Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εβραϊκή Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εβραϊκή Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Σώσα




Όταν μέναμε στο νούμερο 10, η Βαρσοβία ήταν ρώσικη. Όλες οι επιγραφές έπρεπε να είναι γραμμένες στα ρώσικα. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και έφεραν την πείνα. Κι ύστερα οι εθνικιστές Πολωνοί σήκωσαν κεφάλι και είπαν: "Η Πολωνία είναι δική μας!". Κάποια παιδιά από δω κατατάχθηκαν στη μεραρχία του Πιλσούντσκι και σκοτώθηκαν. Ο Πιλσούντσκι έφτασε με τους άντρες του στο Κίεβο, όμως  μετά ο στρατός του υποχώρησε ξανά στον ποταμό Βιστούλα. Ο κόσμος νόμιζε ότι έρχονταν οι μπολσεβίκοι και οι ρουφιάνοι άρχισαν να μιλάνε για ξεκοίλιασμα όλων των πλουσίων και αρπαγή των χρημάτων τους. Μετά οι μπολσεβίκοι απωθήθηκαν. Μετακινήσεις εδώ, μετακινήσεις εκεί, οι ελλείψεις όλο και αυξάνονται. 

Τη μεσοπολεμική Πολωνία στριμώχνουν δύο πανίσχυροι αντίπαλοι. Ενώ ο Χίτλερ βρίσκεται προ των πυλών, στην εβραϊκή κοινότητα της πρωτεύουσας Βαρσοβίας ο Άρελε και η Σώσα μιλούν γίντις και πρωταγωνιστούν σε μια αινιγματική ερωτική ιστορία.

Η μητέρα μου έλεγε συχνά ότι ήταν απρεπές για έναν γιο ραββίνου και μελετητή της Γκεμάρα να συγχρωτίζεται με ένα κορίτσι, και μάλιστα από μη ραββινική οικογένεια. 


Η Σώσα ήταν εννέα χρονών, αλλά όταν μιλούσε έμοιαζε με εξάχρονο. Είχε μείνει δύο φορές στην ίδια τάξη στο δημόσιο σχολείο όπου την έστελναν οι γονείς της. Είχε ξανθά μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους της όταν ξέπλεκε τις κοτσίδες της, γαλανά μάτια, κομψή μύτη και μακρύ λαιμό. Έμοιαζε με τη μητέρα της, που στα νιάτα της ήταν διάσημη για την ομορφιά της. 


Εβραϊκή κοινότητα στην Πολωνία (1785)


Στην εβραϊκή αγωγή οι απαγορεύσεις υπάρχουν παντού και αφορούν τα πάντα. Κάθε επιθυμία συνιστά παράβαση. Ο Άρελε, γιος ραβίνου, μεγαλώνει λαμβάνοντας την αυστηρότερη ανατροφή. Κάθε φορά που θέλει να δραπετεύσει από το ακραία θρησκευτικό περιβάλλον του σπιτιού του, καταφεύγει στο σπίτι της Σώσας. Δοκιμάζει τα γλυκά της μητέρας της, παίζει με κανονικά παιχνίδια και της αφηγείται τις ιστορίες που επινοεί. 

"Έχουν καταλάβει ολόκληρη την Πολωνία", συνέχισε. "Οι πόλεις γέμισαν από δαύτους. Παλιά μόλυναν με την παρουσία τους μόνο τις οδούς Ναλέφκι, Γκζυμπόφσκα και Κροχμάλνα, αλλά τελευταία εξαπλώνονται παντού σαν τα σκουλήκια. Έφτασαν ακόμα και στο μακρινό Βιλάνουφ. Ένα πράγμα με παρηγορεί: ο Χίτλερ θα τους κάψει σαν κοριούς". 

Με το ζόρι συγκρατούσα το τρέμουλό μου. Ο άνθρωπος αυτός ακουμπούσε το ξυράφι του στον λαιμό μου. Σήκωσα τα μάτια και για μια στιγμή συνάντησα τα πρασινωπά δικά του. Άραγε υποπτευόταν ότι ήμουν Εβραίος;


Η κατάσταση στην Πολωνία γίνεται ζοφερή, ο αντισημιτισμός απλώνεται όλο και περισσότερο στα λαϊκά στρώματα. Οι Εβραίοι αντιμετωπίζονται ως παράσιτα και υπονομευτές του έθνους, ενώ ταυτίζονται άλλοτε με τους καπιταλιστές και άλλοτε με τους μπολσεβίκους. Ο Άρελε εγκαταλείπει την οδό Κροχμάλνα και αφοσιώνεται στη λογοτεχνία. Ο τρόπος ζωής του, πότε ιερός και πότε βέβηλος, ταιριάζει ταυτόχρονα σ' έναν κολασμένο άθεο και σ' έναν φανατικό Εβραίο. Εξελίσσεται σε διανοούμενο που δεν τον συγκινούν οι μεγάλες ιδεολογίες της εποχής του, τη νομοτελειακή φύση των οποίων φαίνεται πως αντιλαμβάνεται πολύ προτού πέσουν οι μάσκες και αποκαλυφθεί το ολοκληρωτικό τους πρόσωπο. 

