ταξί και, τη στιγμή που μπαίναμε στο δρόμο μου, ένιωσα μια περίεργη αίσθηση ελαφρότητας. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα αυτόν τον δρόμο με κάποιον. Τις νύχτες, όταν επέστρεφα μόνη κι έφτανα στη γωνία αυτής της οδού Κουστού, είχα ξαφνικά την εντύπωση ότι άφηνα το παρόν και γλιστρούσα σε μια ζώνη όπου ο χρόνος είχε σταματήσει.

Η αγάπη και η στέρηση, το φως και το σκοτάδι, η πόλη και το δάσος της Βουλόνης, το παρόν και το παρελθόν, η ενήλικη ζωή και η παιδική ηλικία, η μοναξιά και η συντροφιά. Εναλλαγές χωρίς κανέναν συνδετικό ειρμό. Εναλλαγές που γίνονται άλλοτε στη συνείδηση της ηρωίδας και άλλοτε στο χώρο και το χρόνο της δράσης.


Η μικρή Μπιζού επιστρέφει. Επιστρέφει στα χρόνια που πέρασαν, επιστρέφει εκεί που άρχισαν όλα, "μήπως και καταλάβει". Επιστρέφει εκεί που όλοι μας επιστρέφουμε. Μήπως και καταλάβουμε.


[1] Πατρίκ Μοντιανό, Η μικρή Μπιζού (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2002.
[2] Στην "εικονογράφηση"  έργα του Edward Hopper.

***


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Χρόνος



Τρέχει, φεύγει, πάει και πα, πίσω πλέον δε γυρνά.
(Αίνιγμα για τον χρόνο, Αμοργός)[1]

Στη μυθολογία ο Χρόνος ήταν ένα από τα άλογα του θεού Ήλιου. Φαντάζομαι, το γρηγορότερο. Έτρεχε ο Χρόνος και το άρμα του Ήλιου άλλαζε θέσεις. Κινείται ο ήλιος και ο χρόνος τρέχει. Δεν υπάρχει χρόνος χωρίς ήλιο, δεν υπάρχει και χρόνος χωρίς νύχτα. Αλλού, απεικονίζεται ως θεότητα με τη μορφή φιδιού. Συνοδός του, φιδόμορφη κι αυτή, η Ανάγκη. Ο Xρόνος και η Aνάγκη πάνε πάντα μαζί. Όλοι έχουν ανάγκη από ελεύθερο χρόνο. Εκείνος όμως σ' αυτή την εκδοχή απεικονίζεται πάντοτε με τη συνοδό του. Άρα λοιπόν, ποτέ δεν είναι ελεύθερος.

 Ένας πατέρας τσεφαλή, δώδεκα υιοί ποδάρια, τσαί κάθε υιός στη ράχη του έει τριγιάντα κόρες. Αποσπερίς πεθαίν' η μιά, πουρνό γεννιέται άλλη. 
(Αίνιγμα για τον χρόνο, Άνδρος) 

Στη λαϊκή παράδοση ο χρόνος πήρε τη μορφή γέρου που είχε δώδεκα γιους, δέντρου που είχε δώδεκα κλαδιά, εκκλησίας που στηριζόταν σε δώδεκα κολόνες. Μύθους, παραμύθια, παραδόσεις, αινίγματα, αποφθέγματα και παροιμίες που αφορούν τον χρόνο βρίσκει κανείς παντού. Άλλα από αυτά αφορούν τις εναλλαγές του, τις μέρες, τους μήνες και τις εποχές, και άλλα την αδυσώπητη φύση του, το φευγιό του.

Ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός. Σ' αυτό φαίνεται να συμφωνούν το ελληνικό με το ευρωπαϊκό αινιγματολόγιο. Υπάρχουν τρόποι να διασταλεί ο χρόνος; Στη διάσταση του χώρου δημιουργείται εύκολα η ψευδαίσθηση της διαστολής,  με τη χρήση ενός καθρέφτη. Οι διαστάσεις αλλάζουν, το κάτοπτρο εγκιβωτίζει τον ένα χώρο μέσα στον άλλον, αλλά δημιουργεί την εντύπωση της επέκτασης και όχι του εγκιβωτισμού.

Για τον χρόνο, όμως, δεν υπάρχουν μεγεθυντικοί φακοί. Τον συστέλλει η ηδονή, τον διαστέλλουν η μοναξιά και ο φόβος. Εκεί περιορίζεται η σχετικότητά του. Στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο λαγός τρέχει ασταμάτητα, τρέχει να προλάβει τον χρόνο, παρόλο που το ρολόι του είναι σταματημένο και δείχνει διαρκώς πως η ώρα είναι έξι. Ο λαγός όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, παρά να τρέχει και να πίνει τσάι. Ακόμη και σ΄ αυτή τη θαυματουργή χώρα, σ' αυτό τον τόπο-άτοπο που η Αλίκη αναζητά ή χάνει την ταυτότητά της, ο χρόνος υπάρχει και είναι αμείλικτος με τον αργοπορημένο λαγό.

Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος
κορσέδες τα δευτερόλεπτα.

(Νίκος Καρούζος) [2]

Ο Μαρσέλ Προυστ στο εμβληματικό του μυθιστόρημα αναζητά κι εκείνος τον χαμένο χρόνο. Στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, ο χρόνος μπορεί να διασταλεί με τη βοήθεια της μνήμης. Η μνήμη είναι αυτή που υφαίνει την εμπειρία και της δίνει διάσταση διαφορετική από την πραγματική της. Ακριβώς αυτή η εμπειρία είναι που ενδιαφέρει τον Προυστ. Όχι η εμπειρία όπως βιώθηκε, αλλά η εμπειρία ως ανάμνηση. Και η ανάμνηση θυμίζει ένα όμορφο υφαντό, που ο νους και οι μηχανισμοί του υφαίνουν κατά τη διάρκεια της νύχτας και ξηλώνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, κλείνοντας έτσι το μάτι στην αναποδιά της Πηνελόπης. 

Ο χρόνος υπάρχει παντού. Ο χρόνος στη φυσική και ο χρόνος στη φύση, ο βιολογικός χρόνος, ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της ιστορίας, ο κυκλικός χρόνος, ο έσχατος χρόνος. 

Τα παιδιά της γειτονιάς κυνηγούν το ένα το άλλο. Οι γονείς τους κυνηγούν τον χρόνο. Για εκείνα ο χρόνος μετρά μόνο όταν "τα φυλάνε" στο κρυφτό. Εκεί ο χρόνος τρέχει γρήγορα. Όλοι πρέπει να κρυφτούν. 

Όλοι κυνηγούν τον χρόνο και όλοι αισθάνονται στο βάθος τυχεροί όταν δεν τους φτάνει, δυστυχείς όταν τους είναι περιττός. 



[1] Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου, Θησαυρός νεοελληνικών αινιγμάτων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001

[2] Νίκος Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2002

Στις εικόνες έργα των: Petra Brown, Kevin Sloan και Stephen Mackey.
 

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Κλασικά εικονογραφημένα - Judith Clay

Στον μαγικό κόσμο της Judith Clay όλα είναι πιθανό να συμβούν...

Αυτά τα παράξενα κορίτσια, με τα μεγάλα μάτια και τα τετράγωνα πρόσωπα, βγαίνουν έξω τις νύχτες και παίζουν κυνηγητό με το φεγγάρι. Το πιάνουν στα χέρια τους, το βαστούν σαν καθρέφτη και ο ήλιος τις κρυφοκοιτάζει και ζηλεύει...


Φορούν πεταλούδες στα μάτια, τις δένουν σε μια κλωστή και περπατούν μαζί τους...


Φυσούν τους κλέφτες, γεμίζουν με τα απαλά τους πούπουλα τη νύχτα και μιλούν με τα πουλιά...


Διαβάζουν και ο κόσμος γύρω τους ζωντανεύει...


Αγκαλιάζουν τα ψάρια και τα κρατούν κάτω από τις ομπρέλες τους, για να τα προφυλάξουν από το νερό, όταν βρέχει....



Πετούν ψηλά με τα φθινοπωρινά φύλλα...


Όλα τα καταφέρνουν. Τα φουστάνια τους φουσκώνουν σαν αερόστατα και τα μακριά μαλλιά τους ανεμίζουν. Οι τουλίπες λυγίζουν στο πέταγμά τους και το χορτάρι χαϊδεύει τα μικροσκοπικά τους ποδαράκια...