Πώς θα μπορούσα να είμαι Πολωνός πράκτορας όταν μ' έχουν ρίξει σε κάθε φυλακή της Πολωνίας για το ιδανικό μας; Πώς θα μπορούσα να είμαι φασίστας, όταν διατέλεσα επί χρόνια εκδότης ενός περιοδικού που τα έβαζε με τους σιωνιστές, την Μπουντ, το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και κήρυττε ανοιχτά τη δικτατορία του προλεταριάτου; Η οικογένειά μου ήταν από τις φτωχότερες των φτωχών και όλη μου τη ζωή υπέφερα από την πείνα και την ανέχεια. Ο σοσιαλισμός ήταν η μόνη μου παρηγοριά. 





Ο αγώνας του να κατακτήσει την αλήθεια μέσα από τη λογοτεχνία αποδεικνύεται άκαρπος, οι σχέσεις του με συγγραφείς και διανοούμενους της Βαρσοβίας αδιέξοδες. Συνάπτει ερωτικούς δεσμούς με χειραφετημένες γυναίκες που δεν καλύπτουν καμιά του ανάγκη. Σταθερή ερωμένη του είναι η Ντόρα, νεαρή κομμουνίστρια που περιμένει πως ο Στάλιν θα σώσει τον κόσμο, μέχρι που βλέπει τους συντρόφους να φτάνουν στη Σοβιετική Ένωση, να αντιμετωπίζονται σαν φασίστες, προδότες και πράκτορες των πολωνικών μυστικών υπηρεσιών, για να καταλήξουν φρικτά βασανισμένοι στην εξορία. Ερωτικές σχέσεις έχει επίσης με την Τσέλια, σύζυγο καλού του φίλου, την Μπέτυ, ατάλαντη ηθοποιό και σύντροφο Αμερικανού εκατομμυριούχου, και την Τέκλα,  τη νεαρή καμαριέρα του δωματίου που νοικιάζει. Καμία δεν του γιατρεύει το υπαρξιακό κενό στο οποίο τον βυθίζει από τη μια η έλλειψη πραγματικής αγάπης και από την άλλη η επικείμενη εισβολή των ναζί. 

Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου. Ένα αίσθημα απόγνωσης με πλημμύρισε, μαζί με την ανακούφιση που μου έδινε η επίγνωση ότι δεν έφταιγα εγώ γι' αυτό το μπλέξιμο. Μες  στο μισοσκόταδο έκανα νεύμα στον άλλο μου εαυτό, τον παρανοϊκό μου δικτάτορα, συγχαίροντάς τον για αυτή τη φαιδρή νίκη του. Έκλεισα τα μάτια και αισθάνθηκα στο πρόσωπό μου τη ζεστασιά από το κεφάλι της Σώσας. Τι είχα να χάσω; Τίποτα περισσότερο από τον οποιονδήποτε. 

Η επιστροφή του Άρελε στη μυθική οδό Κροχμάλνα είναι επιστροφή στην Εδέμ των παιδικών του χρόνων; Η αθωότητα του παιδικού έρωτα γίνεται καταφυγή στον μοναδικό παράδεισο που τον προστατεύει από το συναίσθημα του έκπτωτου;


Γίαν Καντάρ, "Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού" (1965)

"Όχι, Σώσελε. Πιστεύω στον Θεό, αλλά δεν πιστεύω ότι αποκαλύφθηκε και παρέδωσε στους ραββίνους όλα εκείνα τα κατεβατά των νόμων που έχουν προσθέσει στο πέρασμα των χρόνων".
"Πού είναι ο Θεός; Στον ουρανό;"
"Κάπου πρέπει να είναι".
"Γιατί δεν τιμωρεί τον Χίτλερ;".
"Α, δεν τιμωρεί κανέναν. Δημιούργησε και τη γάτα και το ποντίκι. Η γάτα δεν μπορεί να φάει χορτάρι, πρέπει να φάει σάρκα. Δεν φταίει αυτή που σκοτώνει τα ποντίκια, ούτε, βέβαια, φταίνε τα ποντίκια. Εκείνος δημιούργησε το πρόβατο και τον λύκο, τα κοτόπουλα και τους σφαγείς, τα πόδια και τα σκουλήκια που αυτά ποδοπατάνε". 

 Γίαν Καντάρ, "Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού" (1965)
Η Σώσα είναι και δεν είναι γυναίκα. Ψυχικά ασθενής, δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά, δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, δεν έχει φίλες, δεν δουλεύει, δεν αποχωρίζεται ποτέ τη μητέρα της. Ο έρωτας για μια τέτοια ύπαρξη μετεωρίζεται μεταξύ νοσηρότητας και αγιοσύνης. Αν, όμως, η Σώσα είναι άμυαλη ή καθυστερημένη, γιατί κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στις απορίες της για τον κόσμο; Η απόφαση του Άρελε να θυσιάσει τη δυνατότητά του να διαφύγει στην Αμερική κληρονομώντας την περιουσία ενός μεγιστάνα για να την παντρευτεί ισοδυναμεί με αυτοκτονία ή με λύτρωση; Ο ήρωας εγκαταλείπει το κυνήγι της ηδονής και μιας κοσμικότητας που τον κάνει να αισθάνεται ανέστιος κι απελπισμένος, για να επιστρέψει στη μήτρα του εβραϊσμού που του δίδαξε η παιδική ανατροφή του: στην αυταπάρνηση, την έξοδο από τα παιχνίδια δύναμης και κυριαρχίας. 

Αληθινή θρησκεία, έλεγε ο Μόρρις, δεν είναι να υπηρετείς τον Θεό, αλλά να τον αμφισβητείς. Αν Εκείνος επιθυμεί πολέμους, Ιερές Εξετάσεις, σταυρώσεις και Χίτλερ, εμείς πρέπει να επιδιώκουμε την αρετή, το χασιδισμό, τη δική μας εκδοχή της Χάριτος. [...] Δεν μας έκλεισαν οι Εθνικοί στα γκέτο, έλεγε ο Μόρρις, ο Εβραίος κλείστηκε εκεί με τη θέλησή του, επειδή κουράστηκε να κάνει πολέμους και να μεγαλώνει παιδιά που θα γίνουν αυριανοί πολεμιστές και ήρωες στα πεδία των μαχών. 

Σε στιγμές που μοιάζουν οριακές, ο Άρελε δεν απομακρύνεται από τη ζωή, αλλά επανασυνδέεται μαζί της επιλέγοντας την αγάπη. Ακόμη κι η παραμυθία που του προσφέρει η λογοτεχνία θα υστερούσε τόσο μπροστά της. 


***

[1] Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Σώσα (μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος), Κίχλη, Αθήνα 2019. 
[2] Περισσότερες φωτογραφίες για την καθημερινότητα στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας εδώ

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Ένας Εβραίος στον κουρέα

Charlie Chaplin, "The Gold Rush" (1925)

"Τι πόλη σου είναι όμως η Βαρσοβία! Έχουν οι Οβριοί Γιομ Κιππούρ, και τα πάντα νεκρώνονται. Και υποτίθεται ότι αυτή είναι η πρωτεύουσα, η κορόνα του πολωνικού μας έθνους. Είναι γελοίο!". 

Με είχε πάρει για Εθνικό. Ήθελα να του απαντήσω, αλλά κατάλαβα ότι, αν έλεγα πάνω από δύο λέξεις, θα με πρόδιδε η προφορά μου. Συγκατένευσα, προφέροντας μέσα από τα δόντια μου τη μόνη λέξη που δεν θα μπορούσε να με προδώσει: "Tak". 

"Έχουν καταλάβει ολόκληρη την Πολωνία", συνέχισε. "Οι πόλεις γέμισαν από δαύτους. Παλιά μόλυναν με την παρουσία τους μόνο τις οδούς Ναλέφκι, Γκζυμπόφσκα, και Κροχμάλνα, αλλά τελευταία εξαπλώνονται παντού, σαν τα σκουλήκια. Έφτασαν ακόμη και στο μακρινό Βιλάνουφ. Ένα πράγμα με παρηγορεί: ο Χίτλερ θα τους κάψει σαν κοριούς. 

Με το ζόρι συγκρατούσα το τρέμουλό μου. Ο άνθρωπος αυτός ακουμπούσε το ξυράφι του στον λαιμό μου. Σήκωσα τα μάτια και για μια στιγμή συνάντησα τα πρασινωπά δικά του. Άραγε υποπτευόταν ότι ήμουν Εβραίος; 

"Αγαπητέ μου κύριε, θα σας πω κάτι: Οι μοντέρνοι Εβραίοι, αυτοί που ξυρίζονται, μιλούν σωστά πολωνικά και προσπαθούν να αντιγράψουν τους αληθινούς Πολωνούς, είναι ακόμη χειρότεροι από εκείνους του παλιομοδίτες γερο-Οβριούς με τα μακριά καφτάνια τους, τις φουντωτές γενειάδες τους, και τους βοστρύχους δίπλα στ' αυτιά. Εκείνοι τουλάχιστον δεν πηγαίνουν εκεί που είναι ανεπιθύμητοι. Κάθονται στα μαγαζιά τους με τα μακριά μαύρα παλτά τους και ξεψαχνίζουν το Ταλμούδ τους σαν βεδουίνοι. Ψελλίζουν τα κορακίστικά τους κι όταν κάποιος χριστιανός πέφτει στα νύχια τους, του αρπάζουν επιδέξια μερικά γρόσια. Αλλά τουλάχιστον δεν πηγαίνουν στα θέατρα, στα καφέ και στην όπερα. Αυτοί που ξυρίζονται και φορούν μοντέρνα κοστούμια, αυτοί είναι η πραγματική απειλή. Θρονιάζονται στο Κοινοβούλιό μας και συνάπτουν συμφωνίες με τους χειρότερους εχθρούς μας: τους Ρουθηνούς, τους Λευκορώσους, τους Λιθουανούς. Όλοι αυτοί είναι κρυφοκομμουνιστές και Σοβιετικοί πράκτορες. Έναν σκοπό έχουν: να ξεριζώσουν εμάς τους χριστιανούς και να παραδώσουν την εξουσία στους μπολσεβίκους, στους μασόνους και στους εξτρεμιστές. Ίσως δυσκολευτείτε να το πιστέψετε, αγαπητέ μου κύριε, αλλά οι Εβραίοι εκατομμυριούχοι έχουν συνάψει μυστική συμφωνία με τον Χίτλερ. Παίρνει χρήματα από τους Ρότσιλντ, με μεσάζοντα τον Ρούσβελτ. Υποτίθεται ότι ασπάζονται τη χριστιανική πίστη, αλλά δεν έχουν στο μυαλό τους παρά ένα πράγμα: να υπονομεύσουν από τα μέσα και να διαφθείρουν τα πάντα και τους πάντες. Δεν είναι γελοίο;"

Έβγαλα έναν ήχο ανάμεσα σε γρύλισμα και αναστεναγμό. 

"Έρχονται εδώ για ξύρισμα και κούρεμα όλο τον χρόνο, αλλά όχι σήμερα. Το Γιομ Κιππούρ είναι μέρα ιερή ακόμα και για τους πλούσιους και μοντέρνους από δαύτους. Πάνω από τα μισά μαγαζιά είναι κλειστά εδώ στην οδό Μαρσαλκόφσκα. Δεν πηγαίνουν στους χασιδικούς ευκτήριους οίκους με γούνινα καπέλα και περιώμια προσευχής όπως οι παλιοί Οβριοί... Όχι, φοράνε ημίψηλα και κατευθύνονται προς τη συναγωγή της οδού Τλομάτσκα με ιδιωτικά αυτοκίνητα. Αλλά ο Χίτλερ θα καθαρίσει τον τόπο! Υπόσχεται στους εκατομμυριούχους του ότι θα προστατέψει τα κεφάλαιά τους, μόλις όμως οι ναζί βρεθούν σε θέση ισχύος, θα τους συγυρίσουν όλους -χα, χα, χα! Είναι κρίμα που θέλει να επιτεθεί στη χώρα μας, αλλά, αφού δεν έχουμε τα κότσια να καθαρίσουμε μόνοι μας αυτή την κόπρο, ας αφήσουμε τον εχθρό να το κάνει για μας. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί μετά. Για όλα φταίνε αυτοί οι προδότες οι προτεστάντες, που πούλησαν την ψυχή τους στον διάβολο. Είναι οι πιο θανάσιμοι εχθροί του Πάπα. Ξέρετε, αγαπητέ μου κύριε ότι ο Λούθηρος ήταν στην πραγματικότητα κρυφοεβραίος;"

"Όχι".

"Είναι τεκμηριωμένο γεγονός". 

Ο κουρέας πέρασε το πρόσωπό μου δύο φορές με τη φαλτσέτα. Με πασάλειψε με κολόνια και με πουδράρισε. Τίναξε με τη βούρτσα το σακάκι μου και με τα δυο του δάχτυλα απομάκρυνε λίγες τρίχες από τους ώμους μου. Πλήρωσε κι έφυγα. Όταν έκλεισαν την πόρτα του μαγαζιού πίσω μου, το πουκάμισό μου ήταν μουσκεμένο στο ιδρώτα. Άρχισα να τρέχω, χωρίς να ξέρω που πάω. Όχι, δεν ήθελα να μείνω στην Πολωνία! Έπρεπε να φύγω πάση θυσία!

***

[1] Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Σώσα (μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος), Κίχλη, Αθήνα 2019 (σελ. 229-231).